Βλέπετε 181–195 από 291 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Ελληνική λογοτεχνία

Μπέμπης

Θωμάς Κοροβίνης

O Δημήτρης Στεργίου, γνωστός ως Μπέμπης (Πειραιάς 16.4.1927-24.12.1972), υπήρξε μια ιδιότυπη πρωταγωνιστική φυσιογνωμία της ελληνικής λαϊκής μουσικής που, λόγω της ιδιοφυΐας, της μόρφωσης, της απαράμιλλης δεξιοτεχνίας του στο μπουζούκι και στην κιθάρα, της καθηλωτικής γοητείας του και της αυτοκαταστροφικής αγωνίας του, απέκτησε, τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατον, διαστάσεις θρύλου.

Ο Θωμάς Κοροβίνης, έχοντας μελετήσει τα υπάρχοντα στοιχεία της εργοβιογραφίας και της καλλιτεχνικής διαδρομής του και «συνομιλώντας» για χρόνια με την προσωπικότητά του, παρουσιάζει ένα εκτενές λογοτεχνικό πορτραίτο του, μια αυτοαναφορική εξομολόγησή του, με αποδέκτη έναν φανταστικό επιστήθιο φίλο του μα και όλους μας. Μέσα από την αφήγηση αναδεικνύονται σημαίνοντα πρόσωπα της λαϊκής μας μουσικής, εμβληματικά τραγούδια, ανάλυση χαρακτήρων συνθετών, στιχουργών, ερμηνευτών και θαυμαστών του τραγουδιού, η ανθρωπογεωγραφική σύνθεση του Πειραιά της εποχής του καλλιτέχνη, η ζωή των μουσικών μας στην Κατοχή και στη μεταπολεμική Ελλάδα, και στα αμερικανικά κέντρα διασκέδασης, με ιδιαίτερη έμφαση στο «αγγελικό και μαύρο φως» που σφραγίζει την ψυχική ιδιοσυστασία αυτού του μοναδικού και ανεπανάληπτου «αριστοκράτη μάγκα».

16.50

Άρης Αλεξανδρής

Μόλις τελείωσε το σχολείο, ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής ήξερε ότι ήθελε να ξεφύγει: από την Κομοτηνή, μία πόλη που αποτελείται «από μία πλατεία και ένα σιντριβάνι»· από τη μητέρα του, που όλη την ώρα καθάριζε ένα σπίτι με παλιά και βαριά έπιπλα· από τον πατέρα του, που το μυαλό του βρισκόταν συνέχεια σε ένα γελοίο μαγαζί με καλτσόνε· από μία βαρετή ζωή. Γι’ αυτό και όταν επιτέλους μετακόμισε στην Αθήνα, ο Ιγνάτιος αποφάσισε να γίνει ένας άλλος άνθρωπος.

Ως φοιτητής πια, είναι πρωτόγνωρα χαρούμενος. Όλα τού φαίνονται «τρελά» και τα απολαμβάνει αχόρταγα. Όμως, όσο περισσότερο εξερευνά ο Ιγνάτιος τη νέα του ζωή, τόσο δυσκολότερη μοιάζει να γίνεται. Η νέα του φίλη, η Βιργινία, είναι πλασμένη από αλλόκοτα υλικά. Γιατί, ο κύριος Μαρκέζε; Πολύ περίεργη περίπτωση εργοδότη. Για να μη μιλήσουμε για τον κύριο Γόπα: ο άνθρωπος θέλει συνέχεια κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο! Ο Ιγνάτιος δεν θέλει με τίποτα να αποτύχει η νέα του ζωή στην Αθήνα. Προσπαθώντας όμως να εξαντλήσει όλες του τις δυνατότητες, εξαντλείται ο ίδιος. Και καθώς βλέπει τον εαυτό του να αλλάζει μέσα σε έναν αχανή ψηφιακό κόσμο όπου όλα είναι πιθανά, μαθαίνει από πρώτο χέρι τι θα πει να χάνεις τα πάντα.

12.96

Ελληνική λογοτεχνία

Εξοδόχαρτο

Βαγγέλης Σιαφάκας

Οι μικρές ιστορίες που συγκέντρωσε ο Βαγγέλης Σιαφάκας στο Εξοδόχαρτο, γραμμένες με κέφι και συνδυάζοντας το πραγματικό με το φανταστικό, μπορούν να διαβαστούν και σαν απολογισμός ζωής. Ο κύκλος ανοίγει με τον συγγραφέα μικρό μαθητή στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, περιλαμβάνει περιστατικά της εφηβείας, ανθολογεί επεισόδια από τις σπουδές και την πολιτική δράση στην Ιταλία, από τη δημοσιογραφική και την οικογενειακή ζωή, όχι σε χρονολογική σειρά, αλλά ενταγμένα σε θεματικές ενότητες. Κυρίαρχη θέση έχει βέβαια η επικαιρότητα, με τις πρωτοφανείς συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού.
Το χιούμορ που διατρέχει τις ιστορίες του είναι αναμφισβήτητο, όπως κι ένας γλυκόπικρος σαρκασμός: θεωρεί ότι η Ιστορία έχει μετατραπεί σε φάρσα και στρέφει συχνά το βλέμμα στο παρελθόν, τότε που τη λαμπερή νεότητα καταύγαζε ο αστερισμός των ιδεών.

Στο Μοναστηράκι, με κυρίαρχο έναν αδυσώπητο ρεαλισμό, κυλάει ένα ποτάμι ταπεινών πραγμάτων, χειρονομιών, στάσεων, ματαιώσεων και πικρίας. Η ματιά του συγγραφέα στέκεται στα ευτελή και καθημερινά που καταβάλλουν τους ήρωές του χωρίς καταγγελτική και διδακτική διάθεση, μιλώντας μια γλώσσα ζωντανή και ανεπιτήδευτη. Όμως η ζωή, με τις κακοτοπιές και τις ανατάσεις της, ολοκλήρωσε τον κύκλο της. Ο χρόνος έχει πάντα το πάνω χέρι. Και ο Βαγγέλης Σιαφάκας είναι αλλού.

17.70

Ελληνική λογοτεχνία

R.I.F., ο θάνατος στο φέισμπουκ

Μαρία Γιαγιάννου

Ο θάνατος, η γραφή και το κοινωνικό δίκτυο φτιάχνουν τη θεματική πλεξίδα του R.I.F. (Rest In Facebook). Όταν ο χρήστης εγκαταλείπει τα εγκόσμια, τι συμβαίνει με την ψηφιακή του παρουσία; Τι κουστούμι φοράει ο θάνατος στο Ίντερνετ; Γιατί κοινοποιούμε το πένθος μας; Είναι η γραφή μια αποτελεσματική στρατηγική επιβίωσης; Μήπως τελικά θα ζήσουμε για πάντα;

Το R.I.F. είναι ένα πολυμορφικό πεζό, που αναμειγνύει τη μυθοπλασία με το δοκίμιο και τη σάτιρα με το επιτάφιο επίγραμμα. Μια στοχαστική περιπέτεια σπασμένη σε μικρότερες αυτοδύναμες παρατηρήσεις πάνω στην επιδραστικότητα του κυρίαρχου social medium της καθημερινότητάς μας. Κάθε τόσο ο αναγνώστης ξεκουράζεται πάνω από τους (επινοημένους) τύμβους ανθρώπων που πέρασαν από τη ζωή και τους άδραξε το ψηφιακό νεκροταφείο. Δώδεκα συν ένα επιγράμματα παρεμβάλλονται στην αφήγηση και παρουσιάζουν στον διαβάτη της ανάγνωσης τις αντίστοιχες φανταστικές προσωπικότητες που, αν και πέθαναν, συνεχίζουν να ζουν.

13.00

Ελληνική λογοτεχνία

Η εποχή του ταράνδου

Σπύρος Βγενής

Αγόρια και κορίτσια, γέροι, θεατράνθρωποι, γκραφιτάδες, ηδονοβλεψίες. Άνθρωποι που ξεχνούν και άνθρωποι που θυμούνται, άνθρωποι που δεν έχουν πού να πάνε και άνθρωποι που έχουν πού να πάνε αλλά δεν έχουν τι να κάνουν, άρρωστοι άνθρωποι, υπεράνθρωποι, άνθρωποι που προσπαθούν να φύγουν απ’ την πόλη μα καταφέρνουν μονάχα να ονειρευτούν την εξοχή. Με ρεαλισμό, οξυδέρκεια και χιούμορ, ο Σπύρος Βγενής οργανώνει θραύσματα από παράδοξα περιστατικά, ημιτελείς διαλόγους και ανολοκλήρωτες ιστορίες, αφηγήσεις σε πρώτο και τρίτο πρόσωπο, αφηγήσεις μέσα από την παρέα.

 

 

10.98

Ελληνική λογοτεχνία

Η μεταμόρφωση της

Αμάντα Μιχαλοπούλου

«Ένα πρωί που ξύπνησε από εφιάλτη, η Σάσα ανακάλυψε πως είχε μεταμορφωθεί σε άντρα». Έτσι ξεκινάει η εξωφρενική περιπέτεια της νεαρής ηρωίδας, μιας φοιτήτριας που έχει γαλουχηθεί με τα θηλυκά πρότυπα της αυτοθυσίας και της υπακοής. Πώς θα ξανασυστηθεί στους φίλους, στους γονείς, στον τρομακτικό καθηγητή της; Θα καταφέρει να ξαναβρεί τον εαυτό της μέσα στο καινούργιο άγνωστο σώμα της; Και μάλιστα σ’ έναν κόσμο όπου ο Κατακλυσμός έχει ήδη συμβεί, ξηλώνοντας τα θεμέλια της κοινωνίας; Με άλλα λόγια, μπορεί να υπάρξει έρωτας, ελπίδα και πρόοδος μετά την κατάρρευση των καθορισμένων κοινωνικών ρόλων;

 Η Αμάντα Μιχαλοπούλου έγραψε μια νουβέλα ενηλικίωσης για το τέλος των φύλων και την ερμαφρόδιτη φύση του ανθρώπου και ταυτόχρονα την ιστορία μιας μετα-Εδέμ, του τέλους του κόσμου όπως τον ξέρουμε. Η μεταμόρφωσή της είναι ένα εξαιρετικά επίκαιρο βιβλίο, που παλεύει λυσσαλέα με τα στερεότυπα των φύλων, της οικογένειας, της σεξουαλικής αγωγής, της αυθεντίας κάθε είδους και αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός μάς έχει μάθει να αναζητάμε την ευτυχία.

14.00

Ελληνική λογοτεχνία

Ο λαβύρινθος

Πάνος Καρνέζης

Σεπτέµβριος 1922. Ενώ ο ελληνικός στρατός εγκαταλείπει τη Μικρασία, µια αποδεκατισµένη µεραρχία περιπλανιέται ακόµα στην έρηµο της Ανατολίας. Οι ελπίδες για σωτηρία λιγοστεύουν και η απελπισία των στρατιωτών αυξάνεται, ενώ ο ηλικιωµένος διοικητής τους πενθεί ακόµα τον θάνατο της συζύγου του και βρίσκει καταφύγιο στην αγάπη για τη µυθολογία και τον εθισµό στη µορφίνη. Η τύχη των περιπλανώµενων φαίνεται να αλλάζει όταν φτάνουν σε µια µικρή πόλη που δεν έχει αγγίξει ο πόλεµος. Αλλά η µεραρχία δεν έχει ξεφύγει από τις Ερινύες της…

14.94

Ελληνική λογοτεχνία

Λάδι σε καμβά

Αλέξης Πανσέληνος

Καλοκαίρι 1966.

Ο Σπύρος, µαθητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, περνά τις διακοπές του φιλοξενούµενος από την οικογένεια ενός ζωγράφου στο νησί. Είναι ένα σηµαδιακό καλοκαίρι, όχι µόνο για τον ίδιο αλλά και για την οικογένεια που τον φιλοξενεί. Λίγο αργότερα, ο Απρίλιος του ’67 αλλάζει τα πάντα στη ζωή του.
Η ιστορία του Σπύρου είναι η ιστορία και πολλών άλλων της γενιάς του. Είναι η ιστορία ενός νεαρού ζωγράφου που αρνήθηκε να προδώσει την παρέα του αλλά πρόδωσε το όνειρό του.

Τότε, µέσα της δεκαετίας του ’60, ο κόσµος όλος ήταν όπως εµείς – είκοσι χρονών. Μαζί µε εµάς είχε ξαναγεννηθεί η ζωή, όλα είχαν αλλάξει, ακούγαµε τα νέα τραγούδια που έπαιζαν στις µπουάτ της Πλάκας, τον Τιπούκειτο, την Απανεµιά, το Συµπόσιο, τη Ρουλότα και ένα σωρό άλλες. Αντί για τις ντιζέζ µε τα µικρόφωνα, νέοι τραγουδιστές, κορίτσια και αγόρια που θα µπορούσαν να είναι συµµαθητές µας στη Σχολή, παιδιά κι εκείνα σαν εµάς, µε φωνές απλές, χωρίς στόµφο, έλεγαν τα καινούργια τους τραγούδια πάνω σε στίχους που είχαν καθαρή ποίηση. Το φως µιας επανάστασης αχνόφεγγε, ο παλιός κόσµος βούλιαζε και εµείς, αποµακρυσµένοι από το όλο και πιο απρόσωπο κέντρο της πόλης, κρυµµένοι στις παραµεληµένες γειτονιές της, φέρναµε τον καινούργιο.

11.97

Ελληνική λογοτεχνία

Ψιλά Γράμματα

Ιωάννα Καρυστιάνη

Το βρόμικο κόλπο, να ξεχάσεις μόνον τα άσχημα αλλά να θυμάσαι τα ωραία, δεν πετυχαίνει, η μνήμη διεκδικεί τα νόμιμα, δηλαδή όλα ή τίποτε, δηλαδή ας μείνει κάποιος να θυμάται, να θυμάται και τα ψιλά γράμματα. Υπάρχουν κάμποσα που αλίμονο αν τα θάψει κι αυτά ο νους, δεν πρόκειται για φανταχτερά ενσταντανέ και σκατοπασαλειμμένες αναμνήσεις, πρόκειται για άυλα τιμαλφή. Ευτυχώς ο εγκέφαλος του Μιχάλη Τσιούλη τα είχε κλειδώσει και ασφαλίσει.

Δεν είμαι υποχρεωμένος να μην ονειροπολώ, είπε, ούτε ντε και καλά να αισιοδοξώ και να ευτυχώ, αφού όλα πιο ρηχά, ούτε μύχια της ύπαρξης, ούτε γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, ούτε πού έδυ σου το κάλλος.

Δοκίμασα, συνέχισε, να αρκεστώ στο μικρομεσαίο μου μερτικό καθημερινότητας, να μοιάσω με την πλειοψηφία των πιο νορμάλ, να γίνω και λίγο ζαμανφουτίστας, όμως δεν μου είπε πολλά η πραγματικότητα, δεν ήξερα πώς να κινηθώ άνετα σ’ αυτήν.

Η νύχτα στο θρόνο της, με το αεράκι να περιοδεύει σε όλο το λεκανοπέδιο, σε όλο τον κόλπο του Σαρωνικού και τα άστρα ψηλά να σπιθίζουν ακατάστατα, να κάνουν του κεφαλιού τους.

Τύχη αγαθή, ο Τσιούλης είχε ιδεί το φεγγάρι σε πενήντα, μπορεί και παραπάνω, παραλλαγές. Ολόχρυσο. Ασημένιο. Άσπρο, πελώριο και οριζοντιωμένο σαν αιώρα. Χορτάτο μωρό να αποκοιμιέται στην αγκαλιά ενός κοκκινωπού σύννεφου. Αγέρωχο και ανοξείδωτο να κοντρολάρει την έξαρση της νύχτας. Απόψε δε, μπλαβογκριζοκίτρινο σαν τα μάτια σου, χαζομηχανικέ, κατά τη Σαλονικιά νοσηλεύτρια, κάποτε.

18.00

Ελληνική λογοτεχνία

Πικρία χώρα

Κωνσταντία Σωτηρίου

– Εβάρεσεν.
– Ψυχομασσιεί.
– Αντελλοσσιάζεται.
– Παλλιώνει με τον Χάρον.
– Αντζελοθωρεί.
– Βαρκαρίζει.
– Σιωπάτε! Εν ήρτεν η ώρα της ακόμα.

Στην τελευταία της νύχτα στον κόσμο, καθώς παραδίδει το πνεύμα και ψυχορραγεί, η Σπασούλα συνοδεύεται στην άλλη όχθη από τις φίλες και γειτόνισσές της, που τη συντρόφευαν σε όλη της τη ζωή. Μέσα από μύθους, παραμύθια και δοξασίες, μέσα από πικρές ιστορίες και αληθινά φαντάσματα που μόνο οι γυναίκες μπορούν να δουν και να διηγηθούν, ξεδιπλώνεται η ιστορία των μανάδων των αγνοουμένων της Κύπρου, η ματαίωση, η αναμονή, οι αλήθειες και τα ψέματα της ζωής.

Με την “Πικρία χώρα” η Κωνσταντία Σωτηρίου ολοκληρώνει την τριλογία που ξεκίνησε με τα βιβλία “Η Αϊσέ πάει διακοπές” και “Φωνές από χώμα”, με μοτίβο την αφήγηση των γυναικών για την ιστορία του πολέμου στην Κύπρο. Των γυναικών που περίμεναν, που προδόθηκαν, που δεν δικαιώθηκαν. Γιατί τόσα χρόνια, όλο τούτο που έζησα, τόσα χρόνια που τόσα για τους χαμένους τα βίωσα, ένα πράμα μόνο αν ένιωσα, αν υπάρχουν αθώοι είμαστε εμείς, εγώ, η Σπασούλα και οι άλλες που περιμέναμε, εγώ, η Σπασούλα και οι άλλες που καρτερούσαμε, εγώ και η Σπασούλα και οι άλλες. Αθώες. Μόνο εμείς.

5.60

Ελληνική λογοτεχνία

Η Αϊσέ πάει διακοπές

Κωνσταντία Σωτηρίου

«Είκοσι Ιουλίου, το θυµάσαι πολύ καλά, είχε γίνει η µεγάλη καταστροφή. Ξύπνησες το πρωί και ήταν η λεκάνη στη ρίζα της συκιάς σου γεµάτη µε σύκα ανοιγµένα. Με το νυχτικό βγήκες έξω τα χαράµατα, πήρες το φαράσι και τη σκούπα να τα µαζεύεις. Μάζευες, µάζευες και τελειωµό δεν είχαν. Τα συκαλάκια σου, σκεφτόσουν, τα µελένια σου τα σύκα και µαράζωνες τη συκιά. Και έλεγες τι θα τρώµε τώρα τον Αύγουστο που δεν θα είχες τα συκαλάκια τα γλυκά, τι θα τρώµε τον Αύγουστο που δεν θα έχουµε σύκα.

Αν δει το πλάσµαν τα σύκα να ψήννουνταιεποχήν που ’εν ένι του τζαιρού τους, σηµαίνει µεγάλον µαράζιν. Σηµαίνεικαβκάδες, καρκασαλλίκκιν, κακόν. Που τζείνα τα κακά που ’εν ηµπορεί να βάλει το σέριν του ούτε ο ίδιος ο Θεός. Τίποτε ’εν θα ηµπόρει να κάµει ο Πλάστης.

Έτσι σε βρήκε η γειτόνισσα το πρωί. Ήρθε καταχαρούµενη να σου πει τα νέα. Σωθήκαµε, σου φώναξε. Σωθήκαµε. Ήρθε η µάνα µας να µας σώσει. Ήρθε η Αϊσέ να κάνει εδώ διακοπές. “Τι κάνεις εκεί µε τα σύκα;” “Σκάσανε όλα” της είπες. “Ανοίγουνε τα συκαλάκια µου τον Ιούλιο, τα µελένια µου τα σύκα που ζηλεύει όλη η γειτονιά. Σκάνε και πέφτουνε στην αυλή. Δεν θα έχουµε σύκα να τρώµε τον Αύγουστο” είπες και βούρκωσες. Άφησες µετά τη γειτόνισσα στην αυλή και έτρεξες να ξυπνήσεις τον γιο σου. “Μάνα, τι γίνεται;” σου φώναξε. “Ήρθε” του είπες “η Αϊσέ να κάνει εδώ διακοπές. Και εµάς µας αρρώστησε η συκιά µας. Δεν θα έχουµε κάτι να την τρατάρουµε. Δεν θα µπορέσουµε τον Αύγουστο να τρώµε σύκα”. Και άρχισες ύστερα να κλαις».

Το βιβλίο βραβεύτηκε από το Πετρίδειο Ίδρυμα και το Διαδικτυακό Περιοδικό “Ζωή και Τέχνη” στο πλαίσιο του 2ου Πανελλήνιου Διαγωνισμού Λογοτεχνικών Βραβείων στην μνήμη των μ.Χριστόδουλου και Μαρίας Πετρίδη. Η συγγραφέας βραβεύτηκε το 2019 με το Βραβείο της Κοινοπολιτείας της Περιφέρειας Ευρώπης και Καναδά.

4.87

Ελληνική λογοτεχνία

Ένα άλμπουμ ιστορίες

Αντώνης Γεωργίου

Ένα κουβάρι ιστορίες “έλα τζαί η γιαγιά σου έννεν’ καλά”

έλα τζαί η γιαγιά σου έννεν’ καλά, ετηλεφώνησέν μου η Μύντα πριν λλίον, “μάνταμ, μαντάμ, γρήγορα η γιαγιά έφτυσεν γαίμαν”, έκαμεν εμετόν γαίμαν, έτσι μου ‘πεν, ήμασταν στην ψησταριάν με την Αγάθην, ο κόσμος πολλύς, που να έφευκα τζείνην την ώραν; ετηλεφώνησα στον θκειόν σου να πάει να την φέρει κάτω, νναι λαλώ σου, επήεν, εν με εκάνεν η στεναχωρία μου, το τηλέφωνον απάντησέν μου το η θκειά σου, “κόρη, γλήορα δώσ’ μου τον αρφόν μου”, είπα της άλλα που να καταλάβει, “τι κάμνεις, Μαρούλλα μου;” άρκεψεν, τζαί ότι επήαν στες ελιές, τζαί έτσι, τζ’ αλλιώς, είσεν όρεξην για κουβένταν, “δώσ’ μου τον, κόρη, τζ’ η μάνα μας έννεν’ καλά”, έτοιμη ήμουν να της βάλω τες φωνές, ευτυχώς εκατάλαβέν το τζαί εφώναξέν του, έστειλα τον λαλώ σου τζαί εφέραν την στο νοσοκομείον, πάμεν τζαί εμείς τωρά, εννά ‘ρτεις; […]

19.08

Ελληνική λογοτεχνία

Ώπα-ώπα, μπλάτιμοι

Κωνσταντίνος Δομηνίκ

Ακολουθάω τρέχοντας, μέχρι το παρεκκλήσι του γκαβού, ένα σμήνος από φυγόκεντρα μελίσσια. Και τα βλέπω έκθαμβος, με το που μπαίνω, να γλυκοπλέκουνε, μπροστά στο Άγιο Βήμα, μια δεύτερη, δική τους, θεόρατη κηρήθρα-τέμπλο. Όπου το κάθε κελί της κηρήθρας, αποτελεί κι από έναν ζυμωτό, εξαπτέρυγο μικρόκοσμο – ιστορίες αλλόκοτες, του Φέγγου, που δουλεύουνε με φοβικά. Αίφνης, μπαίνω στο νόημα: Ότι σαν με πλακώσει κι ο τελευταίος μπαξές, με αυτές θα ανοίξω δρόμο – άλλο δεν έχω. 

Ο Κωνσταντίνος-Δομηνίκ Πιπίλης, γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1988 και ζει στην Κατερίνη. Η συλλογή διηγημάτων «Ώπα-ώπα μπλάτιμοι» είναι το πρώτο του βιβλίο.

8.90

Μιχάλης Αλμπάτης

Αρχές της δεκαετίας του 1950, σ’ ένα χωριό της Κρητικής ενδοχώρας, ένα νεαρό αγόρι ανακαλύπτει, στην κηδεία κάποιου συγγενή του, πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Κανείς δεν τον πιστεύει αρχικά, όταν όμως αποδεικνύει δημόσια το αληθές των ισχυρισμών του, ένας θείος του, συνειδητοποιώντας τις δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης που ανοίγονται μπροστά τους, τον πείθει να φύγουν απ’ το χωριό και ν’ αρχίσουν να περιοδεύουν στα χωριά του κάμπου προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σαν “διερμηνείς των πεθαμένων”.

Από χωριό σε χωριό κι από κηδεία σε κηδεία, κάθε νεκρός διηγείται την δική του ιστορία, φανερώνει τα δικά του μυστικά και δίνει τις δικές του απαντήσεις στον γρίφο της ύπαρξης· μόνο που οι νεκροί λένε πάντα την αλήθεια, και οι ζωντανοί δεν θέλουνε αλήθειες να ακούσουν…

“Η επομένη ήταν Κυριακή και, όπως έκαναν πάντα, είχαν κινήσει πρωί πρωί με τη μητέρα του και την αδερφή του για την εκκλησιά. Φυσικά, τα χθεσινά γεγονότα στην κηδεία της γρια-Ξώφαινας είχαν διαδοθεί από στόμα σε στόμα και αποτελούσαν το κύριο θέμα συζήτησης σ’ ολόκληρο το χωριό. Στον δρόμο για τον Αϊ-Γιώργη, αλλά και μέσα στην εκκλησιά, όταν άναψε το κερί κι έπειτα που στάθηκε μπροστά απ’ το ιερό μαζί με τους άλλους άντρες, τα βλέμματα όλων στρέφονταν επάνω του δίχως ίχνος κοροϊδίας πια, αλλά φορτισμένα με ανησυχία, δέος ή φόβο, ενώ τα χείλη τους ψιθύριζαν την ώρα που από μπροστά τους περνούσε: “Μιλάει με τους νεκρούς!”, “Ακούει τους πεθαμένους!”.

18.00

Ελληνική λογοτεχνία

Λυκοχαβιά

Κώστας Μπαρμπάτσης

«Θα φύγω, ξάδερφε», έλεγε και ξανάλεγε ο Πάνος, μπας και τελικά το έπαιρνε απόφαση και γύριζε στο χωριό.

Σπάραζε όλη μέρα η Σεβαστή, ζητώντας να της φέρουν πίσω τον Ζαχαρία. Τον πατέρα του παιδιού που είχε στην κοιλιά.

Μόνο το λύκο είχε για παρέα ο Τσίλιας στο λόγγο. Κι ό,τι κι αν έλεγαν οι άλλοι, δε θα άφηνε κανέναν να τον πάρει από κοντά του.

Ο Λευτέρης, λοχαγός στο αλβανικό μέτωπο, είχε υποσχεθεί πως ακόμη κι ένας φαντάρος να έμενε ζωντανός, θα τον πήγαινε στον τόπο του.

Είκοσι τόσα χρόνια βολοδέρνει στα λεωφορεία η Γιωργία, ξεροσταλιάζοντας για μια κουβέντα, για ένα βλέμμα του Κωσταντή.

Βροντερά γέλαγε ο Λόλος. Και κάθε που τον άκουγαν οι καλιακούδες, παράταγαν τις καλαμποκιές και πέταγαν τρομαγμένες μακριά.

Έξι ιστορίες για την απώλεια. Την απώλεια των συναισθημάτων, της λογικής, της ίδιας της ζωής. Κυρίαρχο σκηνικό η Αιτωλοακαρνανία και η Ήπειρος κατά τη διάρκεια του πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου, της μετανάστευσης.

Άνθρωποι εύθραυστοι που, αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τη σκληρότητα που τους περιβάλλει, βλέπουν ως μόνη διέξοδο τη φυγή.

9.90