Βλέπετε 166–180 από 291 αποτελέσματα

Ελληνική λογοτεχνία

Έρση Σωτηροπούλου

«Θυµόταν ένα χάδι πριν µερικά χρόνια, εκείνος ο άνδρας τής είχε χαϊδέψει το κεφάλι, ανακατεύοντας τα µαλλιά της, µια κίνηση απροσδόκητη που δεν την περίµενε και ο άνδρας δεν την επανέλαβε, για δευτερόλεπτα είχε νιώσει εξαίσια, δεν θυµόταν ποιος ήταν εκείνος, δεν είχε πρόσωπο, µόνο αυτό το απρόσµενο χάδι, ένα τέτοιο χάδι άξιζε περισσότερο από ταξίδι στην Κίνα. Αλλά αν ήταν αυτός; Αν τη χάιδευε αυτός; Της πέρασε από το µυαλό και πάγωσε στη σκέψη. Όχι, όχι αυτός. Αυτός άλλωστε δεν θα µπορεί να χαϊδέψει, θα κουνάει τα µπράτσα του ακατάσχετα σαν σβούρα… Κι εκείνη τη στιγµή αυτός, αυτός, ο ζητιάνος χωρίς χέρια, πέρασε πάνω σ’ ένα αυτοσχέδιο καροτσάκι που το έσπρωχνε ένα αγόρι µε γυναικείες παντόφλες».

Η τέχνη να µην αισθάνεσαι τίποτα αποτελείται από αµέτρητες τέτοιες στιγµές: µεταµορφώσεις της καθηµερινότητας, συναντήσεις µεταξύ του γνωστού και του αγνώστου. Η σύγχρονη Αθήνα αµφιταλαντεύεται µπροστά µας, το περίγραµµα ενός σκίτσου σκοτεινιάζει και θολώνει, το πρόσωπο ενός φίλου είναι ταυτόχρονα αγαπηµένο και παράξενο. Το παραµικρό γεγονός, η παραµικρή αλλαγή στην ποιότητα του φωτός, µπορεί να τα αλλάξει όλα.

Δεκαπέντε διηγήµατα µε λάµψεις οµορφιάς, κροτίδες µαύρου χιούµορ και κάτι άλλο, αδύνατο να εντοπιστεί, που τα κάνει αξέχαστα, κάτι σαν το χάδι του ανθρώπου χωρίς χέρια. Οι ιστορίες της Έρσης Σωτηροπούλου επινοούν τελικά έναν νέο τρόπο να βλέπουµε.

10.71

Ελληνική λογοτεχνία

Η ομορφάσχημη

Νίκος Καχτίτσης

Στην Ομορφάσχημη (1960) η ηρωίδα, μια νεαρή Εβραία αυστριακής καταγωγής ονόματι Γερτρούδη Στερν, μοιράζεται ως έναν βαθμό την τύχη των ομοφύλων της στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έχοντας επιβιώσει από μια σειρά γεγονότων φυλετικής δίωξης από τους ναζί, μιλά για το παρελθόν της σε τυχαίους αλλά κάθε φορά νέους ακροατές, με τους οποίους στη συνέχεια συνάπτει ερωτική σχέση λίγων ημερών. Ένας από τους ακροατές της, ο αφηγητής του κειμένου, θα αναπαραγάγει πιστά την πρωτοπρόσωπη εξομολόγησή της επιχειρώντας με τη σειρά του να μοιραστεί με κάποιον φίλο του την ιστορία που άκουσε από την ίδια.

Βυθισμένη σ’ έναν κόσμο καχυποψίας και παραμορφωτικών διαθλάσεων της πραγματικότητας, η Γερτρούδη προσπαθεί να ανακαλέσει το τραυματικό παρελθόν της και να μιλήσει για το βίωμα του διωγμού των Εβραίων. Ωστόσο, η αφήγησή της αποκλίνει εμφανώς από κάθε προσπάθεια ρεαλιστικής αναπαράστασης. Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται τόσο για την αληθοφάνεια των γεγονότων όσο για την τραυματική επίπτωσή τους στη ζωή της ηρωίδας του.

Κινούμενος στο μεταίχμιο μεταξύ πραγματικού και επινοημένου, χρησιμοποιώντας συγχρόνως ένα ολόκληρο σύστημα ρητορικών και λογοτεχνικών τεχνασμάτων, ο Καχτίτσης αναδεικνύει τη μαρτυρία ως κειμενική κατασκευή, ως πρακτική λόγου που ανακινεί μια σειρά από υπαρξιακά και ηθικά ζητήματα που σχετίζονται με το τραύμα, τη γλώσσα, την επιβίωση.

10.50

Ελληνική λογοτεχνία

Λόλα Καραμπόλα

Ερωφίλη Κόκκαλη

Δεν σου κρύβω ότι κατά βάθος όπως κάθε μάνα που μεγαλώνει αγόρι με… με το αυτό του… πώς να το πω… κατάλαβες, χάρηκα, χίλιες φορές να τον μαζεύω από τα γήπεδα παρά από τις μπιμπιμπό και τα πατίνια. Στάξε μου λίγο γάλα, μωρή. Μια σταγόνα. Φτάνω στα γηπεδάκια, ρωτάω, ξαναρωτάω, και εκεί που έχω ξελαρυγγιαστεί κι έχω λαχανιάσει, μπαμπάκι το στόμα μου, και δεν έχω πια ανάσα να φωνάξω κι έχει πιάσει και ψύχρα, σουρούπωνε. Φτάνει, μωρή, το γάλα. Εκεί είναι αλάνα, δεν είναι πλατεία να κόβει λίγο, τον εντοπίζω να βγαίνει σεινάμενος κουνάμενος από ένα περιβολάκι, ο Θεός να το κάνει. Ήθελα να ’ξερα, για ομορφιά το παράτησαν εκεί οι αχαΐρευτοι του δήμου; Κάτι πικροδάφνες σαν ανάποδο γαμώτο. Και τότε, τσουπ, ξοπίσω του βγαίνει και ο γιος της Αλβανίδας με κατεβασμένα παντελόνια, αυτός που δουλεύει στο σουβλατζίδικο του μπαρμπα-Μήτσου του Κρητικού, τον αναγνώρισα με την πρώτη».

Η Λόλα Καραμπόλα στέκεται μπροστά στον θαμπό καθρέφτη του μπάνιου, τυλιγμένη σε μια πετσέτα με τα αρχικά του Ε.Σ. Αρπάζει μια μπλούζα από τα άπλυτα και, καθώς τον καθαρίζει από την υγρασία, μέσα του βλέπει τα χρόνια του δημοτικού να περνάνε σαν σκηνές από ταινία. Πίσω από τις κλειστές πόρτες, στο δυομισάρι της προσφυγικής συνοικίας, αντιλαλούν τραγούδια και κατάρες. Έξω παραμονεύουν κραξίματα, αστυνομουνίες και καραμπόλες. Στον καθαρό καθρέφτη παρατηρεί ξανά το ξένο ρούχο, το σώμα της.

 

11.70

Ελληνική λογοτεχνία

Αταραξία

Δήμητρα Κολλιάκου

Με αφορµή τη Διεθνή Συνάντηση Λογοτεχνών, η Αριάν, Ελληνίδα συγγραφέας που ζει στο Παρίσι, θα ταξιδέψει σε µια απόµακρη επαρχία της Κίνας. Σε µια πόλη που δεν θα µάθει να προφέρει τ’ όνοµά της, ψάχνοντας να αγοράσει τσάι, θα βρεθεί µόνη µε τον ποιητή Γε-Τιαν. Με την επιστροφή της στο Παρίσι, λίγο πριν ξεσπάσει η πανδηµία, θα ξεκινήσουν µια αλληλογραφία που θα διαρκέσει λίγο και θα διακοπεί απότοµα.

Αντιµέτωπη µε τη νέα πραγµατικότητα –έναν σύντροφο που δεν αντέχει να περάσει και δεύτερο λοκντάουν στο Παρίσι, τη δουλειά της σ’ ένα λύκειο που παραµένει ανοιχτό και τις εβδοµαδιαίες συναντήσεις µε τον µόνο γιατρό που δεν φοράει µάσκα–, η Αριάν θα ξανακάνει το ταξίδι της στην Κίνα µε πυξίδα ό,τι διέσωσε η µνήµη κι ό,τι θα βρει ψάχνοντας από µόνη της. Ποια είναι η άλλη Ηµέρα των Νεκρών; Ποια είναι η ιστορία των δυο εραστών που τα ονόµατά τους δεν αναφέρθηκαν στην Κίνα ποτέ; Ο ποιητής της είναι δυνατόν να µην τους ξέρει;

Σε µια αφήγηση που γίνεται κυκλωτική,  Δύση και Κίνα αναδύονται µέσα από το προσηλωµένο βλέµµα ανθρώπων που αγωνίζονται να γεφυρώσουν το χάσµα ανάµεσα στον φόβο και στην αταραξία.

11.61

Ελληνική λογοτεχνία

Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο

Άλκη Ζέη

Μνήμη και πολλή αγάπη χρειάστηκε για να γράψω την ιστορία της ζωής μου. Στο μυθιστόρημα μπορείς να λες ό,τι φαντάζεσαι, να κινείς τους ήρωές σου όπως θέλεις, να τους βάζεις να λένε ό,τι σκέφτεσαι εσύ. Όταν όμως τα πρόσωπα είναι αληθινά, δεν γίνεται ούτε τοσοδά να λαθέψεις, μια και κανείς τους δεν μπορεί πια να σε επιβεβαιώσει ή να σε διαψεύσει. Ευτυχώς που υπάρχει η αδελφή μου και η μνήμη της είναι αλάνθαστη και η ζωή της μπλέκεται με τη δική μου. Μόλις διάβασε αυτά που έγραψα μου είπε: «Έτσι ζήσαμε, έτσι ήταν αυτοί που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε». «Τώρα» της λέω, «που ξαναθυμήθηκες την ιστορία μας θα ‘θελες να είχαμε ζήσει μια άλλη ζωή;» «Με τίποτα» μου αποκρίθηκε αυθόρμητα. «Με τίποτα» συμπλήρωσα κι εγώ.

15.93

Ελληνική λογοτεχνία

Εικασία 3ν+1

Τεύκρος Μιχαηλίδης

Τον φώναζαν Κριστιάνο. Πίστευαν ότι μια μέρα θα γινόταν μεγάλος ποδοσφαιριστής. Προπονητές, παράγοντες, αθλητικογράφοι ήταν όλοι σύμφωνοι. Τους διέψευσε. Αντί για το Μπερναμπέου και το Μαρακανά έμπλεξε στα κυκλώματα της νύχτας. Κι ένα βράδυ, έξω από ένα φτωχικό διαμέρισμα της Κυψέλης, βρέθηκε να κολυμπά μέσα στο ίδιο του το αίμα. Η υπόθεση έδειχνε απλή, σχεδόν προφανής. Όμως η Όλγα Πετροπούλου, του τμήματος εγκλημάτων κατά ζωής, δεν εμπιστευόταν τα προφανή. Στα μάτια της οι εμπλεκόμενοι, μια στρίπερ-μαθηματικός, ένας ναρκομανής, πρώην Γκόλντεν Μπόι, κι ένας γραφικός άστεγος με πλατιά μόρφωση, συνέθεταν έναν γρίφο πολύ πιο περίπλοκο απ’ όσο φαίνονταν να πιστεύουν όλοι οι άλλοι· έναν γρίφο που από την πρώτη στιγμή φάνταζε να διαπερνά τα ευάλωτα, διαβρωμένα στεγανά της λαμπερής καθωσπρέπει κοινωνίας και του σκοτεινού υποκόσμου· έναν γρίφο που άκουγε στο κωδικό όνομα «εικασία 3ν+1». Ή μήπως σήμαινε απλώς τρεις νεκροί κι ύστερα άλλος ένας…

14.94

Ελληνική λογοτεχνία

Ο βραχόκηπος

Νίκος Καζαντζάκης

«Κάποιος μέσα μου υποφέρει και μάχεται για λευτεριά».

Το 1935 ο Νίκος Καζαντζάκης ταξίδεψε στην Ιαπωνία. Καρπός του ταξιδιού του αυτού ήταν Ο Βραχόκηπος, που δεν αποτελεί απλώς μια παράξενη απόπειρα επεξήγησης της Ασκητικής ή άλλο ένα Ταξιδεύοντας, αλλά «το περίπαθο μυθιστόρημα μιας ευρωπαϊκής ψυχής που γυρεύει ν’ ανανεωθεί από την επαφή με τη γοητευτική, επικίντυνη κι ηρωική ψυχή της Άπω Ανατολής», όπως αναφέρει ο ίδιος.

Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο μυθιστόρημα με φιλοσοφικό χαρακτήρα, όπου ο συγγραφέας αναστοχάζεται τη ζωή σε μια προσπάθεια να σώσει την ύπαρξή του, ενώ γύρω του όλοι μάχονται για την επιβίωσή τους, αποτυπώνοντας για άλλη μια φορά το πνεύμα του ανθρώπου.
Πάνω από όλα όμως Ο Βραχόκηπος είναι το μοναδικό πραγματικό ταξίδι που κάνει ο άνθρωπος στη ζωή του: Γύρω από την ψυχή του και μέσα στον εαυτό του.
Η Ιαπωνία με τα τρομερά πάθη, τα υποταγμένα σε μια πειθαρχημένη και πρόσχαρη μορφή, θα είναι ο οδηγός μου.
Άγνωστη χώρα, όλα θα μου φανούν παρθενικά, και το τράνταγμα θα είναι δυνατό.
Δεν ήξερα παρά δυο γιαπωνέζικες λέξεις, όταν ξεκινούσα γι’ αυτό το μεγάλο χρυσάνθεμο: σακουρά, άνθος κερασιάς, και κοκορό, καρδιά.
Αυτές οι δυο λέξεις, έλεγα με το νου μου, θα γίνουν τα δυο κλειδιά που θα μου ανοίξουν όλες τις πόρτες.

Οι νέες εκδόσεις, με νέα εξώφυλλα και ειδικά σχεδιασμένη γραμματοσειρά, συνοδεύονται από εισαγωγικά κείμενα και επίμετρο, που προσφέρουν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το ίδιο το έργο και την εποχή στην οποία γράφτηκε.

15.93

Ελληνική λογοτεχνία

Οι Αδερφοφάδες

Νίκος Καζαντζάκης

Τίποτα, λοιπόν, δεν πεθαίνει μέσα μας;
Τίποτα δεν μπορεί να πεθάνει όσο ζούμε;

Το συγκλονιστικό και συνάμα πικρό μυθιστόρημα του Νίκου Κα­ζα­­­ντζά­κη Οι Αδερφοφάδες εκτυλίσσεται στο φανταστικό χωριό Κάστελος, στα χρόνια του Εμφυλίου.
Το χωριό βρίσκεται υπό τον έλεγχο του στρατού και πολιορκείται από τους αντάρτες.
Ο ιερέας του, ο παπα-Γιάνναρος, δεν δέχεται τον θάνατο ως τετελεσμένο αποτέλεσμα του διχασμού και συνεχώς αναρωτιέται πού πραγματικά βρίσκεται η έννοια του δικαίου.

Παρόλο που το κοινωνικό και επαναστατικό όραμα των ανταρτών τού φαίνεται κάποιες φορές σωστό, τον προβληματίζει η βία που θεωρούν αναγκαία για την επίτευξη των στόχων τους.
Η κατάσταση στον Κάστελο συνεχίζει να παραμένει τραγική και η διχόνοια, που απλώνεται βίαια και σαρωτικά, ωθεί τον ήρωα να δράσει, παίρνοντας μια μεγάλη απόφαση, με απώτερο σκοπό τη συμφιλίωση, την αδελφοσύνη, την ειρήνη.
Η ειρήνη όμως θα έρθει με το μεγαλύτερο αντίτιμο: Τη θυσία της ανθρώπινης ζωής.

Οι Αδερφοφάδες είναι ένα βιβλίο-ύμνος στην υπαρξιακή ελευθερία του ανθρώπου, στην υπέρτατη αξία της ζωής πάνω από κάθε ιδεολογία.
Στάθηκε μια στιγμή πάνω από τον τάφο του ο παπα-Γιάνναρος χαρούμενος. «Θάνατε, δε σε φοβούμαι!» μουρμούρισε, κι ένιωσε απότομα μέσα στο νου του πως είναι λεύτερος.
Τι θα πει λεύτερος; Αυτός που δε φοβάται το θάνατο.
Χάδεψε ο παπα-Γιάνναρος τα γένια του ευχαριστημένος. «Θεέ μου», συλλογίστηκε, «υπάρχει μεγαλύτερη χαρά στον κόσμο, να μη φοβάσαι το θάνατο; Όχι, δεν υπάρχει».

Οι νέες εκδόσεις, με νέα εξώφυλλα και ειδικά σχεδιασμένη γραμματοσειρά, συνοδεύονται από εισαγωγικά κείμενα και επίμετρο, που προσφέρουν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το ίδιο το έργο και την εποχή στην οποία γράφτηκε»

15.93

Ελληνική λογοτεχνία

Ο φτωχούλης του Θεού

Νίκος Καζαντζάκης

Αγάπη! Αγάπη! Αγάπη!

Ο Φτωχούλης του Θεού είναι η μυθιστορηματική βιογραφία του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης.
Αφηγητής είναι ο φράτε Λεόνε, ένας ταπεινός ζητιάνος που περιπλανιέται στον κόσμο ζητώντας τον Θεό.
Όταν φτάνει στην Ασίζη, συναντά τον Φραγκίσκο, ένα πλούσιο αρχοντόπουλο που βασανίζεται από παρόμοιες αναζητήσεις.

Ο Φραγκίσκος πιστεύει ότι μέσα από τον Λεόνε του μιλά ο Θεός.
Εγκαταλείπει, λοιπόν, την πλούσια ζωή του, συγκρούεται με τον πατέρα του και, ακολουθώντας τις θεϊκές επιταγές, βγαίνει στον κόσμο για να κηρύξει την αγάπη, το ιδανικό της πενίας και την απάρνηση των υλικών αγαθών.
Ο Λεόνε τον ακολουθεί και του συμπαραστέκεται μέχρι το θάνατό του.

Στον Φτωχούλη του Θεού, ο Καζαντζάκης φέρνει τον Θεό στα μέτρα του ανθρώπου και ιχνηλατεί τον δρόμο του ανήφορου, από τον ουρανό προς τη γη, που εντέλει οδηγεί στην ελευθερία, επιτελώντας έτσι το ανώτατο χρέος του ανθρώπου, ανώτερο κι από την ηθική κι από την αλήθεια κι από την ωραιότητα: να μετουσιώνει την ύλη που του εμπιστεύτηκε ο Θεός και να την κάνει πνεύμα.

«Μη ζητάς το Θεό, αν θες να Τον βρεις,κλείσε τα μάτια σου, αν θες να Τον δεις, φράξε τ’ αυτιά σου, να Τον ακούσεις. Αυτό κάνω κι εγώ», είπε, κι έκλεισε τα μάτια του, έφραξε τ’ αυτιά του, σταύρωσε τα χέρια κι άρχισε να κλαίει.
Και μια γυναίκα, που ασκήτευε στο δάσο, έτρεχε κάτω από τα πεύκα ολόγυμνη και φώναζε: «Αγάπη! Αγάπη! Αγάπη!» και χτυπούσε τα στήθια της κι άλλη απόκριση δεν μπορούσε να μου δώσει.

Οι νέες εκδόσεις, με νέα εξώφυλλα και ειδικά σχεδιασμένη γραμματοσειρά, συνοδεύονται από εισαγωγικά κείμενα και επίμετρο, που προσφέρουν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το ίδιο το έργο και την εποχή στην οποία γράφτηκε

16.92

Ελληνική λογοτεχνία

Ο Καπετάν Μιχάλης

Νίκος Καζαντζάκης

«Πολεμώντας να σώσουμε την Κρήτη, τι κάνουμε θαρρείς; Πολεμούμε να σώσουμε την ψυχή μας».

Ο Νίκος Καζαντζάκης αναμετριέται με τον Καπετάν Μιχάλη για πολλά χρόνια.
Πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα, που επικεντρώνεται περισσότερο στους ανθρώπους παρά στην ιστορία.
Η Κρήτη είναι ένα νησί στο οποίο καίει μια ασίγαστη φλόγα και οι άνθρωποι εκεί κινούνται από μια δαιμονική φωτιά. Δεν φοβούνται τον θάνατο κι αγαπούν τη ζωή με έναν τρόπο μαυλιστικό.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται στα 1889, όταν οι υπόδουλοι Έλληνες επιχειρούν με έναν νέο ξεσηκωμό να ελευθερωθούν από τον τουρκικό ζυγό.
Αυτός ο ξεσηκωμός, αυτή η φλογερή εξέγερση είναι μέρος της ατέρμονης αναζήτησης της ελευθερίας, ακόμα κι αν τελικά το τίμημα είναι ο θάνατος.
Στον Καπετάν Μιχάλη απεικονίζεται καθαρά η ορμή του ανθρώπου προς τη δικαιοσύνη ενάντια στην τυραννία, συνθέτοντας ένα ψηφιδωτό από πρόσωπα και κουλτούρες που συγκρούονται και ταυτόχρονα προσπαθούν να βρουν κοινό έδαφος.

Μια στιγμή τα χείλια του, τα φρύδια του, τα μάτια του έπαιξαν, κοίταξε γύρα τους συντρόφους, κάτω την Τουρκιά, απάνω τον ακατοίκητο ουρανό… «Ελευτερία ή θάνατος!» μουρμούρισε κουνώντας άγρια την κεφάλα του.
«Ελευτερία ή θάνατος, ε κακομοίρηδες Κρητικοί! Ελευτερία και θάνατος! Αυτό πρέπει να γράψω εγώ στο μπαϊράκι μου· αυτό ’ναι το αληθινό μπαϊράκι του κάθε αγωνιστή! Ελευτερία και θάνατος!»

Οι νέες εκδόσεις των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη, με νέα εξώφυλλα και ειδικά σχεδιασμένη γραμματοσειρά, συνοδεύονται από εισαγωγικά κείμενα και επίμετρο, που προσφέρουν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το ίδιο το έργο και την εποχή στην οποία γράφτηκε

19.80

Νίκος Βατόπουλος

Με αφετηρία το ημερολόγιο που κρατούσε ο πατέρας του στα χρόνια του ’30 και ως το 1944, ο Νίκος Βατόπουλος ξετυλίγει μια διπλή αφήγηση μέσα στον χρόνο και με φόντο την Αθήνα της Κατοχής αλλά και το τοπίο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας εκείνα τα χρόνια. Μαζί με την καθημερινότητα, έρχονται στο φως διαδρομές μέσα στην Αθήνα, τα σχολικά χρόνια στη Λεόντειο Πατησίων, ο συνοικιακός αθλητισμός γύρω από το «Σπόρτιγκ», τα μπάνια στο Φάληρο, τα ταξίδια με καΐκι ως το Άστρος, η εξερεύνηση του παραμυθένιου τοπίου στις όχθες του Κηφισού. Όλα αυτά συνθέτουν μια διαφορετική εμπειρία της αστικής διαβίωσης και δίνουν τροφή για σκέψη για τις ανάγκες της απλής ζωής, για το δικαίωμα στην ευτυχία, για τη σταδιακή ενηλικίωση μέσα από τα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής. Με την Αθήνα πρωταγωνίστρια, το ημερολόγιο αυτό είναι ένα από τα σπάνια γραπτά τεκμήρια γραμμένα από παιδί ή έφηβο στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’40. Δίνει το έναυσμα για σύγκριση, μελέτη, αναστοχασμό.

Οι μεγάλες αφηγήσεις είναι υποκειμενικές. Αλλά και οι ελάσσονες, οι μικρές, αυτές που ξεχάστηκαν σε τετράδια, τεφτέρια, κατάστιχα, κόλες διαγωνίσματος, φύλλα αλληλογραφίας. Όπως όσα άφησε ο πατέρας μου με το μολύβι του και τα ανορθόγραφα γράμματά του και αργότερα με το καφετί μελάνι και την καλλιγραφία του γυμνασιόπαιδα. Όλες οι αφηγήσεις όμως, είτε είναι αυθόρμητες και αβίαστες είτε προσεκτικά σχεδιασμένες, βάφονται με το χρώμα του συναισθήματος, ακόμα και όταν τεκμηριώνονται ως αντικειμενικές.

11.97

Ελληνική λογοτεχνία

Κιθαιρώνας

Νίκος Α.Μάντης

Οι γυναίκες των Θηβών εξαφανίζονται η μία μετά την άλλη, χτυπημένες από μια καινούργια ασθένεια που ονομάζεται «μαιναδισμός». Η φήμη θέλει έναν νέο θεό, το Διόνυσο, να βρίσκεται στη Θήβα, και κανείς δεν είναι ασφαλής. Πάνω απ’ όλους ανησυχεί ο βασιλιάς Πενθέας, ξάδελφος του Διόνυσου και υπέρμαχος του νόμου και της τάξης.

Όταν η Ιόλη, μια νεαρή πρώην δούλη παντρεμένη με το στρατιώτη Μένιππο, αισθάνεται τα πρώτα συμπτώματα της ασθένειας, αρχίζει να φοβάται το θηρίο που ελλοχεύει μέσα της. Αργά ή γρήγορα θα κληθεί να αφήσει πίσω το σπίτι και την πόλη της, για χάρη μιας ξέφρενης πορείας στα δάση του Κιθαιρώνα. Η επιλογή της θα αλλάξει για πάντα τη ζωή της, μαζί με όλο τον κόσμο που την περιβάλλει.

Μια επαναπροσέγγιση του μύθου των Βακχών, όπου η μυθολογία, ο θρύλος και η Ιστορία συναντούν τη λογοτεχνία του φανταστικού, τον ακραίο ερωτισμό και τον σωματικό τρόμο. Ένα ψυχαναλυτικό παραμύθι, όπου ο φεμινισμός μπερδεύεται με τις αρχέγονες λατρείες, μέσα απ’ τα μάτια γυναικών που γίνονται ταυτόχρονα ηρωίδες, θεές και τέρατα. Ένα ταξίδι στα βάθη του παρελθόντος και του εαυτού μας.

20.00

Ελληνική λογοτεχνία

Το χάδι

Αλέξανδρος Στεφανίδης

“Θυμήθηκε την τελευταία φορά που ένιωσε τη ζεστασιά της στο σώμα του. Ήταν έξι χρονών και βρίσκονταν σε μια συγγενική επίσκεψη. Τον είχε όρθιο στην αγκαλιά της, ανάμεσα στα πόδια της, με την πλάτη γυρισμένη, και του δάγκωσε χαδιάρικα το αυτί. Ένιωσε την υγρασία των χειλιών της να τον πλημμυρίζει. Χρόνια κρατούσε ζωντανή τη μνήμη από το υγρό χάδι της.”

Το χάδι, ως διαρκής έλλειψη και αναζήτηση, διατρέχει το βιβλίο, το οποίο συντίθεται από δώδεκα διηγήματα, σπαράγματα ζωής της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του αφηγητή, σε κάποιο ορφανοτροφείο της Αθήνας.
Ο αφηγητής, ώριμος και νηφάλιος πια, αποτολμά το συγκερασμό του παρόντος και του παρελθόντος χρόνου, αναπτύσσοντας μια ιδιότυπη αποστασιοποιημένη μνημοτεχνική, που του επιτρέπει, μέσω της κινηματογραφικής εικονοποιίας και της ελλειπτικής καταγραφής, να ψαύσει -ως παιδί και ως ενήλικος- το αληθινό πρόσωπό του.

8.50

Ελληνική λογοτεχνία

Άπαντα

Πάνος Κουτρουμπούσης

Παναγιώτης Κουτρουμπούσης, έλκων την καταγωγήν από Άνω Μουσουνίτσα Παρνασσίδος (τώρα, χωρίον Αθανάσιος Διάκος)… κι απέ: Σουρρρεαλισμός εν τω γίγνεσθαι!!!…

Κάποτε, λοιπόν, γύρω στα μέσα των ’60s -αν δεν απατώμαι!- ταξιδεύαμε με τον Παναγιώτη, με αυτοκίνητο, κι είχαμε μόλις περάσει τα Ιταλο-Γαλλικά σύνορα, παραλιακά, προς Κυανή Ακτή… Μπαίνοντας στη Γαλία, μου λέει: “Μόλις βρούμε μια τράπεζα, να σταματήσουμε περικαλώ, ν’ αλλάξω κάτι λιρέττες που μου ‘χουνε μείνει, σε Γαλλικά φράγκα” (Τότε ακόμα, στην Ευρώπη, η κάθε χώρα είχε το δικό της νόμισμα!)… Ο.Κ., πράγματι, βρίσκουμε σε λίγο μια τράπεζα, σταματάω, βγαίνει ο Παναγιώτης, μπαίνει στην τράπεζα, και γυρίζει μετά από λίγο, τρεχάτος και χεσμένος στα γέλια!!!… “Τι έγινε ρε συ;” τον ρωτάω, και εξακολουθώντας να γελάει μου δείχνει το διαβατήριό του, και την απόδειξη της συναλλαγής… Στο διαβατήριο, βέβαια, έγραφε το όνομά του με λατινικά, “Panayote Koutrouboussis”, το οποίον η ταμίας, στην τράπεζα, είχε αντιγράψει στην απόδειξη ως “Pavejnolus Clardeluna”!!!…

Έκτοτε, πάντα έτσι υπέγραφε στην σποραδική αλληλογραφία μας!

39.00

Ελληνική λογοτεχνία

Μπρούτζινος

Δημήτρης Μανιάτης

Ο Μπρους Λι. Η οδός Φυλής. Ένας νάνος που λέει τα κάλαντα. Ένας γυμνιστής που μένει έξω απ’ το σπίτι του. Ένας ακέφαλος περαστικός. Τενίστες που γλυτώνουν το λιντσάρισμα σε μια συναυλία. Μια στρίπερ. Ο νεκρός με τις μπότες. Μια άχρηστη εφημερίδα που τυλίγει ψάρια. Το Τροπάριο της Κασσιανής. Ένα μπαλκόνι για οφθαλμόλουτρο. Ένας μπρούντζινος νάρκισσος στην Πανεπιστημίου. Η αυξητική γλουτών. Ένα παλιό σινεμά. Ο Λυκαβηττός. Δεκάξι διηγήματα μικρής φόρμας. Μικρές ιστορίες, σαν φέτες ζωής ή σαν μικρά όνειρα που καταγράφηκαν πυρετικά λίγο πριν τελειώσουν. Πικρά, αστεία, γλυκόπικρα, αδιάφορα, στιγμιότυπα μιας ζωής που χάνεται, μιας ζωής που ανατέλλει, μιας ζωής που δεν υπήρξε ποτέ ή απειλητική εδώ γύρω μας κυκλώνει.

10.60