Νέες Εκδόσεις

Επιλογές από τις πρόσφατες κυκλοφορίες

Ελληνική λογοτεχνία

Φάλτσα κεφαλής

Γιώργος Σκαμπαρδώνης

Μήνες έψαχνα τίτλο γι’ αυτά τα διηγήματα. Είχα βρει καμιά δεκαριά, όμως κανένας δεν μου άρεσε ιδιαίτερα. Μια μέρα πήγα να βάψω το αυτοκίνητο – ο βαφέας ήταν ένας Ρωσοπόντιος που μιλούσε σπαστά ελληνικά. Μου είπε πως θα χρειαστεί μια βδομάδα να κρατήσει το όχημα για να κάνει τη βαφή. Και συμπλήρωσε γενναιόδωρα: «Θα σου δώσω αυτό το “Seicento” [ένα «FIAT» παλιατζούρα τριακονταετίας] να κυκλοφορείς, να κάνεις τη δουλειά σου μέχρι να τελειώσω».

«Και πόσο το πήρες αυτό το “Seicento”;» τον ρωτώ. «Πεντακόσια ευρώ μεταχειρισμένο», μου απαντάει, «αλλά έριξα άλλο ένα χιλιάρικο και του άλλαξα μπουζί, σασμάν, τα πάντα, μέχρι και φάλτσα κεφαλής». Μόλις άκουσα τι είπε, σκέφτομαι: «Αμάν, βρήκα τίτλο». Ο άνθρωπος ήθελε να πει «φλάντζα κεφαλής», όμως λόγω του ότι δεν ήξερε καλά ελληνικά, έκανε το λάθος (που είναι και το σωστό) λέγοντας: «Φάλτσα κεφαλής».

 

11.70

Ελληνική λογοτεχνία

Αδύνατες πόλεις

Νίκος Α.Μάντης

Εϊντζελτάουν, Νερόπολη, Βυζανμπούλ, Ιστάντιουμ, Γκενιάλ, Μόσχα – πόλεις του μυαλού και της φαντασίας, πόλεις με υλική υπόσταση και πρωτεύουσες στα φασματικά βασίλεια της προσομοίωσης. Στον κόσμο του όψιμου εικοστού πρώτου αιώνα, η Ευρώπη, αδύναμη πλέον, περιορίζεται στον ρόλο ενός αχανούς θεματικού πάρκου. Εκεί, οι άνθρωποι, με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, ζουν ως υπήκοοι-εκθέματα μέσα σε πιστές αναβιώσεις ιστορικών περιόδων, αρνούμενοι τη σύγχρονή τους πραγματικότητα.

Παράλληλα, οι εξελίξεις της τεχνολογίας, πίσω από τις οποίες βρίσκεται ο μεγιστάνας Ντεβέντρα Πούρι, έχουν επιτρέψει τη μετατροπή ακόμα και του τελευταίου ατομικού οχυρού, της συνείδησης, σε ανταλλάξιμο είδος, σε ένα σύνολο δεδομένων που μπορεί να φορτωθεί από σώμα σε σώμα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το διοικητικό στέλεχος Νίκο Μαυρίδης, η υπεύθυνη ασφαλείας Βίκα Κορτέζ και ο πνευματιστής-γκουρού Ιγκνάτι Βασίλιεβιτς Ροστόφ παλεύουν για να επιβιώσουν και να διατηρήσουν την ανθρώπινη φύση τους, αλλάζοντας ασταμάτητα πόλεις, εποχές, σαρκία και ταυτότητες.

Είναι οι Αδύνατες Πόλεις μιας έσχατης μορφής ύπαρξης, όπου όλα μπορούν να συμβούν και όπου τίποτα δεν αποκλείεται. Μια κόλαση που μοιάζει με ανεστραμμένο παράδεισο, στο βάθος ενός θρυμματισμένου καθρέφτη.

25.00

Αταλάντη Ευρυπίδου

– Ένας δήμιος αναζητά τη δράκαινα πέρα απ’ τα γυάλινα βουνά, προσπαθώντας να λύσει την κατάρα που κουβαλάει.
– Μια χήρα προσπαθεί να αναπαύσει τον άντρα της που βρικολάκιασε, ψάχνοντας απαντήσεις στα παλιά του λημέρια.
– Ένας νεαρός Κλέφτης κινεί γη και ουρανό για να γλιτώσει τον Καπετάνιο του από τη μυστηριώδη αρρώστια που τον ταλαιπωρεί, μέχρι τη στιγμή που θα πέσει στην ανάγκη μιας νεράιδας.
– Μια ανύπαντρη μητέρα ιστορεί έναν ψεύτικο σύζυγο τόσες φορές, που καταλήγει να τον φέρει στη ζωή.
– Μια τραγουδίστρια καμπαρέ μαθαίνει ένα πολύτιμο μυστικό, ικανό να ανατρέψει τα πάντα στον αγώνα εναντίον των Γερμανών, αλλά με τρομερό κόστος.
– Δυο αποξενωμένα αδέλφια συναντιούνται ξανά στο πατρικό τους σπίτι κι εξετάζουν τα αίτια της απομάκρυνσής τους και τον μύθο της οικογένειάς τους.
– Έντεκα φοιτητές εξαφανίζονται στην Αθήνα κι εμφανίζονται μερικούς μήνες αργότερα, αλλαγμένοι για πάντα.

Καλύπτοντας το διάστημα από την oθωμανική κατοχή μέχρι και σήμερα, τα διηγήματα της συλλογής εξιστορούν το χρονικό ανθρώπων στο περιθώριο της Ιστορίας: γυναίκες, κουήρ άτομα, εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, μπάσταρδα, σεξεργάτριες – ήταν ανέκαθεν παρόντες, παρότι σπάνια ορατοί, και ποτέ δεν έφυγαν. Επτά ιστορίες με φόντο μια ολοένα και λιγότερο μυθική Ελλάδα, όπου οι θρύλοι χάνονται, η ελευθερία στηλιτεύεται και η αλληλεγγύη είναι το μόνο που απομένει.

 

14.00

Πίτερ Φράνκοπαν

«ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ» ΓΙΑ ΤΟ NEW YORKER

Μια επαναστατική νέα ιστορία: πώς η κλιματική αλλαγή συνέτεινε δραματικά στην ανάπτυξη –και την καταστροφή– των πολιτισμών στο πέρασμα του χρόνου

Η υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί να είναι ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα, αλλά η κλιματική αλλαγή δεν είναι κάτι καινούριο. Από το Μπιγκ Μπανγκ μέχρι σήμερα, από την πτώση του πολιτισμού της κοιλάδας του Μότσε στη Νότια Αμερική ως αποτέλεσμα του Ελ Νίνιο μέχρι τις ηφαιστειακές εκρήξεις στην Ισλανδία που είχαν αντίκτυπο στην Αίγυπτο και συνέβαλαν στην κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το κλίμα και το περιβάλλον έχουν διαμορφώσει τη φυσική ιστορία και την ιστορία της ανθρωπότητας. Σε μια συγκλονιστική αφήγηση που διατρέχει τους αιώνες και τις ηπείρους, ο πρωτοποριακός συγγραφέας των Δρόμων του μεταξιού δείχνει ότι η ανθρώπινη χρησιμοποίηση και εκμετάλλευση τη Γης απέφερε τεράστια οφέλη, συχνά όμως με ανυπολόγιστο τίμημα.

44.41

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Διονύσης Σαββόπουλος

Δημήτρης Καράμπελας

Δύο δεκαετίες μετά την πρώτη του έκδοση (2003), το δοκίμιο του Δημήτρη Καράμπελα για το έργο του Διονύση Σαββόπουλου κυκλοφορεί σε αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη μορφή (2024), εξετάζοντας εκ νέου τα μορφικά και πνευματικά διλήμματα που έθεσε ο θεσσαλονικιός τραγουδοποιός παράλληλα με τη λειτουργία της ποίησης και του τραγουδιού στην ύστερη νεωτερικότητα.

Διατρέχοντας, χρονικά και θεματικά, όλες τις δημιουργικές περιόδους του Σαββόπουλου, απ’ το Φορτηγό ως τον Χρονοποιό, ο συγγραφέας διερευνά τη σχέση του με τη δυτική τραγουδοποιία (Ντύλαν, Μπρασένς) και την εγχώρια μουσική παράδοση, την καταγωγή της ρηξικέλευθης ποιητικής γλώσσας του, τις συγκλίσεις και τις ρήξεις με την Αριστερά, αλλά και την ανθρωπολογία του και τη διαφοροποίησή του με τις πνευματικές προϋποθέσεις των τραγουδιών του Χατζιδάκι και του Γκάτσου. Συγχρόνως, απομονώνει και αναπτύσσει διεξοδικά τα κεντρικά μοτίβα των σαββοπουλικών τραγουδιών: τον αμφίθυμο διάλογο με τη μητέρα-παράδοση, το πένθος, την ποιητική του κενού, την επίκληση ενός απρόσιτου Πνεύματος που θα ενοποιούσε τις κατακερματισμένες ανθρώπινες εμπειρίες σε γιορτή.

18.80

Λίλη Τσίγκου

Στο νέο της φωτογραφικό λεύκωμα, Ατελιέ καλλιτεχνών, χάος και έμπνευση (Artist Studios, Chaos and Inspiration), η Λίλη Τσίγκου μάς προσκαλεί σε μια μοναδική οπτική ξενάγηση στα εργαστήρια έντεκα καταξιωμένων Ελλήνων καλλιτεχνών. Μέσα από τον φακό της, αποτυπώνεται η ακατέργαστη, συχνά χαοτική ομορφιά αυτών των δημιουργικών χώρων, αναδεικνύοντας τη βαθιά σχέση του κάθε καλλιτέχνη με το περιβάλλον του και το μαγικό μονοπάτι της δημιουργίας. Η επιλογή των καλλιτεχνών βασίστηκε στις μακροχρόνιες προσωπικές σχέσεις της Τσίγκου με τους ίδιους, κάτι που της επέτρεψε την είσοδο σε χώρους συνήθως απροσπέλαστους στο ευρύ κοινό. Κάθε εργαστήριο αποτελεί έναν ξεχωριστό μικρόκοσμο, γεμάτο με τυχαίες λεπτομέρειες και ίχνη έμπνευσης, τα οποία περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να αποτυπωθούν. Οι φωτογραφίες της Τσίγκου εστιάζουν σε αυτά τα στοιχεία, αναδεικνύοντας την απρόβλεπτη γοητεία και την αθέατη δημιουργική διαδικασία του κάθε καλλιτέχνη. Το βιβλίο περιλαμβάνει επίσης εισαγωγή από τον καθηγητή James Hall, διακεκριμένο ερευνητή της ιστορίας των καλλιτεχνικών ατελιέ από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, καθώς και ένα testimonial του φωτογράφου Τάσου Βρεττού προς τη Λίλη Τσίγκου. Η ιστορικός τέχνης Λουίζα Καραπιδάκη και ο ζωγράφος Στέφανος Δασκαλάκης προσφέρουν μοναδικές προσεγγίσεις για τη σχέση φωτογραφίας και ζωγραφικής, ενώ ο καλλιτέχνης Γιώργος Ρόρρης παραχωρεί μια ιδιαίτερη συνέντευξη για την καλλιτεχνική του πορεία. Ο γιατρός και γνώστης θεμάτων τέχνης σπάνιας εμβέλειας Νίκος Παΐσιος περιγράφει κάθε ατελιέ, προσθέτοντας βάθος στην οπτική αυτή περιήγηση, ενώ το λεύκωμα περιέχει και κείμενα της ίδιας της Τσίγκου, συνοδευτικά στις εικόνες. Οι καλλιτέχνες που παρουσιάζονται στο λεύκωμα είναι οι: Μιχάλης Μαδένης, Κυριάκος Ρόκος, Στέφανος Δασκαλάκης, Ειρήνη Ηλιοπούλου, Βασίλης Παπανικολάου, Γιώργος Ρόρρης, Βάσος Καπάνταης, Τίμος Μπατινάκης, Δημήτρης Νικολαΐδης, Πέτρος Καραβέβας και Ρουμπίνα Σαρελάκου.
Www.lilytsingos.com @ArtistStudio.Photobook

37.00

Ξένη λογοτεχνία

Ο Μαξ και οι γάτες

Σκλιαρ Μοασίρ

Ο Μαξ είναι ένα αγόρι που γεννήθηκε στο Βερολίνο στις αρχές του εικοστού αιώνα, γιος ενός κακότροπου και βίαιου γουναρά. Ο ίδιος είναι ντροπαλός, εσωστρεφής και ονειροπόλος. Βιώνει έναν χρόνιο φόβο για τα αιλουροειδή και πρώτα απ’ όλα για την ταριχευμένη τίγρη που ο πατέρας του διατηρεί στην αποθήκη του, τρόπαιο ενός κυνηγιού στην Ινδία. Εκεί, περνάει τον περισσότερο χρόνο του, κάνοντας όνειρα να ταξιδέψει σε μακρινές χώρες – και εκεί αρχίζει μια σχέση με την παντρεμένη υπάλληλο του καταστήματος, τη Φρίντα.

Όταν ο σύζυγος της ερωμένης του, μέλος των Ναζί, ανακαλύπτει τη σχέση και καταγγέλλει τον Μαξ στην Γκεστάπο, ο Μαξ αναγκάζεται να φύγει κρυφά για το Αμβούργο, όπου επιβιβάζεται σε ένα φορτηγό πλοίο με προορισμό τη Βραζιλία. Το ταξίδι του θα πάρει αναπάντεχη τροπή και ο ίδιος θα βρεθεί αντιμέτωπος με τους χειρότερους εφιάλτες του.

13.14

Ξένη λογοτεχνία

Η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα

Ελίζαμπεθ Στρουτ

“Σ’ αυτή τη ζωή είναι δώρο το ότι δεν ξέρουμε τι μας περιμένει”.

Τον Μάρτιο του 2020, ο πρώην σύζυγος της Λούσυ Μπάρτον, ο Ουίλλιαμ, την παρακαλεί να αφήσει τη Νέα Υόρκη και να δραπετεύσει μαζί του σε ένα παραθαλάσσιο σπίτι που έχει νοικιάσει στο Μέην. Η Λούσυ συμφωνεί απρόθυμα, αφήνοντας στη μέση τα πιάτα στο νεροχύτη, πιστεύοντας ότι σε μία ή δύο εβδομάδες θα επιστρέψει. Οι εβδομάδες όμως γίνονται μήνες, και η Λούσυ, ο Ουίλλιαμ και το περίπλοκο παρελθόν τους είναι εκεί μαζί, σε ένα μικρό σπίτι κουρνιασμένο πάνω σ’ έναν βράχο δίπλα στη θάλασσα.

Γεμάτο ευαισθησία και αποκαλυπτική διαύγεια, το Η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα ανακαλεί το εύθραυστο και αβέβαιο πρόσφατο παρελθόν, καθώς και τα πιθανά ενδεχόμενα που μπορούν να φέρουν ως έμπνευση οι μεγάλες, ήσυχες μέρες. Στο επίκεντρο αυτού του θαυματουργού μυθιστορήματος βρίσκονται οι βαθιές ανθρώπινες συνδέσεις που μας κρατούν στη ζωή, ακόμη κι όταν ο κόσμος φαίνεται να καταρρέει.

18.00

Μάρτιν Γουλφ

Ο γάμος καπιταλισμού και δημοκρατίας – μπροστά σ’ ένα επικίνδυνο διαζύγιο.

Καιρό τώρα, ο Μάρτιν Γουλφ είναι μια από τις σοφότερες φωνές σε παγκόσμια οικονομικά ζητήματα. Λίγοι τον έχουν πει αισιόδοξο, ωστόσο ποτέ δεν ήταν τόσο ανήσυχος όσο σήμερα, που η φιλελεύθερη δημοκρατία βρίσκεται σε ύφεση και ο αυταρχισμός σε άνοδο. Οι δεσμοί που θα έπρεπε να συνδέουν τις ανοιχτές αγορές με τις ελεύθερες και δίκαιες εκλογές απειλούνται, ακόμη και στα επίκεντρα της δημοκρατίας, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αγγλία.

Σ’ όλο τον κόσμο, ισχυρές φωνές υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισμός είναι καλύτερος χωρίς τη δημοκρατία· κι άλλες ότι η δημοκρατία είναι καλύτερη χωρίς τον καπιταλισμό. Το βιβλίο αυτό είναι μια δυναμική απάντηση και στις δύο απόψεις. Την ίδια στιγμή που εξηγεί σε βάθος γιατί ο γάμος έχει οδηγηθεί σε τέτοια ένταση, ξεκαθαρίζει γιατί ένα διαζύγιο του καπιταλισμού από τη δημοκρατία θα ήταν συμφορά. Χρειάζονται ο ένας τον άλλον, έστω κι αν τους είναι δύσκολο να ζουν μαζί.

Παρά τα ελαττώματά του, υποστηρίζει ο Γουλφ, ο δημοκρατικός καπιταλισμός παραμένει μακράν το καλύτερο σύστημα για την ανθρώπινη ανάπτυξη. Αλλά κάτι έχει πάει πολύ στραβά: η αύξηση της ευημερίας έχει επιβραδυνθεί και η μοιρασιά των καρπών της ανάμεσα στους υπερεπιτυχημένους λίγους και τους υπόλοιπους έχει γίνει πιο άνιση. Οι πλουτοκράτες έχουν αποσυρθεί στα κάστρα τους, περιφρονώντας τον ρόλο της κυβέρνησης να επενδύει στα δημόσια αγαθά που χρειάζονται για την υποστήριξη της ευκαιρίας και της βιωσιμότητας. Αλλά το επερχόμενο κύμα του αυταρχισμού θα κατακλύσει στο τέλος κι αυτούς.

Η ιδιότητα του πολίτη δεν είναι απλώς ένα σύνθημα ή μια ρομαντική ιδέα· είναι, κατά τον Γουλφ, η μόνη ιδέα που μπορεί να μας σώσει. Τίποτα δεν εναρμονίζει καλύτερα την πολιτική και την οικονομική ελευθερία από την αμοιβαία πίστη στο κοινό καλό. Όπως δείχνει η επική ιστορία της αλληλεπίδρασης μεταξύ δημοκρατίας και καπιταλισμού, τα ιδανικά μας και τα συμφέροντά μας θα πρέπει να συμβαδίζουν για το καλό όλων.

26.50

Συλλογικό

Μια ξεχωριστή έκδοση 26 συγγραφέων αφιερωμένη στο πιο χαρακτηριστικό κτίριο της Αθήνας, την πολυκατοικία. Μέσα από αφηγήσεις, μνήμες, προσωπικά βιώματα και φωτογραφίες, η νέα έκδοση των Onassis Publications αποτυπώνει τις ιστορίες ανθρώπων και κτιρίων, χαρτογραφώντας παράλληλα τις αλλαγές που συμβαίνουν στην αθηναϊκή κοινωνία.

Διατίθεται σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία και στο Onassis shop στο ισόγειο της Στέγης.

«Παντού πολυκατοικίες. Η μία δίπλα στην άλλη, σε ασφυκτική απόσταση μεταξύ τους. Και οι ζωές μας έτσι γειτονεύουν, ασφυκτικά.»

«Πώς ξεκίνησε να χτίζεται η πολυκατοικία; Ποιοι έμεναν εκεί; Ποιες είναι οι νέες εμπειρίες συγκατοίκησης στην Αθήνα; Ποιο είναι το προφίλ των σύγχρονων ενοίκων; Μια ελεύθερη «περιήγηση» στην πόλη της Αθήνας ξεδιπλώνεται μέσα από τις σελίδες της έκδοσης του Ιδρύματος Ωνάση, «37 ιστορίες αθηναϊκών πολυκατοικιών» που κυκλοφόρησε μόλις, σε επιμέλεια των Θωμά Μαλούτα, Νικολίνας Μυωφά, Δημήτρη Μπαλαμπανίδη, Ιφιγένειας Δημητράκου. Το βιβλίο αυτό γεννήθηκε από την ανάγκη να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε τις αθηναϊκές πολυκατοικίες της αντιπαροχής. Μέσα από τις εμπειρίες και τις ιστορίες παλαιότερων και νέων κατοίκων, ανακαλύπτουμε όσα κρύβουν αυτά τα κτίρια-σύμβολα μιας ολόκληρης εποχής.

Αφηγήσεις, μνήμες, προσωπικά βιώματα, φωτογραφίες, διαγράμματα, οικοδομικοί κανονισμοί, συμβόλαια και κανονισμοί λειτουργίας αποτυπώνουν ιστορίες ανθρώπων και κτιρίων, ενώ παράλληλα χαρτογραφούν τις σύνθετες διαδικασίες και αλλαγές που συντελούνται στο επίπεδο της γειτονιάς, αλλά και συνολικά της αθηναϊκής κοινωνίας.

Οι ιστορίες του βιβλίου εκτυλίσσονται σε πολλές –και διαφορετικές μεταξύ τους–περιοχές του ευρύτερου κέντρου της Αθήνας: Πατήσια, Κυψέλη, Βικτώρια, Εξάρχεια, Γκύζη, Αμπελόκηποι, Σύνταγμα, Κολωνάκι, Παγκράτι, Κουκάκι, Νέος Κόσμος, Καλλιθέα κ.ά.

Βλέποντας κανείς την Αθήνα από ψηλά, απολαμβάνει την πιο χαρακτηριστική της θέα: μια «θάλασσα» από πολυκατοικίες. Σημαντικό συστατικό της σύγχρονης ιστορίας της, αλλά και της σημερινής της δομής, η πολυκατοικία είναι αποτέλεσμα της μεταπολεμικής αστικοποίησης. Ενός μοντέλου που έδωσε τη δυνατότητα σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα να ξαναχτίσουν την πόλη κτίριο προς κτίριο. Οι παραπάνω διαδικασίες έχουν υπάρξει αντικείμενο δημόσιας συζήτησης εδώ και αρκετές δεκαετίες. Καλά εδραιωμένοι μύθοι σχετικά με αυτούς «που κατέστρεψαν την Αθήνα» θέτουν σε απόσταση τους δρώντες της αντιπαροχής και της πολυκατοικίας από τους σημερινούς κατοίκους της πόλης.

Σε μια προσπάθεια σύνδεσης των δύο αυτών κόσμων, το βιβλίο αφενός καταγράφει ιστορίες «εκ των έσω» –αφηγήσεις που αποτυπώνουν το τι συνέβη ή συμβαίνει στο εσωτερικό των πολυκατοικιών της Αθήνας– και αφετέρου παρουσιάζει ιστορίες της πόλης «από τα κάτω», δηλαδή διηγήσεις σχετικά με τους ανθρώπους που έχτισαν, πέρασαν, κατοίκησαν και κατοικούν την πόλη.

Οι ιστορίες και τα θεωρητικά κείμενα που παρεμβάλλονται δεν διαβάζονται απαραίτητα με τη σειρά που έχουν τοποθετηθεί στο βιβλίο, αλλά και με μια πιο ελεύθερη «περιήγηση» της αναγνώστριας ή του αναγνώστη.

Για την έκδοση πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις με σημερινούς και ορισμένους παλαιότερους κατοίκους και επαγγελματίες που ήταν πρόθυμοι να καταθέσουν μαρτυρίες και τεκμήρια για την ιστορία και τη ζωή της πολυκατοικίας στην οποία διαμένουν ή/και εργάζονται. Οι μαρτυρίες του «δείγματος» αφηγητών και αφηγητριών έδωσαν στην έρευνα πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις διαδρομές και τις στρατηγικές επιλογές των ανθρώπων που κατασκεύασαν και διαχειρίστηκαν το οικιστικό απόθεμα της Αθήνας.

«Ο κύριος Τέλης δεν είναι πια διαχειριστής. Από τότε που χάσαμε τη γυναίκα του, παραιτήθηκε. Κανείς δεν ήθελε να αναλάβει. Εμένα, βέβαια, δεν με ρώτησαν. Τι να πω, ίσως πρέπει να είσαι ιδιοκτήτης για να έχεις κάποια δικαιώματα. Τη διαχείριση πήρε μια εταιρεία. Μας αφήνει συνέχεια τυπωμένα σημειώματα στο ασανσέρ, τι να κάνουμε, τι να μην κάνουμε, πώς να το κάνουμε κ.ο.κ. “Μια χαρά, ησυχάσαμε. Καλύτερα έτσι” μου λέει μια μέρα ο Αποστόλης. Η κυρία Ελευθερία, όμως, –η γυναίκα του κυρίου Τέλη, του παλιού διαχειριστή, η διαχειρίστρια, δηλαδή (καθώς η διαχείριση γίνεται με κάποιον τρόπο οικογενειακό εγχείρημα)– μου έριχνε σημειώματα κάτω από την πόρτα και με προσκαλούσε για την “πιο νόστιμη φασολάδα της ζωής σου” – έτσι μου έγραφε.»

Η αθηναϊκή πολυκατοικία των περασμένων δεκαετιών στέγασε μεν ένα κοινωνικά ετερογενές μείγμα νοικοκυριών, λαϊκών έως και (μεσο)αστικών, το οποίο όμως εθνοτικά ήταν ομοιογενές, σχεδόν αμιγώς «ελληνικό», και τις περισσότερες φορές υπό το σχήμα της πυρηνικής οικογένειας που ιδιοκατοικεί ή, σπανιότερα, μισθώνει το διαμέρισμά της.

Σήμερα, στις περισσότερες περιοχές του κέντρου το κοινωνικό και δημογραφικό προφίλ των ενοίκων αλλάζει σημαντικά και γίνεται ακόμα πιο ποικιλόμορφο. Έλληνες ένοικοι, οικονομικοί μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη, πρόσφυγες από την Ασία και την Αφρική, καθώς επίσης ξένοι υπήκοοι «αναπτυγμένων» χωρών της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής.

Καταγράφονται, επίσης, πολλοί και διαφορετικοί τύποι νοικοκυριών και οικογενειακές καταστάσεις: μόνοι άντρες και μόνες γυναίκες (εργένηδες και διαζευγμένοι, γυναίκες μονογονείς, χήρες, ηλικιωμένες με τη φροντίστριά τους), συγκάτοικοι φίλοι και συμπατριώτες, γονείς με παιδιά, ζευγάρια που δεν έχουν αποκτήσει παιδιά, γονείς με παιδιά που ζουν αλλού, ζευγάρια που έχουν παντρευτεί ή έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, ετερόφυλα και ομόφυλα. Τύποι νοικοκυριών και προφίλ ενοίκων που δεν είναι απλώς πολλά και διαφορετικά (πιο πολλά και διαφορετικά σε σχέση με το παρελθόν), αλλά και περισσότερο ορατά.

Στην έκδοση διαφαίνεται πώς διαμορφώνονται μέσα στα χρόνια νέες εμπειρίες συγκατοίκησης στις πολυκατοικίες και στις γειτονιές, νέες προκλήσεις για τις σχέσεις γειτονίας και τους όρους συνύπαρξης, πρωτόγνωρες, σύνθετες και δυναμικές: «Μέσα από ήχους που βγαίνουν από παράθυρα, φωταγωγούς, μπαλκόνια και ταράτσες, η αθηναϊκή πολυκατοικία επεκτείνεται μέσω των εναλλασσόμενων ηχοτοπίων της. Εξωτικά μπαχαρικά, σκόρδα και πιπεριές στο τηγάνι, μυρωδιές που κάνουν τα μικρά διαμερίσματα να μοιάζουν μεγαλύτερα.»

32.00

20 σπουδαία βιβλία για γιορτινά δώρα

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Διονύσης Σαββόπουλος

Δημήτρης Καράμπελας

Δύο δεκαετίες μετά την πρώτη του έκδοση (2003), το δοκίμιο του Δημήτρη Καράμπελα για το έργο του Διονύση Σαββόπουλου κυκλοφορεί σε αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη μορφή (2024), εξετάζοντας εκ νέου τα μορφικά και πνευματικά διλήμματα που έθεσε ο θεσσαλονικιός τραγουδοποιός παράλληλα με τη λειτουργία της ποίησης και του τραγουδιού στην ύστερη νεωτερικότητα.

Διατρέχοντας, χρονικά και θεματικά, όλες τις δημιουργικές περιόδους του Σαββόπουλου, απ’ το Φορτηγό ως τον Χρονοποιό, ο συγγραφέας διερευνά τη σχέση του με τη δυτική τραγουδοποιία (Ντύλαν, Μπρασένς) και την εγχώρια μουσική παράδοση, την καταγωγή της ρηξικέλευθης ποιητικής γλώσσας του, τις συγκλίσεις και τις ρήξεις με την Αριστερά, αλλά και την ανθρωπολογία του και τη διαφοροποίησή του με τις πνευματικές προϋποθέσεις των τραγουδιών του Χατζιδάκι και του Γκάτσου. Συγχρόνως, απομονώνει και αναπτύσσει διεξοδικά τα κεντρικά μοτίβα των σαββοπουλικών τραγουδιών: τον αμφίθυμο διάλογο με τη μητέρα-παράδοση, το πένθος, την ποιητική του κενού, την επίκληση ενός απρόσιτου Πνεύματος που θα ενοποιούσε τις κατακερματισμένες ανθρώπινες εμπειρίες σε γιορτή.

18.80

Ξένη λογοτεχνία

Η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα

Ελίζαμπεθ Στρουτ

“Σ’ αυτή τη ζωή είναι δώρο το ότι δεν ξέρουμε τι μας περιμένει”.

Τον Μάρτιο του 2020, ο πρώην σύζυγος της Λούσυ Μπάρτον, ο Ουίλλιαμ, την παρακαλεί να αφήσει τη Νέα Υόρκη και να δραπετεύσει μαζί του σε ένα παραθαλάσσιο σπίτι που έχει νοικιάσει στο Μέην. Η Λούσυ συμφωνεί απρόθυμα, αφήνοντας στη μέση τα πιάτα στο νεροχύτη, πιστεύοντας ότι σε μία ή δύο εβδομάδες θα επιστρέψει. Οι εβδομάδες όμως γίνονται μήνες, και η Λούσυ, ο Ουίλλιαμ και το περίπλοκο παρελθόν τους είναι εκεί μαζί, σε ένα μικρό σπίτι κουρνιασμένο πάνω σ’ έναν βράχο δίπλα στη θάλασσα.

Γεμάτο ευαισθησία και αποκαλυπτική διαύγεια, το Η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα ανακαλεί το εύθραυστο και αβέβαιο πρόσφατο παρελθόν, καθώς και τα πιθανά ενδεχόμενα που μπορούν να φέρουν ως έμπνευση οι μεγάλες, ήσυχες μέρες. Στο επίκεντρο αυτού του θαυματουργού μυθιστορήματος βρίσκονται οι βαθιές ανθρώπινες συνδέσεις που μας κρατούν στη ζωή, ακόμη κι όταν ο κόσμος φαίνεται να καταρρέει.

18.00

Ξένη λογοτεχνία

Ανήκουστος Βλάβη

Ντέιβιντ Λοτζ

Ο καθηγητής γλωσσολογίας Ντέσμοντ Μπέιτς συνταξιοδοτείται πρόωρα εξαιτίας της επιδεινούμενης βαρηκοΐας του. Ταυτόχρονα η γυναίκα του περνάει μια δεύτερη νεότητα, ενώ η υγεία του επίσης βαρήκοου πατέρα του πηγαίνει απ’ το κακό στο χειρότερο. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Ντέσμοντ γνωρίζει την Άλεξ, μια γοητευτική φοιτήτρια που του ζητάει τη βοήθειά του για τη διατριβή της, η οποία αφορά την ανάλυση λόγου των σημειωμάτων αυτοκτονίας. Κι αυτός προσφέρεται να τη βοηθήσει, χωρίς να ξέρει τι τον περιμένει.

Σε αυτό το μυθιστόρημα ο Λοτζ γράφει με χιούμορ που τσακίζει κόκαλα για τις ανθρώπινες σχέσεις, τη σεξουαλική ζωή στη μέση ηλικία, τις ελπίδες και τις ματαιώσεις, τη φθορά και τον θάνατο.

«Νοσταλγούσε τον ρυθμό της ακαδημαϊκής χρονιάς όπως ένας χωρικός θα νοσταλγούσε τις διαφορές των εποχών αν έπαυαν ξαφνικά να υπάρχουν· και ανακάλυψε επίσης ότι νοσταλγούσε ακόμα και τη δομή της ακαδημαϊκής εβδομάδας, την ημερήσια διάταξη της ανάθεσης εργασιών, την επίβλεψη των μεταπτυχιακών φοιτητών, τη διόρθωση των δοκιμίων, τις συσκέψεις των επιτροπών, τις συνεντεύξεις και τις προθεσμίες για τη μια ή την άλλη αναφορά, δουλειές ρουτίνας που τον έκαναν να γκρινιάζει, η διεκπεραίωση των οποίων όμως, όσο ασήμαντες ή εφήμερες κι αν ήταν, πρόσφερε μια έστω χαμηλού επιπέδου ικανοποίηση και διασφάλιζε ότι ποτέ, μα ποτέ δεν θα ερχόσουν αντιμέτωπος με το ερώτημα: Πού να περιφέρω το σαρκίο μου σήμερα;»

 

22.00

Ελληνική λογοτεχνία

Η μητέρα του σκύλου

Παύλος Μάτεσις

Μια ασήμαντη, άοπλη, άχαρη και αδύναμη γυναίκα προσφέρεται ως γελωτοποιός μας, επειδή δεν γνωρίζει πως είναι τραγική.

Γελώντας, περιγελάει τον εαυτό της και μας ξεγελάει για να μην την περιγελάσουμε εμείς. Με τη ζωή της υπερασπίζει μια άλλη γυναίκα, τιμωρημένη, που αρνείται να αμυνθεί: τη μητέρα της.

Στη διαδρομή της αυτή (τη ζωή της ολόκληρη), από προπολεμικά ως τις μέρες μας, γνωρίζει την Κατοχή, την προσφυγιά στην πρωτεύουσα, την επαιτεία, μεταμφιέζει τον εαυτό της και τη ζωή της. Δεν θα καταλάβει ποτέ ότι, υπερασπίζοντας τη μητέρα της, συντροφεύει τη μόνιμα ταπεινωμένη πατρίδα της, μέσα στην οποία ζει εξόριστη λέγοντας αστειάκια. Ορισμένοι ίσως και να νομίσουν πως συμβολίζει τη χώρα της (χώρα τους), επειδή αμφότερες έχουν υποστεί συγγενείς εξευτελισμούς, έχουν συγγενές μη-μέλλον και ευθυμολογούν.

Για να μη γίνει στόχος σκοποβολής, θα σμικρύνει και θα γελοιοποιήσει τον εαυτό της. Θα προετοιμαστεί για τραυματισμούς, αυτοτραυματιζόμενη προληπτικώς καθημερινά. Όμως κανείς δεν θα τη λιθοβολήσει. Επειδή κανείς δεν πήρε είδηση την ύπαρξή της.

Και επειδή δεν έχει κανέναν δικό της άνθρωπο (την εγκαταλείπει ακόμη και ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού), η γυναίκα βρίσκει καταφύγιο στον αναγνώστη του βιβλίου για συντροφιά και παρηγόρηση. Διότι κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει ένα βιβλίο. Ούτε ο συγγραφέας του. Όλοι όμως μπορούν να το διαβάσουν.

Η μητέρα του σκύλου εκδόθηκε πρώτη φορά το 1990 και έκτοτε συγκινεί όχι μόνο το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αλλά και τους λάτρεις της καλής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Το πολυμεταφρασμένο αριστούργημα του Παύλου Μάτεσι υμνήθηκε από την εγχώρια και παγκόσμια κριτική και συγκαταλέχτηκε από τον λονδρέζικο εκδοτικό οίκο Quintet Publishing στα 1001 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που πρέπει να έχει διαβάσει κάποιος μέχρι το τέλος της ζωής του (στον τόμο 1001 Books You Must Read Before You Die).

16.00

Ξένη λογοτεχνία

Φαρενάιτ 451

Ρέι Μπραντμπερι

Διεθνώς καταξιωμένο, με περισσότερα από πέντε εκατομμύρια αντίτυπα σε κυκλοφορία, το κλασικό μυθιστόρημα του Ρέυ Μπράντμπερυ “Φαρενάιτ 451” είναι μια ιστορία για τη λογοκρισία και για τους ανθρώπους που την αψηφούν – ένα βιβλίο εξίσου επίκαιρο σήμερα με την εποχή που πρωτοεκδόθηκε, περίπου πριν από εξήντα χρόνια.

“Το σύστημα ήταν απλό. Όλοι το καταλάβαιναν. Τα βιβλία έπρεπε να καούν, μαζί με τα σπίτια όπου ήταν κρυμμένα.

Ο Γκάυ Μόνταγκ ήταν πυρονόμος και η δουλειά του ήταν να βάζει φωτιά. Το απολάμβανε να βάζει φωτιά. Επί δέκα χρόνια έκανε αυτή την εργασία και δεν τον προβλημάτισε ποτέ η ευχαρίστηση που ένιωθε κατά τις νυχτερινές επιδρομές ή η χαρά του όταν έβλεπε τις σελίδες να παραδίνονται στις φλόγες… Δεν τον προβλημάτιζε τίποτε έως ότου συνάντησε ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι που του μίλησε για το παρελθόν, για τον καιρό που οι άνθρωποι δεν φοβόνταν. Και κατόπιν συνάντησε έναν καθηγητή που του μίλησε για το μέλλον, για τις μέρες που οι άνθρωποι θα μπορούν να σκέφτονται. Αίφνης, ο Γκάυ Μόνταγκ συνειδητοποίησε τι έπρεπε να κάνει…”.

Η ρωμαλέα και ποιητική πρόζα του Μπάντμπερυ και η ασυνήθιστη διορατικότητά του όσον αφορά τις δυνατότητες της τεχνολογίας συνδυάζονται και συνθέτουν μια προφητική αφήγηση για την υποδούλωση του δυτικού πολιτισμού στα μήντια, στα ναρκωτικά και στον κομφορμισμό – μια αφήγηση εφάμιλλη του “1984” του Όργουελ και του “Θαυμαστός καινούργιος κόσμος” του Χάξλεϋ.

17.99

Ποίηση

Σονέτα

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

Τα ωραία πλάσματα ποθούμε να βλασταίνουν,
Της ομορφιάς ποτέ το ρόδο να μη σβήνει,
Κι ώριμα πια, όταν σαπίζουν και πεθαίνουν,
Σ’ έναν απόγονο η μνήμη τους να μείνει.
Λατρεύεις μόνο του ματιού σου την αχτίνα,
Τη φλόγα συντηρείς, μα δαπανάς εσένα,
Εκεί που υπάρχει αφθονία φέρνεις πείνα,
Στον εαυτό σου εχθρός, δε θες οίκτο κανένα.
Του κόσμου αν είσαι δροσερό στολίδι τώρα
Κι όπως ο κήρυκας της άνοιξης γιορτάζεις,
Μες στο μπουμπούκι θάβεις του καρπού τα δώρα,
Γλυκέ φιλάργυρε, σωρεύοντας ρημάζεις.
Αυτό που οφείλεις δώσε, άσ’ την απληστία!
Εσύ κι η μαύρη γη αν το φάτε, αμαρτία.
[Από την έκδοση]

From fairest creatures we desire increase,
That thereby beauty’s rose might never die,
But as the riper should by time decease,
His tender heir might bear his memory:
But thou, contracted to thine own bright eyes,
Feed’st thy light’s flame with self-substantial fuel,
Making a famine where abundance lies,
Thy self thy foe, to thy sweet self too cruel.
Thou that art now the world’s fresh ornament,
And only herald to the gaudy spring,
Within thine own bud buriest thy content,
And, tender churl, mak’st waste in niggarding:
Pity the world, or else this glutton be,
To eat the world’s due, by the grave and thee.
[From the publisher]

12.20

Ξένη λογοτεχνία

Στο Σπίτι με τα Μυστικά

Λέσλι Αμπσερ

Ένα κορίτσι μεγαλώνει στην Ελλάδα, στα χρόνια της χούντας, σ’ ένα ηλιόλουστο σπίτι στο Παλιό Ψυχικό. Λίγα χρόνια αργότερα θα γυρίσει με τους γονείς της στην Αμερική. Κι όταν πια, στον δρόμο προς την ενηλικίωση, αποφασίσει να ξετυλίξει το κουβάρι με τα οικογενειακά μυστικά, θα βυθιστεί στο χάος προσωπικών και πολιτικών αποκαλύψεων.

Τι δουλειά κάνει ο πατέρας της; Γιατί η μητέρα της παθαίνει νευρικούς κλονισμούς; Πώς να ερμηνεύσει τα αισθήματά της και ποια είναι πραγματικά η ταυτότητά της; Η συγγραφέας του βιβλίου, η Λέσλι Άμπσερ, ενήλικη πια, ξεκινά ένα ταξίδι για να γνωρίσει αυτό που στερήθηκε μεγαλώνοντας: την αλήθεια. Καθώς η δράση του πατέρα της στη CIA ξεδιπλώνεται, η Λέσλι ερευνά την αμφιλεγόμενη ανάμειξή του στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας, ενώ προοδευτικά συμφιλιώνεται με την κουήρ ταυτότητά της.

16.66

Ξένη λογοτεχνία

Εξιλέωση

Ίαν Μακ Γιούαν

Την πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού του 1935 στο κτήμα της οικογένειας Τάλλις στο Σάρρεϋ, η δεκατριάχρονη Μπραϊόνυ γίνεται μάρτυρας μιας περίεργης σκηνής με πρωταγωνιστές τη μεγαλύτερη αδελφή της, Σεσίλια, και τον γιο μιας υπηρέτριας των Τάλλις, τον Ρόμπι Τέρνερ.

Η αδυναμία της Μπραϊόνυ να ερμηνεύσει σωστά την οικειότητα μεταξύ των δύο ερωτευμένων νέων –σε συνδυασμό με τη ζωηρή της φαντασία και το αναπτυγμένο λογοτεχνικό της χάρισμα– την οδηγούν στο να επινοήσει ένα τερατώδες ψέμα, οι ολέθριες συνέπειες του οποίου σημαδεύουν ανεξίτηλα τις ζωές και των τριών τους. Πέντε χρόνια αργότερα, μέσα στο χάος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, οι δρόμοι των τριών διασταυρώνονται ξανά, ανάμεσα στην εκκένωση της Δουνκέρκης και στους πολύνεκρους βομβαρδισμούς του Λονδίνου. Άραγε υπάρχει ακόμα χρόνος για να εξιλεωθεί η Μπραϊόνυ για το παιδικό της λάθος ή θα κατατρύχεται από τύψεις μέχρι το τέλος της ζωής της;

Η «Εξιλέωση» πρωτοκυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2001. Αποτελεί κείμενο-σταθμό της συγγραφικής πορείας του Ίαν ΜακΓιούαν και έχει αποσπάσει τα βραβεία: WH Smith Literary Award (2002), National Book Critics Circle Fiction Award (2003), Los Angeles Times Prize for Fiction (2003) και Santiago Prize for the European Novel (2004). Το 2010 συμπεριλήφθηκε στη λίστα του περιοδικού Time με τα 100 καλύτερα βιβλία γραμμένα στα αγγλικά από το 1923. Η κινηματογραφική μεταφορά του το 2007 σε σκηνοθεσία Τζο Ράιτ, με πρωταγωνιστές τους Κίρα Νάιτλι, Τζέιμς ΜακΑβόι, Σέρσα Ρόναν και Βανέσσα Ρέντγκρεϊβ, σημείωσε τεράστια εισπρακτική επιτυχία και το 2008 βραβεύτηκε με το Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής καθώς και με BAFTA και Χρυσή Σφαίρα καλύτερης δραματικής ταινίας.

19.90

Φώντας Τρούσας

Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.

Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.

Από τον πρόλογο του βιβλίου

17.00

Μαρία & Νίκος Ψιλάκης

Το βιβλίο που χαρακτηρίστηκε ως αλφαβητάρι της κρητικής διατροφής, προϊόν εμπεριστατωμένης έρευνας στην ύπαιθρο της Κρήτης όπου καταγράφηκαν οι διατροφικές συνήθειες των Κρητικών και οι συνταγές της κρητικής παραδοσιακής κουζίνας. Μέσα από 520 συνταγές αποκαλύπτονται τα μικρά μυστικά της κρητικής ιδιαιτερότητας και του κρητικού διατροφικού θαύματος.

24.99

Ξένη λογοτεχνία

Το Ελληνικό Καλοκαίρι

Ζακ Λακαριέρ

Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947 και το τελευταίο το φθινόπωρο του 1966. Η τελευταία εικόνα μου: ένα νησί του Αιγαίου, άδεντρο, μ’ ένα μοναδικό χωριό· τοπίο απογυμνωμένο με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σαν δυό πλαγιές του ίδιου λόφου. Μιζέρια και ομορφιά. Σύζευξη των αντιθέτων, όπως η φράση του Ηράκλειτου που τα κυκλαδίτικα τοπία δεν παύουν να τη συλλαβίζουν μέσα στο φως τους: «Αρμονίη κόσμου παλίντροπος». Αν η εικόνα αυτού του χαμένου νησιού παραμένει μέσα μου τόσο έντονη, είναι ίσως επειδή στάθηκε η τελευταία. Ωστόσο, κοιτώντας απ’ την απόσταση του χρόνου, συνειδητοποιώ μέχρι ποιού σημείου μπλέκονται μέσα στη μνήμη μου οι αναμνήσεις σαν σε παιχνίδι αινιγματικό. Γιατί τάχα ορισμένες τους, τόσο ανώνυμες φαινομενικά, παραμένουν επίμονες λες κι ήθελαν να υπογραμμίσουν ένα μήνυμα που το νόημά του δεν καταφέρνω ακόμα να συλλάβω;

26.29

Ξένη λογοτεχνία

Η Παρθένος στον κήπο

Α.Σ. Μπάιατ

Το 1953 η Αγγλία ετοιμάζεται, με τελετές και πανηγύρεις, να υποδεχτεί στον θρόνο της τη νέα βασίλισσα, την Ελισάβετ Β΄. Στη μικρή πόλη Μπλέσφορντ, όμως, η οικογένεια του Μπιλ Πότερ δείχνει πολύ μεγαλύτερο ενθουσιασμό για το τοπικό καλλιτεχνικό φεστιβάλ, που πρόκειται να διεξαχθεί τις ίδιες μέρες με τη Στέψη.

Ο πατέρας, Μπιλ Πότερ, λάτρης της ποίησης, καθηγητής λογοτεχνίας στο προοδευτικό σχολείο της περιοχής, άνθρωπος ιδιαίτερα καλλιεργημένος αλλά και αυστηρός, ασυμβίβαστος και αυταρχικός, νιώθει τον κόσμο του να καταρρέει: η μεγάλη του κόρη, η Στέφανι, εγκαταλείπει μια πολλά υποσχόμενη πανεπιστημιακή καριέρα για να παντρευτεί, παρά τη θέληση του πατέρα της, έναν κάπως άξεστο αλλά τρυφερό και γεμάτο κατανόηση ιερωμένο. Η δεύτερη κόρη του, η Φρεντερίκα, ετοιμάζεται για το πανεπιστήμιο, είναι ευφυής και φλογερά φιλόδοξη, και θα υποδυθεί την «Παρθένο Βασίλισσα», την Ελισάβετ Α΄, στο έργο που ανεβάζει, στο πλαίσιο του φεστιβάλ, το τρομερό παιδί της επαρχίας, ο Αλεξάντερ Γουέντερμπερν. Η Φρεντερίκα, που επιθυμεί απεγνωσμένα τη χειραφέτησή της και αποζητά διακαώς να χάσει την παρθενιά της, ερωτεύεται τον γοητευτικό συγγραφέα. Αυτός ευχαρίστως θα την απάλλασσε από την παρθενιά της, αν δεν υπήρχε η περίπλοκη σχέση του με μια παντρεμένη γυναίκα και η αδυναμία του να συνδεθεί ερωτικά, χωρίς αμφιθυμίες και άγχη. Ο γιος τού Μπιλ Πότερ, ο Μάρκους, μοναχικός έφηβος που ζει μια δική του, μυστική, γεμάτη οράματα ζωή, θα παρασυρθεί σε μια επικίνδυνη σχέση με έναν αλλόκοτο καθηγητή του, που θα προσπαθήσει να τον εισαγάγει στον προσωπικό του, διαταραγμένο κόσμο. Το μυθιστόρημα, πρώτο της Τετραλογίας της Φρεντερίκα Πότερ, διασταυρώνει δεξιοτεχνικά τους παράλληλους βίους των ηρώων του, συνδυάζοντας πνευματικές και σαρκικές αναζητήσεις και απολαύσεις, ελισαβετιανό δράμα και σύγχρονη κωμωδία, παράδοση και νεωτερικότητα. Η ευφυΐα, το πάθος, η επιθυμία, ο φόβος της ματαίωσης και του θανάτου, οι ελπίδες και οι ψευδαισθήσεις σημαδεύουν τις βεβαιότητες και τις αμφιβολίες μιας ολόκληρης γενιάς.

Η Α.S. Byatt, μέσα από την ιστορία μιας σαγηνευτικής, χαρισματικής, αλλά και διχασμένης οικογένειας, ζωντανεύει τη μεγάλη διανοητική και ηθική μεταβολή που συντελείται στην Ευρώπη, στην αυγή της δεκαετίας του ’60.

25.00

Ξένη λογοτεχνία

Ας πούμε πως είμαι εγώ

Βερόνικα Ράιμο

Η Βερόνικα μεγαλώνει στη Ρώμη, στα τέλη του 20ού αιώνα και στις αρχές του 21ου. Ή μάλλον, προσπαθεί να μεγαλώσει, διότι δεν έχει ιδέα πώς γίνεται αυτή η δουλειά. Η οικογένειά της είναι μια συνηθισμένη ιταλική οικογένεια, δηλαδή ένα κουβάρι από νευρώσεις, μονομανίες και άγχη. Οι σχέσεις της με τους άντρες είναι άστατες και χαοτικές – κάπως σαν τη σχέση της με την ίδια την πραγματικότητα.

Σήμερα, μεγάλη πια, η συγγραφέας Βερόνικα Ράιμο αναλογίζεται πώς έφτασε ώς εδώ, και το κάνει με τον μόνο τρόπο που είναι στ’ αλήθεια εφικτός: με μια διαβρωτική και ξεκαρδιστική, σαρκαστική αλλά και τρυφερή παλινδρόμηση ανάμεσα στις αμφίβολες αλήθειες και τα μισά ψέματα με τα οποία κατασκευάζουμε τον εαυτό μας.

Το βιβλίο κέρδισε το βραβείο Strega Νέων Συγγραφέων και ήταν υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2024.

18.00

Βρασίδας Καραλής

Στο μεταξύ τα λουλούδια σου έχουν αρχίσει να πεθαίνουν το ένα μετά το άλλο. Ο μυστικός κήπος όπου μπορούσες να κρυφτείς, να σκεφτείς και να κλάψεις σιωπηλά, μέρα τη μέρα αφανίζεται. Προσπαθώ να τα φροντίζω, να τα ποτίζω, να τα κλαδεύω και να τα τρέφω, κι όμως αυτά γνωρίζουν πως κάτι έχει αλλάξει, δεν είσαι εσύ μα ένας ξένος, κάποιος που προσποιείται ότι τα φροντίζει. νιώθουν ότι το κάνει για σένα και όχι γι’ αυτά. Η αζαλέα μαράθηκε πρώτη. ύστερα οι τριανταφυλλιές και η πλουμέρια, οι γαριφαλιές, η τελοπέα, οι κάκτοι, οι ανιγόζανθοι, οι μικροί ευκάλυπτοι, το δεντρολίβανο, η μπάνξια, οι βασιλικοί, τα πάντα. Οι πολύχρωμες μικρές πετούνιες σου ξεράθηκαν, μια καφετιά νεκρή μάζα στη θέση της παλιάς φαντασμαγορίας. Η υπόσχεση που αντιπροσώπευε κάθε λουλούδι βρίσκεται τώρα μουδιασμένη και σφραγισμένη στα μαραμένα τους μπουμπούκια. Ένα πράσινο κυπαρίσσι απομένει, το σπαρτιάτικό σου, που μας θύμιζε τα χρώματα γύρω από την Ολυμπία, και η μικρή ελιά που χάιδευες τόσο τρυφερά, η υπέρτατη λαχτάρα μας για ρίζες. Τα κοιτάζω και με αποδοκιμάζουν. «Μας άφησε,» μουρμουρίζουν θροΐζοντας «άσε μας τώρα κι εσύ, φύγε. Αναζητούμε τα μάτια του Ρόμπερτ, το άγγιγμά του, τη ζεστασιά του. Δεν είσαι εσύ». Αυτό λένε κάθε φορά που προσπαθώ να τα φροντίσω. Με αγνοούν. Νιώθω αβοήθητος, απελπισμένος.

Στην καρδιά κάθε σχέσης υπάρχει ένας κήπος. Κάνω ό,τι μπορώ για να τον κρατήσω ζωντανό, όμως τα λουλούδια ρωτούν συνέχεια για σένα – και δεν ξέρω πώς να τους εξηγήσω το θάνατο, τη μοναξιά, την εκδημία, το πένθος. «Δεν θα υπάρξει καινούρια άνοιξη για μας» λένε το ένα στο άλλο. «Είμαστε εδώ για ν’ ακούσουμε τα λόγια του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ, που μας καλεί στη ζωή. Μας πότιζε ένα ένα, υπομονετικά, στοργικά. Μας έλεγε ιστορίες. Ήταν φίλος μας. Αλλά πού είναι τώρα; Καλύτερα να μην ξαναγεννηθούμε, αφού δεν είναι αυτός εδώ. Τα χέρια του μας κρατούσαν ζωντανά. Η φωνή του συνέθετε τη σαγηνευτική μελαγχολία μας.» Κι ενώ εγώ προσπαθώ να εξηγήσω, παραμένουν απόμακρα, αγνοώντας με – είμαι ο ξένος τώρα, ο παρείσακτος, η περιττή παρουσία.

____________________________________________________________

Ένα από τα πιο σπαρακτικά κείμενα που έχουν γραφτεί για την απώλεια είναι το βιβλίο του Βρασίδα Καραλή για την εκδημία του συντρόφου του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ.

«Το αποχαιρετιστήριο αυτό γράμμα είναι κάπως σαν την καρδιά μου ξεγυμνωμένη, σαν μια προσπάθεια να καταγράψω τι πραγματικά μας κάνει να ζούμε – το μυστήριο της αγάπης και της παρουσίας μας στον κόσμο.» – B.K.

___________

Ο Βρασίδας Καραλής συνομιλεί με τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο για το βιβλίο του «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ»​

 ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ: Ο Βρασίδας Καραλής είναι απέναντί μου, αλλά εγώ τώρα πια, που ήρθε η ώρα να μιλήσουμε, δεν ξέρω τι να του πω. Την περασμένη άνοιξη έχασε τον σύντροφό του μετά από τριάντα χρόνια κοινής ζωής. Στα κύματα πένθους, οργής και απορίας που τον διακατέχουν έκατσε και έγραψε ένα μικρό βιβλίο στα αγγλικά ‒γιατί ο Βρασίδας ζει στην Αυστραλία πολλά χρόνια τώρα, είναι καθηγητής πανεπιστημίου εκεί‒, ένα γράμμα αγάπης, ουσιαστικά, στον νεκρό του σύντροφο. Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό κείμενο μεγάλου πένθους και αξίας, όχι μόνο λογοτεχνικής αλλά και πολιτικής, γιατί για πρώτη φορά εκφράζεται έτσι η αγάπη ανάμεσα σε δύο άντρες, δίχως ίχνος απολογητικής διάθεσης αλλά ούτε και πολεμικής, πικρίας ή επιθετικότητας. Σαν να έχει περάσει το ζήτημα σ’ ένα επόμενο στάδιο που κάποιος δεν μπαίνει καν στη δικαιωματική συζήτηση επειδή δεν του περνάει από το μυαλό ότι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε ανθρώπινα πλάσματα πρέπει να δώσει λογαριασμό για το υψηλό του αίσθημα. Επειδή ο έρωτας ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε ανθρώπινα πλάσματα είναι αυτοδίκαιος και μεγαλειώδης ούτως ή άλλως… Οπότε, Βρασίδα, είμαι τυχερός που το αριστούργημα αυτό κυκλοφορεί στα ελληνικά μεταφρασμένο από την Κατερίνα Σχινά για τις εκδόσεις της LiFO·  είμαι τυχερός που σ’ έχω εδώ, απέναντί μου, στο πέρασμά σου από την Αθήνα·  αλλά, ειλικρινά, δεν ξέρω αν πρέπει να σου δείξω ξανά τον απέραντο θαυμασμό που νιώθω για το βιβλίο σου ή να σε χτυπήσω στην πλάτη και να σε ρωτήσω: «Και τώρα τι γίνεται; Πώς μπορεί να συνεχιστεί η ζωή;».

ΒΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ: Όπως λέμε στα αγγλικά, η ζωή τώρα είναι at a standstill. Υπάρχει μια περίοδος στασιμότητας μετά από έναν θάνατο, και μάλιστα τον θάνατο ενός ανθρώπου που στάθηκε δίπλα σου τόσο πολλά χρόνια. Το μόνο που νιώθεις είναι ότι η φωνή του άλλου έρχεται από πολύ μακριά, βρίσκεσαι σε μια έρημο και δεν ξέρεις πώς να επικοινωνήσεις με τον άλλο κόσμο, έχεις χάσει το αίσθημα προσανατολισμού και ταυτόχρονα έχεις ένα αίσθημα ματαιότητας. Τι κάνω τώρα εδώ, για ποιον λόγο και προς τι; Η ζωή μου δεν ήταν ποτέ τιμές και μεγαλεία, καθηγητική έδρα και φήμη πανεπιστημιακή, αλλά αυτό που ο Heidegger ονομάζει «Gelassenheit», ηρεμία, ένα είδος γαλήνης. Τη βρίσκεις την ώρα που συγχρονίζεσαι με τον κόσμο μέσω ενός άλλου προσώπου… Αυτή η λογοτεχνία του πένθους, όπως ονομάζεται, μιλάει συνήθως για τον άνθρωπο που γράφει, τι νιώθει και πώς είναι. Αυτά δεν με αφορούν, γιατί, όπως είδες, στο βιβλίο ουσιαστικά προσπάθησα να δω πώς σχετιστήκαμε με τον Ρόμπερτ και ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος.

Σ.Τ.: Διακρίνω ένα είδος υπερβολικής προσοχής για να μη φανεί ότι το βιβλίο αυτό γράφτηκε για σένα αλλά για τον Ρόμπερτ. Γιατί;

Β.Κ: Γιατί δεν γράφτηκε για μένα. Αυτό το βιβλιαράκι, αυτή η επιστολή, είναι μια πρόσκληση, μια χειρονομία προς τον Ρόμπερτ: «Πες μου πού είσαι αυτήν τη στιγμή».

Σ.Τ.: Χειρονομία προς την άβυσσο.

Β.Κ.: Προς την άβυσσο. Και τη σιωπή βέβαια, γιατί δεν πρόκειται να μου απαντήσει ποτέ.

Σ.Τ.: Η στάση σου απέναντι στα άλλα βιβλία που ξεκινούν από μια εκδημία, από μια απώλεια, αλλά οι συγγραφείς μιλούν για τον εαυτό τους, ποια είναι; Γιατί βλέπω ένα είδος περιφρονητικής αναφοράς στο βιβλίο της Joan Didion.

Β.Κ.: Ναι, δεν μου άρεσε καθόλου. Το διάβασα πάρα πολύ προσεκτικά, πριν συμβεί αυτό με τον Ρόμπερτ, και στην αρχή, ξέρεις, συγκινήθηκα, γιατί το γεγονός το ίδιο είναι συγκινητικό. Και ο άντρας της πεθαίνει και η κόρη τους μετά, στο «Blue Nights». Αλλά μιλάει συνέχεια για τον εαυτό της, για το ότι αισθάνεται οίκτο για τον ίδιο της τον εαυτό που έμεινε πίσω. Δεν αισθάνθηκα πότε οίκτο για μένα.

Σ.Τ.: Αλλά;

Β.Κ.: Οργή. Για τον τρόπο που έφυγε. Μετά, όταν βλέπεις ότι το αμετάκλητο της αναχώρησης είναι εκεί, θα μείνει εδραίο, στέκει όπως ένας βράχος μπροστά σου, έκλαψα.

Σ.Τ.: Οπότε ένα από τα στάδια του πένθους είναι η οργή. Αυτή ήρθε πρώτα;

Β.Κ.: Πρώτα η οργή. Μετά, ένα είδος numbness, ένα μούδιασμα. Έψαχνες παντού να τον βρεις και δεν ήταν πουθενά. Αυτό έγινε τη μέρα που τον πήγαμε στο νεκροτομείο και έπρεπε να του φορέσω τα ρούχα. Νομίζω ότι για όσους έχουν ζήσει τον θάνατο αυτή είναι απλώς η πιο τραγική, συγκλονιστική στιγμή. Μου θύμισε αυτό που λέει ο Χριστός στον Ιωάννη, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «Άνοιξε τα χέρια σου τώρα που μπορείς γιατί μια μέρα κάποιοι άλλοι θα τα ανοίξουν, όταν δεν θα μπορείς να τα ανοίξεις». Μου ήρθε αυτό το πράγμα στον νου. Εν τω μεταξύ, την ώρα που προσπάθησα να του βάλω τις κάλτσες, λιποθύμησα. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ήμουν τόσο αδύναμος.

Σ.Τ.: Είναι κανείς δυνατός μπροστά σε αυτά τα πράγματα;

Β.Κ.: Όχι.

Σ.Τ.: Μόνο από αναισθησία ίσως.

Β.Κ.: Να πω την αλήθεια, δεν κατάλαβα πώς έγινε η ταφή. Πήγαμε στην εκκλησία, στο νεκροταφείο. Είχα διαβάσει όσα έπρεπε να κάνω και έκανα τα πάντα, παρήγγειλα φέρετρο…

Σ.Τ.: Τα έκανες εσύ όλα αυτά;

Β.Κ.: Ναι. Έπρεπε να αγοράσω τον τάφο, να σκεφτώ τι θα μπει πάνω στον τάφο.

Σ.Τ.: Οι φίλοι; Δεν βοήθησαν στα πρακτικά;

Β.Κ.: Δεν μπορούσαν νομίζω.

Σ.Τ.: Αυτό είχε να κάνει και με την, ας το πούμε, κοινωνική μοναξιά του gay ζευγαριού;

Β.Κ.: Α, όχι, ήμασταν πολύ αυτάρκεις μαζί,  δεν ήμασταν ποτέ μοναχικοί. Είχαμε πολλούς φίλους,  ήθελαν να βοηθήσουν, αλλά είναι μερικά πράγματα που πρέπει…

Σ.Τ.: … να τα κάνεις εσύ.

Β.Κ.: Ναι. Και πρέπει να αντιμετωπίσεις όλο αυτό ως μια τελετή περάσματος. Γιατί αυτό βοηθάει πάρα πολύ εσένα τον ίδιο να πεις «αντίο». Λιποθύμησα ξανά όταν τον κατέβασαν στον τάφο.

Σ.Τ.: Είχες συνείδηση των στιγμών εκείνων;

Β.Κ.: Όχι, όχι.  Τον έψαχνα παντού γύρω μου. Έρχονταν οι φίλοι, με αγκάλιαζαν, με φιλούσαν, με χτυπούσαν στην πλάτη και μου έλεγαν: «Είμαστε μαζί σου, έλα να μιλήσουμε». Μου είπε κάποιος, «πρέπει να αποκτήσεις χόμπι τώρα και να ασχοληθείς με τη γιόγκα για να τα ξεχάσεις όλα αυτά». Εγώ δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν και ρωτούσα συνεχώς την ξαδέλφη του, που ήταν δίπλα μας: «Πού είναι ο Ρόμπερτ; Γιατί δεν τον βλέπω εδώ τον Ρόμπερτ; Γιατί με έχει αφήσει μόνο μου εδώ μέσα;». Το μόνο που θυμάμαι είναι οι φωνές των kookaburra, των πουλιών, και τους ανθρώπους που θα έκλειναν τον τάφο, που μου είπαν ξαφνικά: «Πρέπει να ρίξεις αυτά τα ροδοπέταλα πάνω στον τάφο».

Σ.Τ.: Ένα επόμενο στάδιο μετά το μούδιασμα ποιο είναι;

Β.Κ.: Η νεκροφάνεια, νομίζω, η δική μου. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς πέρασε ο Ιούλιος, ο Αύγουστος, ο Σεπτέμβριος. Πέρασαν μήνες που δεν έβγαινα έξω. Είχα αποκοπεί εντελώς απ’ όλο τον κόσμο. Έβγαινα το βράδυ μόνο για να βγάλω βόλτα τα δυο σκυλάκια που είχαμε. Το μόνο που έκανα ήταν να επιστρέφω στο σπίτι, να κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση, να την ανοίγω, αλλά να μη βλέπω καν τι έπαιζε.

Σ.Τ.: Αφέθηκες σε πλήρη παρακμή δηλαδή;

Β.Κ.: Απόλυτη, ναι. Κατατονία απόλυτη.

Σ.Τ.: Έτρωγες, πλενόσουν;

Β.Κ.: Τα έκανα αυτά, ναι, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος για να αντιδράσω. Δηλαδή κατάλαβα ότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό. Με έναν περίεργο τρόπο προσπαθούσα να νιώσω αυτό που ένιωθε ο Ρόμπερτ εκείνη τη στιγμή. Γι’ αυτό λέω στο βιβλίο ότι ήταν σαν να μπήκα στον κόσμο του Edgar Allan Poe. Ακούγεται γλυκανάλατο ή ηλίθιο, αλλά έβλεπα οράματα. Έβλεπα πράγματα να εμφανίζονται μπροστά μου. Δεν κοιμόμουν γιατί φοβόμουν ότι από το ταβάνι του δωματίου θα έβγαιναν περίεργες φιγούρες.

Σ.Τ.: Μέσα στο σκοτάδι αυτό τι σε βοηθούσε; Έπαιρνες φάρμακα; Έπινες;

Β.Κ.: Όχι, όχι.

Σ.Τ.: Υπήρχε κάτι που σου έδινε μια μικρή έστω παρηγοριά;

Β.Κ.: Κατάλαβα πώς πολλοί άνθρωποι παίρνουν ναρκωτικά, πίνουν ή πέφτουν σε άλλου είδους καταχρήσεις μετά από ένα τέτοιο γεγονός.

Σ.Τ.: Εσύ πού όρμησες για να βρεις λίγη παρηγοριά;

Β.Κ.: Αρχικά, αφιερώθηκα στα δύο σκυλάκια που είχαμε. Ξαφνικά κατάλαβα ότι εξαρτώνται από μένα. Ήταν πολύ μικρά και αισθάνθηκα υπεύθυνος γι’ αυτά. Έπειτα, γύρω στον Σεπτέμβριο, αποφάσισα να γράψω αυτή την επιστολή.

Σ.Τ.: Υπήρξε κάποια στιγμή που ενεργοποίησε αυτή την επιθυμία; Κάτι ξαφνικό; Ή γεννήθηκε σιγά-σιγά;

Β.Κ.: Υπήρξε μια στιγμή. Άνοιξα την ντουλάπα για να δω τι θα κάνω με τα ρούχα του και όλη αυτή η μυρωδιά, η αίσθηση του αρώματός του –έβαζε πάντα Miyake–, όλο αυτό, με χτύπησε σαν κάποιος να με χαστούκιζε για ώρες, αλλά και σαν να μου έλεγε «πρέπει να επιζήσεις, να το ξεπεράσεις, να ζήσεις και να μιλήσεις γι’ αυτό». Βρήκα τις κάλτσες που του είχα αγοράσει από εδώ, από το Κολωνάκι, μπλε και άσπρες, με την ελληνική σημαία. Του άρεσαν πάρα πολύ, τις φορούσε. Όταν ακούμπησα το παλτό του, ήρθε μια μυρωδιά που έφερε αναμνήσεις με τον τρόπο του Proust. Για να πω την αλήθεια, μου έδωσε ελπίδα όλο αυτό, ώστε να μην παραιτηθώ.

Σ.Τ.: Τα ρούχα αυτά τα έχεις ακόμα;

Β.Κ.: Ναι, ναι.

Σ.Τ.: Τι σκοπεύεις να τα κάνεις;

Β.Κ.: Δεν ξέρω. Θα μείνουν εκεί για πολλά χρόνια νομίζω. Προσπάθησα, λίγο πριν φύγω από την Αυστραλία, να τα δώσω. Στην Αυστραλία υπάρχει η παράδοση μόλις κάποιος πεθαίνει να δίνεις τα ρούχα στους άπορους και στους αστέγους. Ενώ είχα κανονίσει μια συνάντηση με τους Saint Vincent de Paul, μια σχετική οργάνωση, μετά κατάλαβα ότι δεν μπορούσα καν να τα ξεκρεμάσω.

Σ.Τ.: Δικό του ρούχο έχεις φορέσει εσύ;

Β.Κ.: Τις κάλτσες του.

Σ.Τ.: Και νιώθεις κάτι;

Β.Κ.: Δεν μπορώ να πω. Αισθάνομαι ότι ανασυγκροτώ κάποιες στιγμές που ζούσε.

Σ.Τ.: Είναι τρελό, αλλά εμένα, όπως σου έχω ξαναπεί, η μάνα μου μού έδωσε ένα μπουφάν του πατέρα μου είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, και όταν το φόρεσα ήταν σα να με έκαιγε.

Β.Κ.: Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Γιατί κι εγώ με τις κάλτσες του Ρόμπερτ που φορούσα ένιωθα ότι περπατούσα σαν και κείνον. Ότι ήμουν σε μέρη που πήγαινε εκείνος. Είναι περίεργο πράγμα η μνήμη, το τι μπορεί να κάνει, και το πώς προσπαθούμε τόσο απελπισμένα να επικοινωνήσουμε μέσα απ’ αυτά τα μικρά πράγματα.

Σ.Τ.: Ένα από τα ωραιότερα σημεία του βιβλίου είναι εκεί που λες πως, επιστρέφοντας από κάποιο μάθημά του (σ.σ. ήταν δάσκαλος μουσικής), του είπες ότι ήξερες τι μουσική έπαιζε λίγο πριν από τον ρυθμό που περπάταγε- ότι έπαιζε τα «Crisantemi» του Puccini.

Β.Κ.: Ναι, ναι. Υπάρχει και μια άλλη στιγμή. Ο Ρόμπερτ είχε ασφαλώς μουσική παιδεία, αλλά κι εγώ ήξερα μουσική, επειδή είχα ταξιδέψει. Του υπέδειξα να ακούσει το γερμανικό ρέκβιεμ του Brahms, κι ο Ρόμπερτ τρελάθηκε μετά από αυτό, επειδή ήταν και πολύ γερμανόφιλος. Και ξαφνικά, δύο εβδομάδες μετά, του ζήτησαν να το παίξει στο Opera House του Σίδνεϊ. Εγώ ήμουν στη μία πλευρά της αίθουσας, ενώ ο Ρόμπερτ έπαιζε πάνω στη σκηνή. Δεν ξέρω αν έχεις αισθανθεί την καρδιά σου να χτυπάει δύο φορές. Αν και μάς χώριζαν 500 μέτρα, ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο. Η μουσική του Brahms, ειδικά το δεύτερο μέρος, εκεί που λέει ότι η σάρκα είναι σαν χορτάρι που πεθαίνει και δεν ξανάρχεται… Επικοινωνούσαμε από απόσταση και αισθανόμουν ότι η καρδιά του χτυπούσε δίπλα μου ή μέσα μου ακόμα. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι μού είπε το ίδιο και κείνος. «Κάποια στιγμή δεν μπορούσα να παίξω γιατί νόμιζα ότι κάποιος άλλος είναι μέσα μου». Όλα αυτά προέκυψαν μέσα από τη μουσική, όπως καταλαβαίνεις. Γι’ αυτό, όταν φόρεσα τις κάλτσες του, αισθάνθηκα ότι περπατούσα σαν και κείνον, ότι ήμουν σαν και κείνον… Ακούγομαι ευγενής, αλλά είμαι λίγο χωριάτης, άξεστος άνθρωπος.

Σ.Τ.: Ως προς τι; Ως προς την ορμή των συναισθημάτων;

Β.Κ.: Ως προς τη συμπεριφορά μου.

Σ.Τ.: Μα το να έχεις ορμητικά αισθήματα δεν είναι χαρακτηριστικό του χωριάτη. Το αντίθετο. Η μεγάλη μάζα είναι που ζει σ’ ένα συναισθηματικό flatline.

Β.Κ.: Σωστά. Αλλά ο Ρόμπερτ είχε αυτή την εξευγενισμένη αντίληψη των αισθημάτων· μια απλή κίνηση, μια απλή χειρονομία, ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών. Ήταν σαν να έβλεπες έναν αναγεννησιακό πίνακα όταν μιλούσε ο Ρόμπερτ.

#img#

Σ.Τ.: Δηλαδή εσύ δίπλα του ήσουν ο ζωηρός Μεσόγειος ας πούμε;

Β.Κ.: Ναι, ναι, πάντα.

Σ.Τ.: Και έτσι σε αντιμετώπιζε κι αυτός;

Β.Κ.: Αυτός συγκλονιζόταν από τους ζωηρούς Μεσόγειους. Έτσι γίνεται, ό ένας ζητάει από τον άλλον αυτό που ουσιαστικά θα ήθελε να είναι.

Σ.Τ.: Πάντως, το physique σου δεν είναι του κλασικού Έλληνα. Είσαι ξανθός, γαλανομάτης.

Β.Κ.: Ναι, αλλά η συμπεριφορά μου είναι ανθρώπου από τα Κρέστενα νομού Ηλείας. Δεν έχω, ούτε είχα πρόβλημα με αυτό. Δεν προσπάθησα ποτέ να κρύψω τη συμπεριφορά μου. Αν και στην Αυστραλία η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι πολύ ελεγχόμενη, εγώ δεν ήθελα να αλλάξω. Ήθελα να μιλάω.

Σ.Τ.: Σαν τυπικός wog;

Β.Κ.: Aκριβώς, με ευθύτητα καταρχάς, με ειλικρίνεια. Δεν μου άρεσαν οι περιφράσεις που πολλές φορές χρησιμοποιούν οι Εγγλέζοι, που μιλούν για τα πιο προφανή πράγματα χωρίς να τα ονομάζουν.

Σ.Τ.: Οπότε, Βρασίδα, τον Σεπτέμβρη αρχίζεις να γράφεις και σιγά-σιγά τα αισθήματά σου μετασχηματίζονται ― μεταβολίζεις τον θάνατο, για να χρησιμοποιήσω μια άσχημη λέξη…

Β.Κ.: Όχι, όχι. Μου πήρε πολύ καιρό, ακόμα και τώρα νομίζω ότι πολεμάω με αυτό το φάντασμα, με την παρουσία του, με το διάνεμα, όπως θα έλεγαν στη δημοτική γλώσσα. Φαντάσου ότι στην Αυστραλία πολλές φορές περπατάω στον δρόμο και μου έρχονται στίχοι του Παλαμά από τον «Τάφο»: «Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησέ μας». Άκου κουβέντα τώρα! Ξαφνικά οι συνθήκες τα φέρνουν έτσι ώστε μιλάς με την ποίηση. «Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησε μας». Δηλαδή όταν φύσαγε ο άνεμος εγώ περίμενα να έρθει να με φιλήσει ο Ρόμπερτ, να με αγγίξει. Η γραφή με βοήθησε λίγο να το ελέγξω όλον αυτό τον συναισθηματικό στρόβιλο στον οποίο βρισκόμουν για πάρα πολύ καιρό. Μετά έπρεπε να πάω στο πανεπιστήμιο ξανά, να δουλέψω, το πρώτο εξάμηνο μετά τον θάνατο του, αλλά συνέχισα να γράφω μανιωδώς. Δεν κοιμόμουν το βράδυ, υπήρξαν εβδομάδες που δεν κοιμήθηκα καθόλου. Προσπαθούσα να βρω τα ίχνη του παντού, τι είχε αφήσει πίσω, τι έκανε. Κάποια στιγμή, εκεί που έψαχνα τα χαρτιά μου, βρίσκω έναν φάκελο που έλεγε «η διαθήκη μου». Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα υπήρχε διαθήκη. Και ήθελα τα περισσότερα να τα δώσω στον αδελφό του, στην οικογένειά του, παρόλο που είχαν απομακρυνθεί λίγο. Αλλά το βιολί και τη βιόλα που έπαιζε, τα προσωπικά του αντικείμενα, τα κράτησα εγώ.

Σ.Τ.: Δεν σε πονάει που τα βλέπεις;

Β.Κ.: Πολύ, πάρα πολύ.

Σ.Τ.: Δεν σου έχει έρθει η επιθυμία να τα κρύψεις, να τα δώσεις; Να τραβήξεις ένα Χ και να κρατήσεις μεν την υψηλή μνήμη του αλλά να μη βασανίζεσαι από τη θέα και τη μνήμη αυτών των πραγμάτων;

Β.Κ.: Περίεργο! Δεν θέλω να χαθεί από δίπλα μου η παρουσία του όσο ζω. Θα τα κρατήσω μέχρι το τέλος. Δηλαδή θα ήθελα να πεθάνω περιστοιχισμένος από τα δικά του πράγματα. Δεν θα ήθελα να αποχωριστώ όσα μας έδεσαν και μας έφεραν μαζί. Και αυτά είναι μικρά πράγματα. Του Ρόμπερτ του άρεσε πάντα να αγοράζει αυτά τα μικρά κόκκινα λεωφορεία όταν πηγαίναμε στο Λονδίνο. Κάθε φορά που τα πιάνω στα χέρια μου αισθάνομαι γαλήνη. Ταυτόχρονα, μου έρχονται λυγμοί, σκεπτόμενος αυτόν που έφυγε. Λες και βρίσκω τα δάχτυλά του, τα χέρια του πάνω τους, τα αποτυπώματά του. Βλέπεις, πολλές φορές μέσα στην τρέλα μου μιλάω σε αυτά τα άψυχα αντικείμενα. Μη με ρωτήσεις αν μου απαντάνε. Εγώ τους μιλάω.

Σ.Τ.: Εσύ, βέβαια, τώρα είσαι σε κατάσταση έντονου πένθους ακόμα, αλλά, απ’ ό,τι ξέρουμε, η ζωή έχει πολλές πανουργίες για να τραβάει τους ζωντανούς πίσω στους ζωντανούς.

Β.Κ.: Ναι, το ξέρω. Ίσως συμβεί κάποια στιγμή, αλλά θέλω να περάσω μέσα από αυτήν τη χώρα του πένθους και να δω πώς θα με αλλάξει. Και νομίζω με έχει αλλάξει πάρα πολύ.

Σ.Τ.: Οπότε, ως προς τις πανουργίες;

Β.Κ.: Έρχονται κάποιες τετοιες στιγμές, αλλά μετά από λίγο ανοίγεις την πόρτα, μπαίνεις στο σπίτι και ξαναγυρνάς εκεί όπου ήσουνα.

Σ.Τ.: Στο σπίτι.

Β.Κ.: Ναι.

Σ.Τ.: Το λες και το ξαναλές. Καταρχάς, λες μια υπέροχη φράση, ότι τη στιγμή που εκφράστηκε ο έρωτας σας, όταν εκείνος σου είπε «μη με αφήσεις ποτέ», εσύ γύρισες και του απάντησες «μα πού να πάω; Εσύ είσαι το σπίτι μου».

Β.Κ.: Μα ήταν το σπίτι μου. Το πρώτο κείμενο που έγραψα στα αγγλικά, που ήταν οι αναμνήσεις του Μανώλη Λάσκαρη, είχαν αυτή την περίεργη αφιέρωση: To Robert, home.

Σ.Τ.: Α, τέλειο!

Β.Κ.: Ήταν το σπίτι μου. Επειδή στα νιάτα μου περιπλανήθηκα πάρα πολύ, πήγαινα από δω και από κει, έκανα όλες αυτές τις αλλοκοτιές που κάνουν οι νέοι, ψάχνονται, ψάχνουν.

Σ.Τ.: Ψάχνουν τα όριά τους.

Β.Κ.: Και τα ξεπερνούν πολλές φορές.

Σ.Τ.: Μα άμα δεν τα ξεπεράσεις, πώς θα ξέρεις ότι είναι όρια;

Β.Κ.: Σωστά. Και ξαφνικά, όταν συνάντησα τον Ρόμπερτ, όλα αυτά τελείωσαν. Έναν χρόνο μετά τη συνάντησή μας ήμασταν σε ένα gay bar στο Σίδνεϊ, κοιτάξαμε γύρω μας και αυτόματα, χωρίς να έχουμε μιλήσει καν, μου είπε: «Δεν νομίζεις ότι είναι η ώρα να πάμε σπίτι και να μείνουμε εκεί;». Κοίταξα γύρω και του απάντησα «ναι, ναι αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ». Ο Ρόμπερτ για μένα είναι το σημείο αναφοράς και το κέντρο ύπαρξης. Δηλαδή, όλο αυτό το πένθος αφορά και το ότι έχασα το κέντρο μου.

Σ.Τ.: Έχασες το σπίτι σου.

Β.Κ.: Ναι. Και ξαφνικά μένεις σε αυτό το σπίτι, αλλά δεν είναι το σπίτι σου πια.

Σ.Τ.: Γι’ αυτό και μερικές απ’ τις πιο σπαρακτικές σελίδες είναι αυτές που λες ότι ο κήπος σας μαραίνεται ερήμην του Ρόμπερτ.

Β.Κ.: Ναι. Τα λουλούδια με μισούν! Γιατί περίμεναν τον Ρόμπερτ, που τα πρόσεχε συνέχεια. Και έναν μήνα αφού έφυγε κατάλαβα ότι τα λουλούδια δεν με θέλουν. Μου φώναζαν «φύγε από δω, δεν θέλουμε να μας πιάνεις, να μας αγγίζεις», παρόλο που τα πότιζα, τα περιποιόμουν, τα κλάδευα. Τώρα αυτά, θα μου πεις, είναι παραισθήσεις και παράκρουση.

Σ.Τ.: Δεν είναι. Για το σπίτι χρειάζονται δύο.

Β.Κ.: Ναι. Ο Ρόμπερτ είχε μια απίστευτη αίσθηση της τάξης.

Σ.Τ.: Δεν είναι μόνο η τάξη, είναι και αυτό που λες επανειλημμένως: η ολοκλήρωση. Ότι μέσα από τον έρωτα βλέπεις για πρώτη φορά τον εαυτό σου και αισθάνεσαι ότι αυτό το σπασμένο πράγμα που είσαι, κυκλοφορώντας στον κόσμο, γίνεται ένα όταν συναντάς τον έρωτά σου.

Β.Κ.: Ξέρεις, πολλές φορές με πιάνει απόγνωση με αυτό που λένε οι άνθρωποι, ειδικά οι θρησκευόμενοι, «σημασία έχει η αγάπη». Δεν υπάρχει η αγάπη γενικά, υπάρχει η αγάπη ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, αγαπάς κάτι συγκεκριμένο και βάσει αυτής της έντασης, της αφοσίωσης και της αυτοθυσίας πιστεύω ότι πρέπει να κριθούμε. Μόνο έτσι μπορούμε να σταθούμε μπροστά σε μια μεταφυσική κρίση που θα έρχεται από τον Θεό, αν υπάρχει βέβαια θεός, και δεν είναι μία από τις προβολές του Εγώ μας. Εγώ νομίζω ότι το μεγαλύτερο πράγμα που μου έδωσε ο Ρόμπερτ είναι ότι ξαφνικά άρχισα να σκέφτομαι και για κάποιον άλλο, όχι μόνο για τον εαυτό μου.

Σ.Τ.: Στα χρόνια της αλητείας, ας τα πούμε έτσι, γράφεις ότι ήσουν ευτυχισμένος, σχεδόν αυτάρκης. Ωστόσο, θεωρείς ότι ο άνθρωπος ολοκληρώνεται και βρίσκει τα υψηλότερα σημεία του όταν ερωτεύεται.

Β.Κ.: Και γίνεται δέντρο. Με τον άλλο βγάζεις ρίζες, κάνεις καρπούς.

Σ.Τ.: Στις ρίζες βάζεις και τα παιδιά ή…

Β.Κ.:… οτιδήποτε διαλέγει κάθε άνθρωπος να κάνει. Δεν μου αρέσει να γενικεύω.

Σ.Τ.: Σας ήρθε ποτέ η επιθυμία να έχετε παιδιά;

Β.Κ.: Όχι. Νομίζω ότι ήμασταν και οι δύο πολύ αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, δεν θα ήθελα να κάνω παιδιά ούτε να τα βλέπω ως αντίγραφο του εαυτού μου, όπως ακούσαμε πρόσφατα. Αυτό, νομίζω, ότι είναι το μεγάλο πρόβλημα με τα ανδρικά ζευγάρια πολλές φορές, και η μεγάλη έλλειψη. Ότι ενώ θα ήθελες να έχεις, επιλέγεις να μην το έχεις, να μην το κάνεις. Νομίζω ότι ο Ρόμπερτ ξαναζούσε διαρκώς την παιδική του ηλικία, ήταν ένα παιδί.

Σ.Τ.: Εσύ αυτό το αποδίδεις και σε μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά σου, τη γενιά μας. Λες ότι είναι εφηβενήλικες.

Β.Κ.: Ναι. Kidults.

Σ.Τ.: Δηλαδή νοσταλγούν συνέχεια την εφηβεία τους, αρνούνται να μεγαλώσουν.

Β.Κ.: Δεν είναι φανερό;

Σ.Τ.: Ασφαλώς. Το διακρίνεις περισσότερο στους Έλληνες ή μιλάς γενικά;

Β.Κ.: Το διακρίνω παντού. Και στην Αυστραλία το ίδιο είναι, και στον αγγλοσαξονικό κόσμο.

Σ.Τ.: Αναφέρεσαι στους boomers;

Β.Κ.: Στη γενιά μετά τους boomers. Οι boomers έχουν γεράσει.

Σ.Τ.: Μα κι εμείς έχουμε γεράσει.

Β.Κ.: Εννοώ ότι έχουν γεράσει ψυχικά, διότι βασανίστηκαν περισσότερο απ’ ό,τι νομίζουμε. Η γενιά μας έχει αποφασίσει να μείνει στη δεκαετία του ’70. Να μη μεγαλώσουμε, να μην ξεπεράσουμε αυτήν τη δεκαετία, να είμαστε πάντα σε μια διαρκή επαναστατική ή οργασμική διέγερση.

Σ.Τ.: Πάντως δεν ήταν κι άσχημα, Βρασίδα.

Β.Κ.: Ήταν πολύ ωραία.

Σ.Τ.: Το γλεντήσαμε.

Β.Κ.: Το γλεντήσαμε, το απολαύσαμε. Γνωριστήκαμε με ανθρώπους, κάναμε πράξεις άσκοπες, που είναι πολύ σημαντικό.

Σ.Τ.: Αυτή η ανευθυνότητα είχε και την πλάκα της.

Β.Κ.: Είχε και τη σημασία της, από ψυχολογικής πλευράς.

Σ.Τ.: Είχε βέβαια και τις ζημίες της.

Β.Κ.: Ναι, γιατί μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να ξεκολλήσουν. Μπορεί κάποιος να εθιστεί, να χρειάζεται κάθε βράδυ να βγαίνει και να κάνει σεξ με αγνώστους, χωρίς να καταλαβαίνει για ποιον λόγο και στο τέλος, όσο πιο πολύ το κάνεις, τόσο πιο ανικανοποίητος μένεις.

Σ.Τ.: Ισχύει. Εσύ το ένιωθες αυτό;

Β.Κ.: Πάρα πολύ. Γι’ αυτό, κάποια στιγμή, ήμουν λίγο μαζεμένος, μετά τα 26-27.

Σ.Τ.: Ο Ρόμπερτ, όμως, κάποια στιγμή γυρίζει και σου λέει ότι νιώθει βρόμικος λόγω αυτής της σεξουαλικής υπερβολής. Ένιωθες κι εσύ βρόμικος;

Β.Κ.: Ποτέ.

Σ.Τ.: Πώς κι έτσι;

Β.Κ.: Δεν ξέρω.

Σ.Τ.: Και αυτή η διαφορά πού οφείλεται;

Β.Κ.: Είναι η διαφορά μεταξύ Προτεσταντισμού και Ορθοδοξίας νομίζω.

Σ.Τ.: Αυτό λες; Μα και η Ορθοδοξία προκαλεί τόσες ενοχές.

Β.Κ.: Μπα, εγώ την Ορθοδοξία τη βλέπω ως ένα «θεολογικό χορευτικό». Η Ορθοδοξία δεν έχει βάθος, δεν βλέπει τον άνθρωπο ως ψυχολογική σχάση, μια ψυχή η οποία βρίσκεται σε διάλυση. Δεν έχουμε την αυγουστίνεια ανθρωπολογία στην Ορθοδοξία.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά δεν ενοχοποιεί τη σεξουαλικότητα;

Β.Κ.: Η Ορθοδοξία ενοχοποιεί τη σεξουαλικότητα, αλλά δεν την κάνει δαιμονική. Ο Προτεσταντισμός την βλέπει ως κάτι δαιμονικό για το οποίο πρέπει να τιμωρηθείς. Εμείς δεν το αισθανόμαστε ποτέ αυτό.

Σ.Τ.: Οπότε το κενό, ας πούμε, που ένιωθες μετά τη σεξουαλική υπερβολή των ’70s ήταν περισσότερο από κόπωση παρά από ενοχή;

Β.Κ.: Κοίταξε, κάποια στιγμή νομίζω ότι πρέπει να λέμε «I had enough», ό,τι ήταν να κάνουμε το κάναμε.

Σ.Τ.: Μου θυμίζεις τον Χριστιανόπουλο που έλεγε ότι «απαραιτήτως ο άνθρωπος πρέπει να σταματάει να πηγαίνει στο ψωνιστήρι στα 57 του χρόνια». Το είχε μετρήσει.

Β.Κ.: (γέλια) Ναι, το είχε μετρήσει. Θα μου πεις ότι υπάρχει η απληστία της επιθυμίας, η επιθυμία είναι απέραντη και απαιτητική πάντα. Αλλά από ένα σημείο και πέρα λες ότι εντάξει, πρέπει να κοιτάξω και τον εαυτό μου τώρα.

Σ.Τ.: Νομίζω ότι ο Απόστολος Παύλος έλεγε: «ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί…»

Β. Κ.: «… ίνα μη υπεραίρωμαι».

Σ.Τ.: Ακριβώς.

Β. Κ.: Δεν μου δόθηκε σκόλοπας, τον δημιούργησα. Δηλαδή κάποια στιγμή είπα ότι εντάξει, έκανες ό,τι έκανες, τώρα πρέπει να βρεις κάποιον και να είσαι μαζί του.

Σ.Τ.: Οπότε συναντηθήκατε εσείς οι δύο άνθρωποι μετά από αυτή την περιπλάνηση που για σένα δεν ήταν μόνο σεξουαλική, είχε κι άλλα, πολύ ωραία πράγματα, μεγάλα ταξίδια, εμπειρίες ― είχες γίνει μέχρι και μοναχός.

Β. Κ.: Καλόγερος. Ναι. Αποτυχημένος βέβαια.

Σ.Τ.: Αποτυχημένος. Αλλά το δοκίμασες. Ως ηθοποιός ίσως- πνευματικός ηθοποιός. Έφτασες μέχρι και τη Μόσχα;

Β. Κ.: Μέχρι τη Μόσχα, το μοναστήρι του Αλεξάνδρου Νιέφσκι.

Σ.Τ.: Πόσο έμεινες εκεί;

Β. Κ.: Περίπου τέσσερις μήνες, δεν άντεξα άλλο. Αν οι ορθόδοξοι καλόγεροι είναι τυπολάτρες και δεν έχουν καμιά αίσθηση πνευματικότητας, οι Ρώσοι πίνουν συνέχεια. Από το πνεύμα στο οινόπνευμα!

Σ.Τ.: Πόσων ετών ήσουν τότε;

Β. Κ.: Είκοσι τρία-είκοσι τέσσερα.

Σ.Τ.: Θα ήσουν και όμορφος.

Β. Κ.: Πολύ.

Σ.Τ.: Ήσουν ένας ξανθός άγγελος, είκοσι τριών ετών, ανάμεσα στους Ρώσους πότες!

Β. Κ.: Όχι απλώς πότες, έπρεπε να τους τραβάω το βράδυ. Θυμάμαι τον ηγούμενο του μοναστηριού που καθόταν κάτω από μια κάνουλα.

Σ.Τ.: Τι πλάκα!

Β. Κ.: Άνοιγε την κάνουλα και έπινε βότκα. Μου θύμιζε Buñuel όλη αυτή η κατάσταση.

Σ.Τ.: Αυτό δεν κατέρριψε κάθε θρησκευτικό σου αίσθημα;

Β. Κ.: Ναι. Τότε αποφάσισα ότι δεν υπάρχει Θεός. Αν αυτοί πιστεύουν, δεν υπάρχει Θεός, αυτό είπα στον εαυτό μου. Μετά πήρα τον Υπερσιβηρικό και ταξίδεψα μέσα από τη Σιβηρία όλη τη Ρωσία, έφτασα μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Και εκεί βλέπεις τη φυσική αποκάλυψη του Θεού. Τα δάση, τα χρώματα των δέντρων, τα ζώα, τις αποχρώσεις του χιονιού που νομίζουμε ότι είναι άσπρο, αλλά δεν είναι άσπρο πουθενά, αν το προσέξεις. Ξαφνικά ανακαλύπτεις την ωραιότητα του κόσμου, που όπως λένε οι Ψαλμοί αναγγέλλει τη δόξα του Θεού.

Σ.Τ.: Οπότε έχασες τον Θεό απ’ τη μια μεριά αλλά τον βρήκες απ’ την άλλη.

Β.Κ.: Δεν ξέρω αν λέγεται Θεός. Όπως θα έλεγε ο Spinoza, είναι ο Θεός ή η Φύση; Εγώ πιστεύω σε μια φυσική θεολογία, των προσωκρατικών, ότι τα πάντα είναι πλήρη θεών. Γι’ αυτό δεν είχα ποτέ, αν μου επιτρέπεις, ενοχή. Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει να έχεις ενοχές γι’ αυτό που είσαι. Δεν μπορείς να είσαι ένοχος γι’ αυτό που είσαι! Είσαι αυτό που είσαι.

Σ.Τ.: Αυτό είναι θαυμάσιο όταν συμβαίνει, αλλά, μεγαλώνοντας στην ελληνική επαρχία τη δεκαετία του ’60 ή του ’70, δεν είναι και τόσο εύκολο, μέχρι να σταθείς στα πόδια σου πνευματικά.

Β.Κ.: Ναι.

Σ.Τ.: Ωστόσο εσύ μου λες ότι ποτέ δεν είχες ενοχή.

Β.Κ.: Ποτέ. Αντίθετα, πάντα ήξεραν ότι κάτι ήταν στραβό με αυτό το παιδί.

Σ.Τ.: Αυτή η λέξη, το «στραβό», είναι το θέμα.

Β.Κ.: Μου άρεσε όμως εμένα να είμαι στραβός. Δεν ήθελα να είμαι σαν τους άλλους. Δηλαδή οι άλλοι ήταν, πώς να το πούμε, ένα είδος…

Σ.Τ.: … βαρετής ορθοκανονικότητας.

Β.Κ.: Ναι, και ομοιομορφίας, που έλεγε ότι πρέπει να συμπεριφέρεσαι έτσι, ενώ ο Βρασίδας…

Σ.Τ.: Οπότε, Βρασίδα, συναντηθήκατε με τον Ρόμπερτ, έκλεισε η περίοδος των περιπλανήσεων και ήρθε το αποκαλυπτικό φως του έρωτα. Το οποίο, επίσης, είχε στάδια, φαντάζομαι.

Β.Κ.: Ε, στην αρχή, ξέρεις, είναι ο πόθος. Ο πόθος και το σεξ. Δηλαδή συναντάς κάποιον άνθρωπο και ξαφνικά κολλάτε σωματικά.

Σ.Τ.: Από κει ξεκινούν όλα.

Β.Κ.: Δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε. Για μήνες, για τον πρώτο χρόνο. Ήταν αυτό που έλεγε ο Ερωτόκριτος, «για σένα εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου». Το ένιωσα αυτό. Βρε, διάολε, έκανες σεξ παντού, στον Καναδά, στη Φινλανδία, στη Ρωσία. Και ξαφνικά, βρίσκεις έναν άνθρωπο…

Σ.Τ.: Μάλιστα τον πόθο σού τον δημιούργησε ένα σώμα που ήταν, ας το πούμε, στραβό επίσης, γεμάτο ουλές. Ενός ανθρώπου ο οποίος ντρεπόταν για το σώμα και τη γύμνια του. Ωστόσο αυτή η ευθραυστότητα εσένα σε ερέθισε ακόμα πιο πολύ.

Β.Κ.: Σου είπα, μετά από λίγο δεν θέλαμε να ξεκολλήσουμε. Αυτό το σώμα για μένα ήταν η επαφή με κάτι άλλο πέρα από το σώμα, αν μου επιτρέπεις, το αγκάλιασμα των σωμάτων, ο οργασμός, ο έρωτας, η εκσπερμάτωση, όλα αυτά ήταν μια απάντηση στον Πλάτωνα, στον Χριστό. Αν θυμάσαι, στον Πλάτωνα, στο Συμπόσιο δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που ενώνονται. Λέει η Διοτίμα, «τι είναι αυτό που ζητάτε εσείς οι θνητοί ο ένας από τον άλλον;». Αυτό είναι η απάντηση του έρωτα, σε αυτό το ερώτημα. Και τελικά ήθελα αυτόν. Δεν ήταν μια αφηρημένη ιδέα, μια επικύρωση κοινωνική, μια αναγνώριση.

Σ.Τ.: Αν είναι έτσι όπως τα λες, η θρησκεία θα φοβάται λίγο και τον έρωτα.

Β.Κ.: Κοίταξε, υπερβάλλουμε με τη θρησκεία. Είναι άλλο το θρησκευτικό αίσθημα, ας το πούμε η θρησκευτικότητα, και άλλο η θρησκεία η οργανωμένη. Δεν μιλάω για την Εκκλησία την ορθόδοξη, την οποία θεωρώ έναν αντιπνευματικό οργανισμό και επομένως άφιλο. Δεν μπορείς να κάνεις θεολογία αν δεν έχεις φίλους. Η φιλία, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, είναι αυτή που χτίζει πολιτείες. Αυτή που χτίζει σχέσεις, πολιτεύματα και, τέλος, σχέσεις ερωτικές μεταξύ των ανθρώπων. Λοιπόν, εγώ νομίζω ότι με τον Ρόμπερτ περάσαμε τις τέσσερις λέξεις που έχει η ελληνική γλώσσα γι’ αυτή την πορεία: από τον πόθο, στον έρωτα, στη στοργή και στο τέλος, στην αγάπη. Έγινε αυτή η καταπληκτική μετάβαση.

Σ.Τ.: Από το «σε θέλω» στο «τι θέλεις;».

Β.Κ.: Επομένως, η στοργή σήμαινε ότι έπρεπε να πάρω ευθύνη για τη ζωή του Ρόμπερτ- και την πήρα. Ο Ρόμπερτ μου έλεγε «φύγε, καταστρέφω την καριέρα σου» και του απαντούσα «let it go, δεν με ενδιαφέρει η καριέρα μου, δεν θα ζήσω με την καριέρα μου».

Σ.Τ.: Όταν φτάσατε στα επόμενα στάδια του πόθου, όταν ο πόθος γίνεται στοργή και «τι θές να σου μαγειρέψω σήμερα;», αισθάνθηκες ποτέ ότι αυτό ήταν κάτι πιο χαμηλό, πιο συμβατικό από τα πρώτα στάδια;

Β.Κ.: Εγώ τρελαίνομαι για ρουτίνες. Δεν τις φοβάμαι. Οι ρουτίνες υποδηλώνουν μια σχέση αδιάρρηκτη. Θα κάνεις αυτό, θα κάνω εκείνο, και έχουμε μια πολύ όμορφη σχέση. Όλοι οι άνθρωποι ζουν με αυτές τις ρουτίνες. Ο Καζαντζάκης την ονομάζει «η άγια ρουτίνα της καθημερινότητας». Η ωραιότερη στιγμή είναι να πηγαίνεις στο σπίτι και βλέπεις ένα πιάτο φαγητό να σε περιμένει. Αυτό το έχεις γράψει εσύ για τη μητέρα σου. Ένα καταπληκτικό κομμάτι. Έτρεχα να γυρίσω στο σπίτι πριν έρθει ο Ρόμπερτ για να του φτιάξω μια μπολονέζ ή ένα άλλο φαγητό που του άρεσε. Για μένα ήταν ευτυχία αυτό. Ήταν το απόλυτο, αν μου επιτρέπεις, ήταν έρωτας.

Σ.Τ.: Και για μένα είναι ευτυχία αυτό.

Β.Κ.: Μεγάλη ευτυχία, απόλυτη. Συντονισμός στον κοσμικό ρυθμό πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ο ήλιος, το ημίφως και το σκοτάδι: αυτά τα ζούσαμε μαζί εκεί πέρα. Βγαίναμε έξω το βράδυ να κάνουμε βόλτες, καθόμασταν δίπλα στα λουλούδια και μιλούσαμε.

Σ.Τ.: Η σεξουαλική απιστία που μπορεί να έρθει σε τέτοιες περιόδους, είναι κάτι που σε πλήγωσε;

Β.Κ.: Στην αρχή, ναι, με πλήγωσε. Ακόμα με πληγώνει…  Το έκανα κι εγώ μια φορά. Το ομολογώ.

Σ.Τ.: Γιατί το σώμα εξακολουθεί να έχει τις ανάγκες του.

Β.Κ.: Να πω την αλήθεια, μετά από λίγο το κάνεις μόνο και μόνο γιατί θες να αποδείξεις στον εαυτό σου ότι μπορείς να το κάνεις.

Σ.Τ.: Α! Λες;

Β.Κ.: Ναι. Εγώ έτσι νόμιζα, έτσι το έκανα. Ήθελα να δω αν μπορώ να το κάνω, αν είμαι σε θέση να λειτουργήσω.

Σ.Τ.: Σε πλήγωσε ωστόσο.

Β.Κ.: Πολύ, πάρα πολύ. Πέρασαν μέρες που σχεδόν καθόμασταν δίπλα χωρίς να κάνουμε έρωτα ή οτιδήποτε άλλο, απλώς κρατώντας το χέρι ο ένας του άλλου. Αλλά όπως λέμε στα αγγλικά: «You have to move on». Και προχωρήσαμε.

Σ.Τ.: Εσύ ήσουν τυχερός που δεν ένιωσες τύψεις, ενοχές, μεγαλώνοντας μέσα στη σεξουαλικότητα που έχεις, και έζησες αυτόν τον ανεπίληπτο, ρομαντικό έρωτα. Ωστόσο, η κοινωνία συσχετίζει κουτά πάντα, φαντάζομαι ακόμη και στις δύσκολες στιγμές. Νομίζω ότι αναφέρεις πως στο νοσοκομείο αντιμετωπίσατε εκρήξεις ομοφοβίας ή βλέμματα ομοφοβικά.

Β.Κ.: Πάρα πολλά. Ειδικά στο νοσοκομείο, και από νοσοκόμες κυρίως που προέρχονταν από διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα. Αλλά τα ξεπερνούσα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου. Κάποτε τους αποκρινόμουν με την ίδια περιφρόνηση.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά στη δύσκολη ώρα, αυτό είναι ένας βαθμός δυσκολίας μεγάλος.

Β.Κ.: Ναι. Έκανα το παν να μην το δει ο Ρόμπερτ. Το εισέπραξα μόνος μου, τον προστάτευα από τέτοιου είδους αισθήματα. Δεν ήθελα να νιώσει κάτι τέτοιο σε μια στιγμή αδυναμίας, αρρώστιας, ασθένειας. Εγώ μπορούσα να το αντιμετωπίσω και να απαντήσω, έκανα πολλαπλές αναφορές. Φαντάσου να μπαίνεις σ’ ένα νοσοκομείο που «φωνάζει» ότι είναι εναντίον της ομοφοβίας με τεράστιες αφίσες και μετά να αντιμετωπίζεις αυτό.

Σ.Τ.: Είναι τρομερό, αλλά τη στιγμή που μιλάμε για έναν τέτοιον έρωτα, βλέπεις ότι η κοινωνία, παρότι προσποιείται τη μοντέρνα, είναι σε μεγάλο βαθμό ομοφοβική ακόμα. Ακόμα και η φράση «α, οι ομοφυλόφιλοι μπορούν να ερωτεύονται τόσο βαθιά, τόσο ρομαντικά, τόσο απόλυτα;» ενέχει ομοφοβία.

Β.Κ.: Αν υπάρχει κάτι σημαντικό στο βιβλίο είναι αυτό. Δείχνει πώς ερωτεύονται, αγαπάνε και αφοσιώνονται ο ένας στον άλλο δυο άντρες. Γιατί πολλοί νομίζουν ότι οι gay το μόνο που κάνουν είναι να πηγαίνουν από δω και από κει και να κάνουν ανώνυμο και πολλαπλό σεξ. Ότι είναι «μηχανές του σεξ», όπως λέγαμε παλιά.

Σ.Τ.: Συμφωνώ ότι αυτή είναι η κορυφαία αξία αυτού του βιβλίου.

Β.Κ.: Δεν έχει αποδεικτική αξία, αλλά χωρίς να το καταλάβουμε, δείξαμε και αποδείξαμε ότι η αφοσίωση περνάει μέσα από το σεξ, τον έρωτα, τον πόθο και τελικά γίνεται κάτι πολύ σημαντικότερο, κάτι ευρύτερο, που μας αγκαλιάζει ως ανθρώπους. Ο Freud έχει μιλήσει για τον άγνωστο ωκεανό της γυναικείας ψυχολογίας. Εγώ νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε κάποια στιγμή για τον απύθμενο ωκεανό της ανδρικής ψυχολογίας, για το πώς σχετίζονται οι άντρες μεταξύ τους.

Σ.Τ.: Οι αρχαίοι Έλληνες λίγο το είχαν οσμιστεί.

Β.Κ.: Ναι, με την έννοια της φιλίας. Γι’ αυτό τον Ρόμπερτ τον ονομάζω Αχιλλέα και Άμλετ μαζί.

Σ.Τ.: Απλώς τώρα πρέπει να ξεπεράσουμε όλες αυτές τις στρώσεις των άλλων πολιτισμών που ακολούθησαν.

Β.Κ.: Κοίταξε, αυτό είναι προσωπική ευθύνη του καθενός. Δεν νομίζω ότι είναι νομοθετικό ζήτημα πλέον. Γιατί η νομοθεσία υπάρχει, αλλά είναι ζήτημα νοοτροπίας, ανθρώπων οι οποίοι είναι φοβισμένοι και οι ίδιοι, τρομοκρατημένοι από τη διαφορά. Όπως είπα, όταν ο Ρόμπερτ ήταν άρρωστος, προσπάθησα να τον προφυλάξω απ’ όλα αυτά. Για μένα το πώς δυο άντρες αγαπιούνται είναι ένα βασικό θέμα που αναδεικνύει αυτό το βιβλίο. Πώς περνάνε απ’ όλες αυτές τις φάσεις, τα στάδια.

Σ.Τ.: Η αρετή αυτού του βιβλίου είναι ότι δεν το χαρακτηρίζει καμία ενοχή, καμία τύψη αλλά και ότι δεν έχει και καμία επιθετικότητα. Είναι unapologetic, αλλά όχι με τον τρόπο που η gay, ας το πούμε, λογοτεχνία μιλά για τον έρωτα. Είναι σαν να μην υφίσταται πια το θέμα, να έχει αυτοδικαίως ξεπεραστεί. Ο έρωτας είναι γυμνός, ασχέτως φύλων, θρησκειών.

Β.Κ.: Είναι ο Ρόμπερτ και ο Βρας.

Σ.Τ.: Και αυτό είναι πραγματικά αποκαλυπτικό. Το βιβλίο σου είναι από τα συγκλονιστικότερα πράγματα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια και ελπίζω να βρει το ακροατήριο που του αξίζει.

Β.Κ.: Το έγραψα για να διασώσω τη μνήμη του Ρόμπερτ και της σχέσης μας. Να πω την αλήθεια, εγώ δεν παίζω κανέναν ρόλο σ’ αυτό το βιβλίο. Δεν θέλω να έχω κανένα κέρδος ή αναγνώριση, θέλω ο κόσμος να γνωρίσει τη σχέση μας και να κλάψει λίγο στη μνήμη του Ρόμπερτ, αν μου επιτρέπεις. Ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος, η επαφή του με την Ελλάδα ήταν πολύ ωραία. Είχαμε μια φοβερή εμπειρία στη Σαντορίνη, όπου σχεδόν τον είδα να αιωρείται μπροστά μου – είχα τρελαθεί. Δεν μπορείς να φανταστείς ότι η αγάπη σε φέρνει σε τέτοιες οριακές συγκινήσεις που νόμιζες ότι ανήκουν στη ρομαντική λογοτεχνία ή ότι είναι ψευδαίσθηση. Ξαφνικά τα νιώθεις αυτά, τα ζεις. Στην αρχή δεν μπορείς να το πιστέψεις και λες «μα πώς είναι δυνατό;». Αυτό το εύθραυστο και ευάλωτο σώμα μού δείχνει αυτές τις εμπειρίες που σε άλλες περιπτώσεις θα τις θεωρούσαμε μυστικές, σαν του Μπέμε, του Συμεών του Νέου Θεολόγου ή όλων αυτών των μεγάλων μυστικών. Ξαφνικά, βλέπεις ότι η μυστική εμπειρία κρύβεται σε αυτή την επαφή, σε αυτά τα χέρια, στο φιλί δύο ανθρώπων -αντρών εν προκειμένω-, στο άγγιγμα των σωμάτων, στο αγκάλιασμα, στον αποχαιρετισμό,  στο «Θα σε δω το βράδυ. Τι ώρα θα είσαι σπίτι;» «Θα έρθω 7, ίσως και νωρίτερα». Κι εγώ έπρεπε να είμαι εκεί στις 6. Για μένα αυτή η εμπειρία ήταν πολύ σημαντική γιατί όλη αυτή η απλότητα της καθημερινής ζωής είναι τελικά το μεγάλο μυστήριο της ύπαρξης. Απλουστεύεις όσο περνάν τα χρόνια. Βλέπεις τι είναι απολύτως αναγκαίο για τη ζωή σου και, αν μου επιτρέπεις, για την ψυχή σου την ίδια. Έχουμε ξεχάσει ότι έχουμε και ψυχή στις μέρες μας. Και πώς το είδα ότι έχουμε ψυχή; Όταν έφυγε ο Ρόμπερτ το σώμα μου έκανε άλλα πράγματα απ’ αυτά που του έλεγε η ψυχή. Δηλαδή κατάλαβα ότι υπάρχει μέσα μας μια δεύτερη ύπαρξη, αυτό που έλεγε ο Παύλος ο έσω άνθρωπος, που ξαφνικά, όταν χαθεί ο καταλυτής που τον κάνει ζωντανό, δηλαδή η αγάπη, το βλέμμα, το άγγιγμα, η μυρωδιά ενός ανθρώπου, τον ψάχνει.

Σ.Τ.: Καθένας βέβαια αισθάνεται ότι αυτό που έζησε είναι ξεχωριστό. Ωστόσο αισθάνεσαι ότι με αντίστοιχη ένταση ζουν και οι απλοί άνθρωποι τον έρωτα; Το ρωτάω αυτό γιατί στο βιβλίο σου πολύ ορθά λες ότι εμείς είμαστε «παιδιά παιδιών», ότι μεγαλώσαμε στην ελληνική επαρχία με τις γνωστές κακοδαιμονίες και από ανθρώπους που εν πολλοίς ήταν ανέτοιμοι να γίνουν γονείς. Πολλοί από αυτούς ήταν σκληροί, μέθυσοι, μας παράταγαν και, κυρίως, δεν ήξεραν καν πώς να αγαπάνε. Εσύ λοιπόν γεννήθηκες σε μια τέτοια επαρχία που δεν ήξερε να αγαπά. Όμως αγάπησες μ’ έναν βαθύ τρόπο. Πώς έγινε;

Β.Κ.: Κοίταξε, είναι ζήτημα ατομικό και προσωπικό σ’ αυτή την περίπτωση. Δεν θα έλεγα ότι η προηγούμενη γενιά δεν μπορούσε να αγαπήσει, απλώς δεν μπορούσε να εκδηλώσει την αγάπη της και δεν μπορούσε να μιλήσει ποτέ γι’ αυτήν.

Σ.Τ.: Αν δεν το πεις όμως, δεν υπάρχει.

Β.Κ.: Δεν υπάρχει, σωστά. Ήταν ένα ζήτημα αμίλητου πόνου που δημιουργούσε όλη αυτήν τη σύγχυση μέσα τους, που προσπαθούσαν να μας αγαπήσουν, αλλά δεν ήξεραν πώς να το δείξουν και ξαφνικά στρέφονταν εναντίον του εαυτού τους και μετά εναντίον μας. Αυτή είναι η σχέση που είχαμε με τους γονείς μας.

Σ.Τ.: Ισχύει.

Β.Κ.: Αλλά νομίζω ότι, όπως έλεγε ο Ντοστογιέφσκι, μέσα σ’ έναν αμαρτωλό υπάρχει ένας άγιος που παρακαλεί να λυτρωθεί – έτσι γίνεται και σ’ αυτούς. Έρχεται η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος άνθρωπος, και ξαφνικά… Εγώ, αν δεν είχα συναντήσει τον Ρόμπερτ, θα ήμουν ένας στείρος ακαδημαϊκός, αν μου επιτρέπεις, ένα απίστευτο ον…

Σ.Τ.: Σίγουρα όχι καταστροφικό, όπως ήταν πολλοί απ’ τους γονείς μας. Δεν θα μοίραζες πόνο δεξιά και αριστερά, ε;

Β.Κ.: Όχι. Θα ήμουν επιτυχημένος, αλλά θα ήμουν και αυτοκαταστροφικός. Αυτά τα πράγματα δείχνουν ότι η γενιά των γονιών μας ήταν και μια γενιά που βγήκε απ’ τον πόλεμο, απ’ την ανέχεια. Δεν ήξεραν, δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν κανέναν. Η αγάπη και η φιλία είναι ένα άλμα στο χάος ουσιαστικά, στο μηδέν. Πρέπει να εμπιστευτείς. Εμπιστευόμαστε σήμερα;

Σ.Τ.: Επιμένω στο ερώτημά μου γιατί δεν απαντήθηκε: σε σένα, που είσαι παιδί παιδιών, ποιο ήταν το σκαλοπάτι σου για να ανέβεις σε μια άλλη, καλύτερη κατάσταση;

Β.Κ.: Προφανώς ο Ρόμπερτ.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά είχες και τα μάτια να τον δεις. Ποιος σου έδωσε τα μάτια να τον δεις;

Β.Κ.: Δεν ξέρω. Έγινε, τον είδα. Και από την ώρα που τον είδα…

Σ.Τ.: Ήταν η παιδεία σου; Από τα Κρέστενα πώς βρέθηκες στον Ελικώνα, βρε παιδί μου;

Β.Κ.: Ίσως τα Κρέστενα να ήταν ο Ελικώνας μου. Νομίζω ότι μου δόθηκε μια σχέση μαγική στην παιδική μου ηλικία. Οι γονείς μας ήταν άσχετοι, άχρηστοι και αχρείαστοι, όλα αυτά μαζί (γελά). Ήταν αφοσιωμένοι στον εαυτό τους, τρώγονταν ο ένας με τον άλλον. Βέβαια, σε τέτοιες περιπτώσεις στα χωριά έχεις τη γιαγιά. Η οποία με μεγάλωσε με όλα αυτά τα παραμύθια, με όλες αυτές τις νεράιδες, τους κοσμικούς θρύλους. Με έβγαζε το βράδυ, ενώ ήταν σχεδόν τυφλή, και μου ονόμαζε τους αστερισμούς έναν-έναν, μου έδειχνε με το δάχτυλο «εκεί είναι αυτό, εκεί είναι το άλλο». Τα ήξερε, ενώ ήταν τυφλή σχεδόν.

Σ.Τ.: Αυτό είναι η απάντηση. Είχες αυτό το μαγικό πρόσωπο.

Β.Κ.: Μαγικότατο. Ήταν η Πότνια θηρών της παιδικής μου ηλικίας ουσιαστικά αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος μου έδωσε τη δυνατότητα να είμαι ανοιχτός στον αιφνιδιασμό, κι αν μου επιτρέπεις μια έκφραση θρησκευτική, στο θαύμα. Το να βλέπεις τον άλλον άνθρωπο, είναι ένα θαύμα, το οποίο σου δίνεται εκεί που δεν το περιμένεις, και ανοίγει μέσα στην καρδιά και στην ψυχή σου τον κόσμο του παραμυθιού, του θρύλου.

Σ.Τ.: Πολλοί λαϊκοί άνθρωποι το έχουν.

Β.Κ.: Ναι. Στη γιαγιά μου αυτό ήταν βασικό, γιατί αυτή μας μεγάλωσε. Οι γονείς μας ήταν ναι μεν αλλά, ήξεις αφήξεις. Η γιαγιά μου ήταν το σταθερό σημείο του περιστρεφόμενου κόσμου μου, ο άνθρωπος που σου ανοίγει ένα άλλο σύμπαν, που δεν είναι το πεζό, το καθημερινό αλλά το σύμπαν των απροσδόκητων συνειρμών, της απροσδόκητης σχέσης με τον φυσικό κόσμο και των αόρατων πραγμάτων που υπάρχουν μέσα στον φυσικό κόσμο. Σου τα δίνει κάποιος εκεί που δεν το περιμένεις.

Σ.Τ.: Ήταν, λοιπόν, αυτά που σου έδωσε η γιαγιά σου και, φαντάζομαι, μετά τα διαβάσματά σου, οι φιλίες σου.

Β.Κ.: Είχα πολλούς φίλους. Επίσης, κάτι που πρέπει να ομολογήσουμε –πρέπει να το έχεις νιώσει κι εσύ– είναι ότι οι φίλοι μου που πέθαναν από AIDS ήταν πολύ μεγάλη μαθητεία για μένα, π.χ. ο φίλος μου ο Αντώνης ο Σταυροπιεράκος, που πέθανε μόνος του στον Καναδά. Μέχρι τώρα δεν έχω ξεπεράσει τον θάνατο αυτού του ανθρώπου. Έμεινε μόνος του γιατί τον είχαν αποκηρύξει οι γονείς του και όλοι οι άλλοι, κι εγώ ήταν αδύνατο να βρω εισιτήριο για να πάω να τον δω.

Σ.Τ.: Αυτή η εμπειρία ως προς τι σε ωρίμασε; Τι σε έκανε να σκεφτείς;

Β.Κ.: Το εύθραυστο της ανθρώπινης ζωής, την τρωτότητα που έχουμε όλοι και ταυτόχρονα τη σκληρότητα του κόσμου, το να εγκαταλείπεις το παιδί σου ή τον φίλο σου μόνο και μόνο γι’ αυτό.

Σ.Τ.: Και σ’ έκανε ίσως και λίγο πιο ατρόμητο απέναντι στα δικά σου αισθήματα.

Β.Κ.: Ένας δεύτερος φίλος μου, για τον οποίο έχω γράψει, ο Άλκης, πέθανε στα χέρια μου την εποχή που όλοι τρόμαζαν να αγγίξουν και, ξέρεις, αυτό ξαφνικά σε λιώνει, όλες οι αντιστάσεις σου πέφτουν, περιμένεις το θαύμα να έρθει. Και ήρθε, και μέσα από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν ήταν μόνο αυτοί, ήταν κι άλλοι και λυπήθηκα πάρα πολύ όταν έφυγαν απ’ τη ζωή. Τουλάχιστον ο θάνατος τούς βρήκε με μένα δίπλα τους, που ήμουν ένα φιλικό πρόσωπο. Του Άλκη ειδικά, που πέθανε στα χέρια μου, του τραγουδούσα δημοτικά τραγούδια.

Σ.Τ.: Από αυτές τις εμπειρίες, αλλά κυρίως από την εμπειρία που περιγράφεις στο βιβλίο σου, τον δικό σου θάνατο πώς τον σκέφτεσαι;

Β.Κ.: Σκέφτομαι ότι πρέπει να προετοιμαστώ γι’ αυτή την εμπειρία. Δεν φοβάμαι πλέον, γιατί νομίζω…

Σ.Τ.: Αλήθεια, βρε Βρασίδα; Δεν φοβάσαι;

Β.Κ.: Όχι. Ερχόμαστε σε αυτήν τη ζωή να κάνουμε ορισμένα πράγματα –το γράφω στο βιβλίο–, εγώ τα έχω κάνει ήδη. Δυστυχώς, η ζωή μου ήταν, αν μου επιτρέπεις, πολύ επιτυχημένη.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά η ζωή είναι πάντα γλυκιά.

Β.Κ.: Πάρα πολύ.

Σ.Τ.: Πήρες τώρα το αεροπλάνο και ήρθες από την Αυστραλία εδώ για να μιλήσεις για έναν σκηνοθέτη του σινεμά. Αυτό, όσο λίγη, όσο χλωμή χαρά και αν είναι, είναι χαρά.

Β.Κ.: Και ένας αποχαιρετισμός. Μου αρέσουν πάρα πολύ τα τέσσερα τελευταία τραγούδια τους Στράους. Τα έχεις ακούσει;

Σ.Τ.: Τα έχω ακούσει.

Β.Κ.: Αυτό είναι. Εμένα μ’ αρέσει.

Σ.Τ.: Ακόμα και αυτό έχει μεγάλη γλύκα- στα 84 χρόνια του τα έγραψε!

Β.Κ.: Ίσως και ο θάνατος να είναι κάτι γλυκό, έτσι; Ένας αποχαιρετισμός σ’ αυτά που αγαπάμε. Θυμάσαι τι έλεγαν οι στωικοί, «πόσο άξια ζήσαμε». Την ώρα που κλείνεις τα μάτια η μεγαλύτερη εμπειρία είναι να πεις πόσο ωραία ζήσαμε τελικά – που είναι πολύ σημαντικό.

Σ.Τ.: Αυτό είναι ιδανικό να ακούγεται. Αλλά θέλει κανείς να πεθάνει;

Β.Κ.: Όχι, αλλά μπορώ να φανταστώ αυτόν τον κόσμο χωρίς εμένα.

Σ.Τ.: Εγώ ίσως είμαι αφιλοσόφητος εντελώς, αλλά, παρότι δεν με ενδιαφέρει καθόλου, ούτε ματαιοδοξίες έχω ότι θα αφήσω ίχνη, θέλω να είμαι εδώ, να βλέπω το φως, τον αέρα, τους δρόμους, τα αυτοκίνητα… Δεν έχω χορτάσει τις εικόνες αυτές.

Β.Κ.: Και δεν μπορούμε να τις χορτάσουμε έτσι; Είμαστε φτιαγμένοι γι’ αυτές τις εικόνες.

Σ.Τ.: Γι’ αυτό ρωτάω εσένα.

Β.Κ.: Έχω την εντύπωση ότι έχω ολοκληρώσει τον κύκλο μου. Δηλαδή, κλείνω. Και βλέπω τον ορίζοντα, πλησιάζω προς τον ορίζοντα. Γλυκόπικρο αυτό το πράγμα.

Σ.Τ.: Η δημιουργία;

Β.Κ.: Θα την εγκαταλείψω κάποια στιγμή. Νομίζω ότι έκανα αρκετά. Αυτό το κείμενο, αυτό το γράμμα για τον Ρόμπερτ είναι νομίζω η ακραία μου, πως να το πω, άσκηση και ασκητική. Φτάνει.

 

PODCAST:

O BΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ «ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΡΟΜΠΕΡΤ»

16.00

Ελληνική λογοτεχνία

Αστείο

Γιάννης Παλαβός

Ένας νεαρός συζητά με τη νεκρή γιαγιά του. Ένας υπάλληλος γραφείου μεταμορφώνεται σε συρραπτικό. Ο Φρανσουά Βιγιόν κάνει μια καινούργια αρχή. Ο Γιώργος βγαίνει στη σύνταξη.

Δεκαεπτά διηγήματα για τη θολή μεθόριο ανάμεσα στην πραγματικότητα και ό,τι την αναιρεί. Διηγήματα αντλημένα από την ημιορεινή μακεδονική ενδοχώρα, αλλά και διηγήματα για τους ανήλικους ενήλικες του άστεως.

Διηγήματα που βρέχονται απ’ τα νερά μιας τεχνητής λίμνης.

10.00

Ζυράννα Ζατέλη

Αν πάρεις δέκα σκυλιά και πας και τ’ αφήσεις σ’ έναν αγριότοπο, σε μια ερημιά απ’ όπου δεν περνάει ψυχή ζώσα, τα σκυλιά αυτά μέσα σε λίγες εβδομάδες θα ξαναγίνουν λύκοι…

Με την ανεξιχνίαστη περιστροφή που θα ακολουθούσε ένα ηλιοτρόπιο της νύχτας, η τέχνη της Ζ.Ζ. –επαληθευμένη χαρμόσυνα σε αυτό το τρίτο της βιβλίο, που είναι και το πρώτο της μυθιστόρημα– αποδεικνύει ότι μπορεί κανείς να γράφει σαν να προσπαθεί να λύσει τα μάγια του κόσμου ή σαν να ξορκίζει τη λύση τους.

Το διάχυτο θέμα αυτών των ιστοριών: πώς γεύεται κανείς το μέλι πάνω στο τσεκούρι, είναι και η απάντηση στη συναρπαστική αδυναμία της αφηγήτριας: ανίκανη να αντέξει το μαράζι της σιωπής, γιατρεύει τη σιωπή της με τη λογοτεχνία.

Ο αναγνώστης έχει τη σπάνια τύχη να μπει σε έναν εραλδικό κόσμο, όπου οι άνθρωποι υπάρχουν σαν διαλυμένα είδωλα, τα οποία εμπλέκονται στο αφηγηματικό υφάδι με τον αινιγματικό τρόπο που μια μουσική φράση παρεισφρέει αναπάντεχα σε ένα ζωγραφικό πίνακα.

21.20

Λέσχη Ανάγνωσης

Το Θέατρο του Σάμπαθ

Φίλιπ Ροθ

Ένα από τα αριστουργήματα του Φίλιπ Ροθ, το Θέατρο του Σάμπαθ, αυτή η ορμητική κατάδυση στη συνείδηση ενός εξηντατετράχρονου πρώην μαριονετίστα, ο οποίος ζει απομονωμένος και αφοσιωμένος στην αχαλίνωτη ερωτική ζωή του και στη διαρκή αναδιαπραγμάτευση του παρελθόντος του, δεν έχει ως άμεσο θέμα τη φιλία. Ωστόσο, η μορφική ιδιοφυΐα του Ροθ είναι αυτή που φέρνει τη φιλία στο επίκεντρο του μυθιστορήματος. Ο θάνατος ενός παλιού φίλου του ήρωα τον οδηγεί σε ένα ταξίδι επιστροφής στην προηγούμενη ζωή του, μέσω του οποίου ο Ροθ μας αφηγείται αναδρομικά τα βασικά περιστατικά του βίου του Σάμπαθ. Έτσι, η παλιά του παρέα καθίσταται κατά κάποιον τρόπο το πρώτο ακροατήριο που προκαλεί και ακούει τον παραληρηματικό, μισανθρωπικό αλλά και σπαρακτικό μονόλογο του Σάμπαθ. Η φιλία αναδεικνύεται συγχρόνως ως πεδίο ανταγωνισμού και ως χώρος εξομολόγησης, ως ένα πραγματικό θέατρο όπου μπορεί να ανέβει το δράμα της αυτοσυνείδησης.

Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται ο Ροθ τη γλώσσα και τα θέματά του είναι αυτός που έχουμε συνηθίσει από τα υπόλοιπα βιβλία του. Ωστόσο, υπάρχουν δύο στοιχεία που κάνουν το Θέατρο του Σάμπαθ ένα πραγματικά σημαντικό λογοτεχνικό έργο: α) η ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός, ο μηδενισμός και η εσωτερική πάλη υποτάσσονται εδώ στον λόγο ενός ήρωα, που δεν έχει τίποτα το γοητευτικό ή θετικό,· β) η αυτοαναφορική υφή του έργου και τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, που στον Ροθ είναι πάντοτε εμφανή, αποκτούν εδώ μια αφηρημένη και έντονα καλλιτεχνική διάσταση, καθώς ο ήρωας δεν είναι συγγραφέας ούτε διανοούμενος.

Κώστας Σπαθαράκης

22.00
Προσφορά!

Ρόμπερτ Γκρέιβς

Όλοι οι ελληνικοί μύθοι συγκεντρωμένοι σε δύο τόμους με εξαντλητικά αναλυμένες πηγές και με απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που προκύπτουν από ανθρωπολογική και ιστορική άποψη. Οι μεταμορφώσεις είναι βασικό στοιχείο στους μύθους, ως θεϊκή παρέμβαση για να βοηθηθεί ένας θνητός ή ως τιμωρία, ακόμα και ως ικανοποίηση των ακόρεστων σεξουαλικών ορέξεων του θεού: ο Δίας μεταμορφώνεται σε ταύρο, κύκνο, ακόμα και βροχή για να συνουσιαστεί με γυναίκες και άντρες, μεταμορφώνει την Αταλάντη και τον Μελανίωνα σε λιοντάρια και τον Λυκάονα και τους γιους του σε λύκους, ενώ η Ήρα μεταμορφώνει την Ιώ σε αγελάδα για να την εκδικηθεί για τη σχέση της με τον Δία. Σχεδόν κάθε λουλούδι και φυτό έχει και μια πονεμένη ιστορία μεταμόρφωσης, συνήθως ερωτικής φύσης.

33.90
Προσφορά!

Λέσχη Ανάγνωσης

Το καλοκαίρι

Αλμπέρ Καμύ

Το Καλοκαίρι είναι μια συλλογή δοκιμίων, γραμμένων από το 1939 έως και το 1953, με κοινό συνδετικό άξονα τον ήλιο της Μεσογείου, τις αναμνήσεις του Καμύ από την Αλγερία, τις τραγωδίες της Ευρώπης ‒την ανθρωπότητα που ασφυκτιά κάτω από τις δικτατορίες, αιμορραγεί από τους πολέμους, ξεψυχά στα μίση‒ αλλά και την ομορφιά για την οποία, όπως ο ίδιος λέει, «οι Έλληνες πήραν τα άρματα». Με ύφος λιτό, που αρμόζει στο μεσογειακό καλοκαίρι, και γλώσσα απολαυστική αναζητά το πιο αναγκαίο στη ζωή: το φως και την ευτυχία.

7.51
Προσφορά!

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

Έγραψαν για το βιβλίο:

Ηλιου φαεινότερο λοιπόν ότι τα κείμενα αυτού του ανθρώπου, έχουν το μυστικό μιας ακριβοθώρητης γοητείας που δεν είναι δάνειο, κρυπτομνησία ή συστηματικό αλληθώρισμα, αλλά προσωπικό ένστικτο. Στα ταξιδιωτικά του αυτή η αρετή είναι διάχυτη. Πριν απο όλα εντυπωσιάζει το διαζύγιο με το «πνεύμα της βαρύτητας». Πουθενά ακρογωνιαίος λίθος, αγκονάρι ή φέροντες οργανισμοί. Αυτή η υδάτινη ροϊκότητα που άλλοτε μιμείται τον αέρα και άλλοτε πέφτει απο ψηλά, συνιστά ενα κατασταλαγμένο μάθημα ζωής, ενα είδος φυσιογνωμίας που μεταλλάσσεται ανάλογα με τη διάθεση και το έναυσμα της στιγμής.

– ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ, Κωστής Παπαγιώργης

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΚΔΟΣΗ

Διαβάζοντας μετά από χρόνια τα σύντομα αυτά κείμενα, διαπιστώνω πρωτίστως ότι δεν είναι ταξιδιωτικά. Λίγα μαθαίνει κανείς για ξένους τόπους. Οι χώρες και οι πόλεις είναι σκηνικά σε ένα παλιό δράμα: τον μπερδεμένο μου εαυτό. Υπό αυτή την έννοια, μικρή διαφορά κάνει αν όσα αναφέρω συνέβησαν στο Ρίο, τη Δαμασκό ή την Αθήνα. Αυτό που πε- ριγράφεται είναι η πορεία ενός ανθρώπου από την κουζίνα ως το μπαλκόνι του, να πάρει αέρα, να μη σκάσει. Και να μετρήσει τα τετραγωνικά του κόσμου του.

Όντως ταξίδευα πολύ εκείνα τα χρόνια – αν θεωρήσουμε ότι ταξιδεύει πολύ εκείνος που διαρκώς είναι σε ένα αεροπλάνο ή αυτοκίνητο. Δεν ταξίδευα. Έφευγα από τον έναν τόπο στον άλλον. Ήταν μετακινήσεις σε θερμά κλίματα, αποδημητικό ένστικτο – ο μόνος τρόπος που ήξερα για να φτιάξω ένα αεροστεγές σύστημα εκτός κοινωνίας, που να μου δίνει ηδονή και αίσθημα ανωτερότητας, ενώ μου επέτρεπε να μετεωρίζομαι σαν τουρίστας μέσα στην εβδομάδα των άλλων. Αν συνέβαινε μια στραβή, πάντα σκεφτόμουν: «Και τι με νοιάζει, την Πέμπτη θα είμαι αλλού».

Τη Δευτέρα, όμως, ήμουν πίσω.

Δυστυχώς, όταν έγραφα αυτό το βιβλίο δεν είχα την τόλμη να μιλήσω ανοιχτά και να πω ότι το βασικό και κύριο ζητούμενο στα ταξίδια εκείνης της εποχής ήταν τα γούστα μου. Το ποτό και το σεξ. Δεν εννοώ τον σεξοτουρισμό -δεν είμαι φαν του είδους-, εννοώ τη διασκέδαση σε μπαρ και κλαμπ και όσα επακολουθούν όταν είσαι νέος. Διέσχισα εκείνη τη

δεκαετία λιώμα – αυτό που ήθελα μόνο ήταν να τραβιέμαι σε άγνωστα μέρη, να πίνω και να κάνω σεξ. Θα είχε νόημα να έγραφα περισσότερα για τη λάσπη στον πάτο της εικόνας, το πουλάκι όμως πέταξε: απλώς δεν ήμουν έτοιμος.

Παρ’ όλα αυτά, δεν λέω ψέματα. Κι αυτό ίσως είναι το πιο αξιοπερίεργο: πώς τα ρευστά, υπαινικτικά αυτά κείμενα πέφτουν σαν γάτες από τον έκτο και προσγειώνονται όρθια. Μπορεί να μην περιγράφω τις λεπτομέρειες μιας συνουσίας (με αυτήν τη μοντέρνα σαφήνεια που προσωπικώς βαριέμαι), περιγράφω όμως εκείνο που τελικά μέτραγε πιο πολύ: το μελαγχολικό ξενέρωμα της άλλης μέρας. Διότι ο κανονικός τίτλος αυτού του βιβλίου θα έπρεπε να είναι «Κυνηγώντας την ουρά μου: Πώς ο άνθρωπος που δεν έχει αγάπη, είναι βαρέλι δίχως πάτο. Και δεν θα χορτάσει ποτέ».

Στα μεσοδιαστήματα εκείνου του κυνηγητού, ναι, έζησα και μερικές στιγμές αλλόκοτης αγνότητας. Και μαγείας. Είδα αυτό που λένε, τη δρόσο των άστρων. Ζεστές, πράσινες θάλασσες. Χειρονομίες ανείπωτης ευγένειας. Το μονοπάτι της υπερβολής μου πέρναγε μέσα από έναν κήπο. Είμαι ευγνώμων που τον διέσχισα, έστω παραπατώντας.

Υπό αυτή την έννοια, ο Παλιός Καταρράκτης, χρόνια εξαντλημένος, είναι ένα βιβλίο που ήθελα να υπάρχει. Χωρίς να διεκδικεί τίποτα, περιγράφει πώς κάποιος έφτιαξε κόσμο, παραδέρνοντας μεταξύ λαγνείας και ποίησης.

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

 

13.00

Τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς 2024

Ξένη λογοτεχνία

Ο μεγάλος Γκάτσμπυ

Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ

Πρόκειται για σπουδαίο έργο, ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Η αποδοχή του από την κριτική και το αναγνωστικό κοινό είναι σχεδόν ομόφωνη.
Ο Γκάτσμπυ ενσαρκώνει το Αμερικανικό Όνειρο, το ιδεώδες της προσωπικής επιτυχίας, της κοινωνικής και επαγγελματικής ανέλιξης και του πλούτου, σε συνθήκες ελευθερίας, ασχέτως καταγωγής, μόρφωσης, θρησκείας. Σε αυτό το πλαίσιο περιλαμβάνεται και η ερωτική επιτυχία. Το Αμερικανικό Όνειρο έχει ατομιστική και υλιστική βάση, μολονότι κάποιες όψεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν ιδεαλιστικές. Ο Γκάτσμπυ εκπληρώνει το Αμερικανικό Όνειρο μέσα σε τρία μόνο χρόνια (Καλοκαίρι 1919 – Καλοκαίρι 1922): γίνεται πάμπλουτος, αγοράζει μια μεγάλη έπαυλη με “γαλάζιους κήπους”, έχει μπάτλερ, υπηρέτες και μια Ρόλς-Ρόυς, διοργανώνει θρυλικά πάρτυ. Τα λεφτά τα έκανε ως λαθρέμπορος ποτών και έχει συναλλαγές με ανθρώπους του υποκόσμου, αλλά αυτό δεν αμαυρώνει καθόλου την υπόληψή του στα μάτια του αναγνώστη – αντιθέτως, προσθέτει στη γοητεία του. Ωστόσο, εκείνο που πάνω απ’ όλα τον καθίστα μεγάλο -μυθικό- ήρωα και παραδειγματικό εραστή για κάθε εποχή είναι ο έμμονος, ανυποχώρητος, απόλυτος, κατακτητικός, ρομαντικός έρωτάς του για την Νταίζυ, ένας έρωτας που είναι αμήχανα και ιδεαλιστικά εφηβικός και, ταυτόχρονα, δυναμικά και ακράδαντα ανδρικός. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Γκάτσμπυ αναδεικνύεται σε ηθικά ανώτερο χαρακτήρα από την Νταίζυ που αποδεικνύεται τελικά πως δεν είναι παρά μια “όμορφη χαζούλα” με μια ψιθυριστή ναζιάρικη φωνή, μια “φωνή γεμάτη λεφτά”. Ο Γκάτσμπυ δεν έχει αυταπάτες, γνωρίζει καλά ότι η Νταίζυ υπολείπεται των ονείρων του – ” όχι από δικό της λάθος, αλλά εξαιτίας της κολοσσιαίας δυναμικότητας της φαντασίωσής του που υπερέβαινε και την Νταίζυ, υπερέβαινε τα πάντα. Είχε ριχτεί σε αυτήν την ψευδαίσθηση με δημιουργικό πάθος, πλουτίζοντάς τη συνεχώς, στολίζοντάς τη με κάθε λαμπερό φτερό που έβρισκε στον δρόμο του. Δεν υπάρχει φωτιά ή παγωνιά που μπορεί να αντιμετρηθεί με αυτό που φωλιάζει στην άγρια καρδιά ενός άντρα”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

11.20

Χρήστος Βακαλόπουλος

…η ζωή είναι ένα συλλογικό όνειρο σκηνοθετημένο από πολιτιστικές μνήμες.

Με το τέλος της δικτατορίας, οι εικόνες και οι ήχοι βρίσκονται εκτοπισμένοι σ’ ένα άδηλο ακόμη πεδίο επικοινωνίας, στο περιθώριο του επίσημου πολιτικού λόγου. Μαζί με λίγους πρωτοπόρους κριτικούς και κόντρα σε πολλούς άλλους, ο Βακαλόπουλος θα βαλθεί να το κατακτήσει, δοκιμάζοντας τα τελευταία ρεύματα της μοντέρνας σκέψης –μαρξισμό, σημειολογία, ψυχανάλυση– σε σημαδιακά έργα της εποχής και σ’ όλο το φάσμα της νεαρής ελληνικής τηλεόρασης: από τον Γκοντάρ, τον Βέντερς και τον Ντύλαν μέχρι τις εκπομπές του Φρέντυ Γερμανού ή τα σίριαλ της Αλίκης Βουγιουκλάκη κι από τη Γιουροβίζιον, τους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ ή το παρισινό Μπωμπούρ μέχρι το Τραμ το τελευταίο και τη Ρεζέρβα. Όμως ο ιδεολογικός πόλεμος δεν θ’ αργήσει να κοπάσει στη δεκαετία του ’80, παραχωρώντας τη θέση του στον πολιτισμό της εικόνας, που προωθεί η αυτοκρατορία των μέσων. Αρχίζει τότε μια μοναχική περιπλάνηση σ’ αυτό τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο, σε αναζήτηση παραδόσεων και προσώπων ικανών να αναμετρηθούν εκφραστικά μαζί του, αλλά και στα ίχνη μιας αόρατης Ελλάδας, όπου συγκλίνουν ξεχωριστοί κινηματογραφιστές, ηθοποιοί και μουσικοί: Δαμιανός, Τορνές, Ρομέρ και Τζάρμους· Σαπφώ Νοταρά και Βέγγος· Λένον και Σαββόπουλος· Βαν Μόρισον, Πορτοκάλογλου, Παπάζογλου, Ξυδάκης· The Clash και Χειμερινοί Κολυμβητές…

Στα διακόσια και πλέον κείμενα που συγκεντρώνονται και αναδημοσιεύονται για πρώτη φορά εδώ, η κριτική του Βακαλόπουλου ξετυλίγει μια ολοκληρωμένη θεώρηση της σύγχρονης επικοινωνίας και μαζί μια μοναδική περιπέτεια της σκέψης και των αισθήσεων: από τη θύελλα των ιδεών στο όνειρο μιας ζωής που ξαναβρίσκει τον χαμένο χρόνο και την τρομερή ηρεμία των πραγμάτων.

33.98

Ελληνική λογοτεχνία

Συμβάν 74

Κυριάκος Μαργαρίτης

Στις 20 Ιουλίου 1974 το Γενικό Επιτελείο Στρατού της Τουρκίας εξέδωσε ένα διάγγελμα για την εισβολή στην Κύπρο, η κατακλείδα του οποίου σαν να προλογίζει την εργασία μου: “Διά της σημερινής επιχειρήσεώς μας ηνοίξαμεν μίαν αλησμόνητον σελίδαν εις την ηρωικήν ιστορίαν μας και εις εκείνην της Ανθρωπότητος”. Επειδή αγαπώ τις ηρωικές ιστορίες, σκέφτηκα να μεταφράσω αυτή τη σελίδα στα ελληνικά, και στις υπόλοιπες γλώσσες που μιλούν οι νεκροί, και να τη μοιραστώ με την ανθρωπότητα. Για να το κάνω σωστά, βασίστηκα σε ένα μυθιστόρημα του κοσμοπολίτη συγγραφέα Γιόζεφ Ροτ, που έτσι το σχολιάζει ο ίδιος σε επιστολή του: “Είναι η πρώτη και τελευταία φορά που γράφω κάτι ιστορικό. Ο διάβολος να το πάρει. Ο Αντίχριστος ο ίδιος με έσπρωξε να το κάνω αυτό. Είναι ντροπή, ντροπή να θέλει κανείς να δώσει ξανά σχήμα και μορφή σε γεγονότα που έχουν ήδη συμβεί – ντροπή και ασέβεια”. Η επιστολή είναι χωρίς ημερομηνία, και ίσως θυμίζει τον τίτλο Συμβάν 74, χωρίς την απόστροφο της χρονολογίας μπροστά από τον αριθμό. Κάτι θα σημαίνει αυτό. Ο Ροτ κλείνει με τη φράση: “Υπάρχει κάτι ανόσιο εδώ – δεν ξέρω τι ακριβώς”. Άραγε να είναι το βιβλίο μου βλάσφημο; Ένας τρόπος υπάρχει για να το μάθουμε, θα έλεγα και ένας πολύ συγκεκριμένος χρόνος, ώρα, καιρός, ο ακόλουθος: όταν όλα γίνουν καπνός (διδάσκει ο Ηράκλειτος), θα τα αναγνωρίσουν τα ρουθούνια μας. Στις 20 Ιουλίου τιμάται ασφαλώς ο προφήτης Ηλίας – ο Προφήτης, δηλαδή, της Φωτιάς.

20.00

Ελληνική λογοτεχνία

Πού ζει ο λύκος;

Ρέα Γαλανάκη

14.00

Ελληνική λογοτεχνία

Φάλτσα κεφαλής

Γιώργος Σκαμπαρδώνης

Μήνες έψαχνα τίτλο γι’ αυτά τα διηγήματα. Είχα βρει καμιά δεκαριά, όμως κανένας δεν μου άρεσε ιδιαίτερα. Μια μέρα πήγα να βάψω το αυτοκίνητο – ο βαφέας ήταν ένας Ρωσοπόντιος που μιλούσε σπαστά ελληνικά. Μου είπε πως θα χρειαστεί μια βδομάδα να κρατήσει το όχημα για να κάνει τη βαφή. Και συμπλήρωσε γενναιόδωρα: «Θα σου δώσω αυτό το “Seicento” [ένα «FIAT» παλιατζούρα τριακονταετίας] να κυκλοφορείς, να κάνεις τη δουλειά σου μέχρι να τελειώσω».

«Και πόσο το πήρες αυτό το “Seicento”;» τον ρωτώ. «Πεντακόσια ευρώ μεταχειρισμένο», μου απαντάει, «αλλά έριξα άλλο ένα χιλιάρικο και του άλλαξα μπουζί, σασμάν, τα πάντα, μέχρι και φάλτσα κεφαλής». Μόλις άκουσα τι είπε, σκέφτομαι: «Αμάν, βρήκα τίτλο». Ο άνθρωπος ήθελε να πει «φλάντζα κεφαλής», όμως λόγω του ότι δεν ήξερε καλά ελληνικά, έκανε το λάθος (που είναι και το σωστό) λέγοντας: «Φάλτσα κεφαλής».

 

11.70

Ελληνική λογοτεχνία

Αδύνατες πόλεις

Νίκος Α.Μάντης

Εϊντζελτάουν, Νερόπολη, Βυζανμπούλ, Ιστάντιουμ, Γκενιάλ, Μόσχα – πόλεις του μυαλού και της φαντασίας, πόλεις με υλική υπόσταση και πρωτεύουσες στα φασματικά βασίλεια της προσομοίωσης. Στον κόσμο του όψιμου εικοστού πρώτου αιώνα, η Ευρώπη, αδύναμη πλέον, περιορίζεται στον ρόλο ενός αχανούς θεματικού πάρκου. Εκεί, οι άνθρωποι, με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, ζουν ως υπήκοοι-εκθέματα μέσα σε πιστές αναβιώσεις ιστορικών περιόδων, αρνούμενοι τη σύγχρονή τους πραγματικότητα.

Παράλληλα, οι εξελίξεις της τεχνολογίας, πίσω από τις οποίες βρίσκεται ο μεγιστάνας Ντεβέντρα Πούρι, έχουν επιτρέψει τη μετατροπή ακόμα και του τελευταίου ατομικού οχυρού, της συνείδησης, σε ανταλλάξιμο είδος, σε ένα σύνολο δεδομένων που μπορεί να φορτωθεί από σώμα σε σώμα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το διοικητικό στέλεχος Νίκο Μαυρίδης, η υπεύθυνη ασφαλείας Βίκα Κορτέζ και ο πνευματιστής-γκουρού Ιγκνάτι Βασίλιεβιτς Ροστόφ παλεύουν για να επιβιώσουν και να διατηρήσουν την ανθρώπινη φύση τους, αλλάζοντας ασταμάτητα πόλεις, εποχές, σαρκία και ταυτότητες.

Είναι οι Αδύνατες Πόλεις μιας έσχατης μορφής ύπαρξης, όπου όλα μπορούν να συμβούν και όπου τίποτα δεν αποκλείεται. Μια κόλαση που μοιάζει με ανεστραμμένο παράδεισο, στο βάθος ενός θρυμματισμένου καθρέφτη.

25.00

Αταλάντη Ευρυπίδου

– Ένας δήμιος αναζητά τη δράκαινα πέρα απ’ τα γυάλινα βουνά, προσπαθώντας να λύσει την κατάρα που κουβαλάει.
– Μια χήρα προσπαθεί να αναπαύσει τον άντρα της που βρικολάκιασε, ψάχνοντας απαντήσεις στα παλιά του λημέρια.
– Ένας νεαρός Κλέφτης κινεί γη και ουρανό για να γλιτώσει τον Καπετάνιο του από τη μυστηριώδη αρρώστια που τον ταλαιπωρεί, μέχρι τη στιγμή που θα πέσει στην ανάγκη μιας νεράιδας.
– Μια ανύπαντρη μητέρα ιστορεί έναν ψεύτικο σύζυγο τόσες φορές, που καταλήγει να τον φέρει στη ζωή.
– Μια τραγουδίστρια καμπαρέ μαθαίνει ένα πολύτιμο μυστικό, ικανό να ανατρέψει τα πάντα στον αγώνα εναντίον των Γερμανών, αλλά με τρομερό κόστος.
– Δυο αποξενωμένα αδέλφια συναντιούνται ξανά στο πατρικό τους σπίτι κι εξετάζουν τα αίτια της απομάκρυνσής τους και τον μύθο της οικογένειάς τους.
– Έντεκα φοιτητές εξαφανίζονται στην Αθήνα κι εμφανίζονται μερικούς μήνες αργότερα, αλλαγμένοι για πάντα.

Καλύπτοντας το διάστημα από την oθωμανική κατοχή μέχρι και σήμερα, τα διηγήματα της συλλογής εξιστορούν το χρονικό ανθρώπων στο περιθώριο της Ιστορίας: γυναίκες, κουήρ άτομα, εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, μπάσταρδα, σεξεργάτριες – ήταν ανέκαθεν παρόντες, παρότι σπάνια ορατοί, και ποτέ δεν έφυγαν. Επτά ιστορίες με φόντο μια ολοένα και λιγότερο μυθική Ελλάδα, όπου οι θρύλοι χάνονται, η ελευθερία στηλιτεύεται και η αλληλεγγύη είναι το μόνο που απομένει.

 

14.00

Ξένη λογοτεχνία

Ο Άρχοντας των Μυγών

Ουίλιαμ Γκόλντινγκ

Ένα αεροπλάνο πέφτει σ’ ένα τροπικό νησί. Οι επιζήσαντες, μικροί μαθητές από την Αγγλία, διαπιστώνουν σύντομα ότι το νησί είναι ακατοίκητο. Δεν υπάρχουν πουθενά μεγάλοι. Οργανώνονται μόνοι τους, αποκτούν αρχηγό και κανόνες για να επιβιώσουν μέχρι να έρθουν να τους σώσουν.

Στην αρχή, μοιάζει με ονειρεμένη περιπέτεια. Αλλά τα παιχνίδια της μέρας τα διαδέχονται οι εφιάλτες της νύχτας. Κάποιοι αρχίζουν να πιστεύουν ότι ένα θηρίο στοιχειώνει το νησί. Λίγο λίγο, ο φόβος και η βία αποσαθρώνουν τη μικρή τους κοινωνία, τα αγόρια ορμούν χωρίς επιστροφή προς τη βαρβαρότητα…

Το βιβλίο που χάρισε στον William Golding παγκόσμια φήμη θεωρείται πλέον σήμερα κλασικό, ένα από τα σπουδαιότερα έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Και συνεχίζει να συγκινεί εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο, με τον απλό, ακαταμάχητο μύθο του για το τέλος της αθωότητας και το βαθύ, αρχέγονο σκοτάδι που παραμονεύει πάντα πίσω από τον πολιτισμένο μας εαυτό.

«Τα έργα του, με τη σαφήνεια της τέχνης της ρεαλιστικής αφήγησης και την ποικιλομορφία και την οικουμενικότητα του μύθου, φωτίζουν την ανθρώπινη κατάσταση στον σημερινό κόσμο».
Από το σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας για τη βράβευση του William Golding με το Νόμπελ το 1983.

17.70

Πίτερ Φράνκοπαν

«ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ» ΓΙΑ ΤΟ NEW YORKER

Μια επαναστατική νέα ιστορία: πώς η κλιματική αλλαγή συνέτεινε δραματικά στην ανάπτυξη –και την καταστροφή– των πολιτισμών στο πέρασμα του χρόνου

Η υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί να είναι ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα, αλλά η κλιματική αλλαγή δεν είναι κάτι καινούριο. Από το Μπιγκ Μπανγκ μέχρι σήμερα, από την πτώση του πολιτισμού της κοιλάδας του Μότσε στη Νότια Αμερική ως αποτέλεσμα του Ελ Νίνιο μέχρι τις ηφαιστειακές εκρήξεις στην Ισλανδία που είχαν αντίκτυπο στην Αίγυπτο και συνέβαλαν στην κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το κλίμα και το περιβάλλον έχουν διαμορφώσει τη φυσική ιστορία και την ιστορία της ανθρωπότητας. Σε μια συγκλονιστική αφήγηση που διατρέχει τους αιώνες και τις ηπείρους, ο πρωτοποριακός συγγραφέας των Δρόμων του μεταξιού δείχνει ότι η ανθρώπινη χρησιμοποίηση και εκμετάλλευση τη Γης απέφερε τεράστια οφέλη, συχνά όμως με ανυπολόγιστο τίμημα.

44.41

839

Λέσχη ανάγνωσης: 24 αριστουργήματα της λογοτεχνίας τρόμου.

Οδηγός: 30 τρόποι για να περάστε καλά τις γιορτές στην Αθήνα.

Αφιέρωμα XMAS: Που θα φάμε και θα πιούμε φέτος.

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Ελληνική λογοτεχνία

Κορνιζωμένοι

Ιωάννα Καρυστιάνη

16.00

Fiction/Μυστηρίου

Ο υπνωτιστής

Λαρς Κέπλερ

Ένας άντρας βρίσκεται κτηνωδώς δολοφονημένος στα αποδυτήρια ενός αθλητικού κέντρου στην Τούμπα της Στοκχόλμης. Λίγο αργότερα ανακαλύπτονται τα πτώματα της γυναίκας του και της κόρης του, μαχαιρωμένες και οι δυο από κάποιον που είχε την πρόθεση να εξοντώσει όλη την οικογένεια. O γιος όμως έχει επιζήσει, αν και βαριά τραυματισμένος. O Γιούνα Λίνα, αστυνομικός επιθεωρητής της Δίωξης Εγκλήματος, μαθαίνει πως η οικογένεια έχει άλλο ένα εν ζωή μέλος, τη μεγάλη αδελφή του αγοριού, και αντιλαμβάνεται πως πρέπει να τη βρει προτού την ανακαλύψει ο δολοφόνος.

Το αγόρι συνέρχεται κατά διαστήματα από τον λήθαργο στον οποίο βρίσκεται. Ο Γιούνα Λίνα στην προσπάθειά του να επιταχύνει τη διαδικασία της ανάκρισης και ν’ αποκτήσει μια εικόνα του συμβάντος, έρχεται σε επαφή με τον γιατρό Έρικ Μαρία Μπαρκ και τον πείθει να υπνωτίσει το αγόρι.

Ο Έρικ Μαρία Μπαρκ αθετεί την υπόσχεση που είχε δώσει να μην υπνωτίσει ποτέ ξανά, κι αρχίζει έτσι μια αλυσίδα γεγονότων που κόβουν την ανάσα.

Έχει ξεπεράσει τα 600.000 πωληθέντα αντίτυπα στη Σουηδία και μεταφράζεται ήδη σε 33 χώρες.

20.50

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Διονύσης Σαββόπουλος

Δημήτρης Καράμπελας

Δύο δεκαετίες μετά την πρώτη του έκδοση (2003), το δοκίμιο του Δημήτρη Καράμπελα για το έργο του Διονύση Σαββόπουλου κυκλοφορεί σε αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη μορφή (2024), εξετάζοντας εκ νέου τα μορφικά και πνευματικά διλήμματα που έθεσε ο θεσσαλονικιός τραγουδοποιός παράλληλα με τη λειτουργία της ποίησης και του τραγουδιού στην ύστερη νεωτερικότητα.

Διατρέχοντας, χρονικά και θεματικά, όλες τις δημιουργικές περιόδους του Σαββόπουλου, απ’ το Φορτηγό ως τον Χρονοποιό, ο συγγραφέας διερευνά τη σχέση του με τη δυτική τραγουδοποιία (Ντύλαν, Μπρασένς) και την εγχώρια μουσική παράδοση, την καταγωγή της ρηξικέλευθης ποιητικής γλώσσας του, τις συγκλίσεις και τις ρήξεις με την Αριστερά, αλλά και την ανθρωπολογία του και τη διαφοροποίησή του με τις πνευματικές προϋποθέσεις των τραγουδιών του Χατζιδάκι και του Γκάτσου. Συγχρόνως, απομονώνει και αναπτύσσει διεξοδικά τα κεντρικά μοτίβα των σαββοπουλικών τραγουδιών: τον αμφίθυμο διάλογο με τη μητέρα-παράδοση, το πένθος, την ποιητική του κενού, την επίκληση ενός απρόσιτου Πνεύματος που θα ενοποιούσε τις κατακερματισμένες ανθρώπινες εμπειρίες σε γιορτή.

18.80

Ξένη λογοτεχνία

Θάνατος στη Ρώμη

Βόλφγκανγκ Κέπεν

Ο Γιούντεγιαν είχε την αίσθηση ότι η κοιμώμενη πόλη τον προκαλούσε. Η πόλη τον χλεύαζε. Δεν τον ενοχλούσαν οι υπναράδες τον Γιούντεγιαν, ας ξάπλωναν στο βρομερά κρεβάτια τους, ας ξάπλωναν στην αγκαλιά των λάγνων θηλυκών τους, αποκαρωμένοι θα έχαναν τις μάχες της ζωής· τον εξόργιζε η κοιμισμένη πόλη στο σύνολό της, κάθε κλειστό παράθυρο, κάθε μανταλωμένη πόρτα, κάθε κατεβασμένη περσίδα· τον εξόργιζε το γεγονός ότι δεν είχε δώσει αυτός την εντολή να κοιμηθεί η πόλη.

Το μυθιστόρημα “Θάνατος στη Ρώμη” είναι η ιστορία μιας χούφτας ανθρώπων που κουβαλούν την κληρονομιά του χιτλερικού καθεστώτος -ως θύματα και ως θύτες. Συναντιούνται στη Ρώμη -την πόλη του Καίσαρα, του Μουσολίνι, του πάπα- λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αναβιώνοντας σε μια ατμόσφαιρα υποβλητική, στο σκηνικό της Αιώνιας Πόλης, το ζοφερό παρελθόν του γερμανικού φασισμού.

Με λόγο αιχμηρό και διεισδυτική ψυχολογική οξυδέρκεια, ο Κoeppen σκιαγραφεί το πολιτικά ένοχο ιστορικό του ολέθριου γερμανικού παρελθόντος, αναδεικνύοντας τον κούφιο εθνικισμό και τη χρεοκοπημένη ιδεολογία του ναζισμού, αλλά και τις καταστροφικές συνέπειές του στον ψυχισμό των ανθρώπων που βίωσαν τη φρίκη του. Ταυτόχρονα όμως φέρνει στο φως τη λαχτάρα για κάθαρση και αλλαγή, σε ένα έργο που αποτελεί ορόσημο στη γερμανική μεταπολεμική λογοτεχνία.

14.00

Αντώνης Καρκαγιάννης - Γιώργος Χουρμουζιάδης

Ο Τάκης Τλούπας κυνηγούσε και φωτογράφιζε τις «αλήθειες» της ζωής. Το µεγάλο και το ανεπανάληπτο όµως αυτού του αξέχαστου Λαρισαίου φωτογράφου δεν ήταν αυτό που φωτογράφιζε και το τύπωνε στο φωτογραφικό χαρτί, ήταν πως καθεµιά από αυτές τις ασπρόµαυρες φωτογραφίες του σε παρέπεµπε στον άνθρωπο. Είτε ήταν αυτός παρών είτε όχι. Για τον Τλούπα, ακόµα και τα ερείπια ενός γκρεµισµένου σπιτιού έπρεπε να υπονοούν την ανθρώπινη παρουσία.

Θεσσαλικά τοπία και απλοί άνθρωποι, ποταμοί, ψηλόλιγνα δέντρα, κυριαρχούν στην Ελλάδα του Τάκη Τλούπα. Ένα φωτογραφικό ντοκουμέντο που αιχμαλωτίζει το ανεπίστρεπτο των στιγμών και τη διαχρονικότητα της πατρογονικής μας κληρονομιάς, ένα βιβλίο που φυλλομετράς ξανά και ξανά.

Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει ένα θαυμάσιο δείγμα της δουλειάς αυτού του μοναδικού Λαρισαίου φωτογράφου, που υπηρέτησε τη φωτογραφία ως δημιουργική τέχνη, με βάση την προσωπική του αισθητική της εικόνας και τη βαθιά του πίστη στη σημασία της έρευνας. Γι’ αυτό το λόγο δεν είναι ένα απλό «άλμπουμ» με καλές φωτογραφίες. Προσπαθεί να δείξει με ποιο τρόπο ο καλλιτέχνης έβλεπε τη φύση και τους ανθρώπους μέσα από το φωτογραφικό του φακό, έτσι ώστε να μας δώσει τις αλήθειες ενός κόσμου που χάθηκε.

70.00

Ελληνική λογοτεχνία

Η φόνισσα

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

«Η φόνισσα» (1903) κατέχει, κατά γενική ομολογία, ξεχωριστή θέση στο έργο του Παπαδιαμάντη (1851-1911). Ξεχωριστή και με τις δύο σημασίες της λέξης: ιδιαίτερη και εξέχουσα. Αν δεν υπήρχε «Η φόνισσα», το έργο αυτό θα έμενε λειψό, όσο τουλάχιστον αφορά το πρόβλημα του κακού, πρόβλημα που δεσπόζει στο παπαδιαμαντικό corpus. Το παπαδιαμαντικό κακό είναι, κατά κανόνα, το καθημερινό, το τρέχον κακό, πνιγηρά μίζερο συχνά, είναι το κακό του καθημερινού κανονικού ανθρώπου. Το κακό του Παπαδιαμάντη δεν είναι το έγκλημα, δεν είναι η ακραία παράβαση που θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της κοινότητας, δεν είναι εξαιρετικό· είναι κοινότοπο. Εξαίρεση «Η φόνισσα», και μάλιστα διόλου αμελητέα, αφού πρόκειται για κορυφαίο κείμενο όχι μόνο του συγγραφέα του αλλά και όλης της νεοελληνικής πεζογραφίας. Χωρίς τη «Φόνισσα» το παπαδιαμαντικό έργο θα ήταν εντελώς διαφορετικό. Το κακό που διαπράττει η γραία Χαδούλα δεν είναι το καθημερινό κακό, το συνηθισμένο, το κοινωνικό, αλλά το μέγα κακό, το ριζικό, το ασυγχώρητο. Ποια είναι όμως αυτή η Φραγκογιαννού, τι σόι άνθρωπος είναι αυτή η γυναίκα που διαπράττει ένα τόσο ακραίο έγκλημα; Και τι είναι άραγε αυτό που την οδηγεί να το αποτολμήσει;

10.74

Ξένη λογοτεχνία

Το πείραμα

Στεμπάστιαν Φίτζεκ

Δεν ήταν φόνος… Δεν ήταν βιασμός… Δεν ήταν βασανιστήριο…

Τρεις γυναίκες εξαφανίζονται χωρίς κανένα ίχνος. Μία εβδομάδα είναι αρκετή για τον ψυχοπαθή, γνωστό και ως Ψυχοθραύστη, για να τις καταστρέψει. Κανένας δεν γνωρίζει τη μέθοδο που χρησιμοποιεί, όμως μέχρι την έβδομη ημέρα θα είναι πλέον ψυχολογικά νεκρές, θαμμένες ζωντανές στο ίδιο τους το σώμα. Ένα μόνο πράγμα είναι γνωστό: οι αλλόκοτοι γρίφοι που αφήνει σε κάθε θύμα του.

Λίγο πριν από τη βραδιά των Χριστουγέννων, ο Ψυχοθραύστης θα ξαναχτυπήσει. Σε μια πολυτελή ψυχιατρική κλινική έξω από το Βερολίνο, το χιόνι πέφτει πυκνό, καθιστώντας τον χώρο ακόμα πιο δυσπρόσιτο και απομονωμένο. Γιατροί και ασθενείς συνειδητοποιούν με φρίκη ότι ο μανιακός που τρομοκρατεί εδώ και καιρό την πόλη βρίσκεται ανάμεσά τους.

Παγιδευμένοι στο εσωτερικό της κλινικής, η μόνη τους διέξοδος είναι να ενωθούν για να προστατέψουν ο ένας τον άλλον. Όμως, σε μία νύχτα ανείπωτου τρόμου όπως αυτή, εκείνος θα τους αποδείξει πως δεν υπάρχει διαφυγή…

Ήταν κάτι πολύ χειρότερο.

16.60

Fiction/Μυστηρίου

Hellraiser

Κλάιβ Μπάρκερ

Ο Φρανκ είχε επιτέλους λύσει τον γρίφο του κουτιού του Λεμαρσάν. Τώρα στεκόταν στο κατώφλι ενός καινούργιου κόσμου με πολύ πιο έντονες αισθήσεις.

Από στιγμή σε στιγμή οι Κενοβίτες, που είχαν αφιερώσει ολόκληρη την αιωνιότητα στο κυνήγι του αισθησιασμού, θα έρχονταν να του αποκαλύψουν σκοτεινά μυστικά που θα τον άλλαζαν για πάντα.

Όμως αυτή η τρομερή ηδονή έφερνε μαζί της και πόνο πέρα από κάθε φαντασία. Για να γλιτώσει από τους βασανιστές του, ο Φρανκ θα χρειαστεί απεγνωσμένα τη βοήθεια της γυναίκας του αδερφού του, της Τζούλια, μιας γυναίκας που κάποτε τον αγάπησε. Αλλά αυτό που θα χρειαστεί κυρίως είναι αίμα…

Η κλασική ιστορία υπερφυσικού τρόμου και πάθους που έγινε η απαρχή για όλη τη σειρά ταινιών και βιβλίων HELLRAISER.

Ο Clive Barker γεννήθηκε στο Λίβερπουλ το 1952. Συγγραφέας σημαντικών έργων, ενδεικτικά αναφέρονται Ο κλέφτης του πάντοτε, Τα βιβλία του αίματος, Καταραμένο παιχνίδι, θεωρείται από τους κορυφαίους μυθιστοριογράφους τρόμου και φαντασίας. Το 1985 του απονεμήθηκε το World Fantasy Award. Πέρα από τη συγγραφική του δουλειά, που, εκτός από μυθιστορήματα, περιλαμβάνει διηγήματα και σενάρια, είναι επίσης εικονογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός του θεάτρου και του κινηματογράφου.

16.65

Τσάρλς Ματούριν

Εγκιβωτισμένες, δαιδαλώδεις και άκρως γοητευτικές αφηγήσεις τρόμου και διαφθοράς, αίματος και παθών, των σκοτεινών και υγρών μπουντρουμιών της Ιεράς Εξέτασης, των φουρτουνιασμένων ακτών της Ιρλανδίας και της μυστηριακής ισπανικής ενδοχώρας, δαιμονισμένων ανθρώπων και δαιμονικών πράξεων, υπάρξεων ζωντανών και καταραμένων: κι ανάμεσα σε όλα αυτά, ένας πρωταγωνιστής αθέατος και πανταχού παρών: ένας εκπεσών άγγελος, ο άρχων του κακού – ο Μέλμοθ.

Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένας από τους πιο διαβολικούς χαρακτήρες στην παγκόσμια λογοτεχνία. Παρασυρμένος σε μια σατανική συμφωνία, ο Μέλμοθ ανταλλάσει την ψυχή του για την αθανασία. Η ιστορία των βασανιστικών περιπλανήσεων του μέσα στους αιώνες, συγκροτείται σ’ ένα ενιαίο σύνολο, απ’ αυτούς που ο Μέλμοθ εκλιπαρεί να αναλάβουν αντί γι’ αυτόν τη συμφωνία με το διάβολο.
Επηρεασμένη από τα γοτθικά μυθιστορήματα των τελών του 18ου αιώνα, η διαβολική ιστορία του Maturin έθεσε πολύ ψηλά, σ’ ένα νέο και μακάβριο επίπεδο, το ύφος του γοτθικού μυθιστορήματος.
Στους θαυμαστές του περιλαμβάνονται ο Poe, ο Μπαλζάκ, ο Όσκαρ Ουάιλντ και ο Baudelaire.

27.00

Ξένη λογοτεχνία

Ο Καλόγερος

Μάθιου Λιούις

Υγρές, μελαγχολικές αυλές, φασματικοί πύργοι, ζοφερές προοπτικές, μοναστήρια όπου κατοικεί το κακό, ψίθυροι και τρεμάμενες σκιές, πανέμορφες ηρωίδες που ακροβατούν στα όρια της τρέλας, δαιμονικοί χαρακτήρες που πουλάνε την ψυχή τους στον Εωσφόρο, αλλότρια, μυστικά πάθη, τρέλα, ποίηση…

Το γοτθικό μυθιστόρημα σε όλο το ανατριχιαστικό του μεγαλείο είναι εδώ, με έναν ογκόλιθο του είδους, που ξεπερνά σε ένταση, ρίγος, παλμό, φαντασία και αυτοαναφορική ειρωνεία το σύνολο της σύγχρονης “λογοτεχνίας τρόμου”.

25.00

Βιβλία που διαβάσαμε πρόσφατα

Ποια βιβλία διάβασαν και προτείνουν οι δημοσιογράφοι της LIFO

Ελληνική λογοτεχνία

Κορνιζωμένοι

Ιωάννα Καρυστιάνη

16.00

Fiction/Μυστηρίου

Ο υπνωτιστής

Λαρς Κέπλερ

Ένας άντρας βρίσκεται κτηνωδώς δολοφονημένος στα αποδυτήρια ενός αθλητικού κέντρου στην Τούμπα της Στοκχόλμης. Λίγο αργότερα ανακαλύπτονται τα πτώματα της γυναίκας του και της κόρης του, μαχαιρωμένες και οι δυο από κάποιον που είχε την πρόθεση να εξοντώσει όλη την οικογένεια. O γιος όμως έχει επιζήσει, αν και βαριά τραυματισμένος. O Γιούνα Λίνα, αστυνομικός επιθεωρητής της Δίωξης Εγκλήματος, μαθαίνει πως η οικογένεια έχει άλλο ένα εν ζωή μέλος, τη μεγάλη αδελφή του αγοριού, και αντιλαμβάνεται πως πρέπει να τη βρει προτού την ανακαλύψει ο δολοφόνος.

Το αγόρι συνέρχεται κατά διαστήματα από τον λήθαργο στον οποίο βρίσκεται. Ο Γιούνα Λίνα στην προσπάθειά του να επιταχύνει τη διαδικασία της ανάκρισης και ν’ αποκτήσει μια εικόνα του συμβάντος, έρχεται σε επαφή με τον γιατρό Έρικ Μαρία Μπαρκ και τον πείθει να υπνωτίσει το αγόρι.

Ο Έρικ Μαρία Μπαρκ αθετεί την υπόσχεση που είχε δώσει να μην υπνωτίσει ποτέ ξανά, κι αρχίζει έτσι μια αλυσίδα γεγονότων που κόβουν την ανάσα.

Έχει ξεπεράσει τα 600.000 πωληθέντα αντίτυπα στη Σουηδία και μεταφράζεται ήδη σε 33 χώρες.

20.50

Ελληνική λογοτεχνία

Η φόνισσα

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

«Η φόνισσα» (1903) κατέχει, κατά γενική ομολογία, ξεχωριστή θέση στο έργο του Παπαδιαμάντη (1851-1911). Ξεχωριστή και με τις δύο σημασίες της λέξης: ιδιαίτερη και εξέχουσα. Αν δεν υπήρχε «Η φόνισσα», το έργο αυτό θα έμενε λειψό, όσο τουλάχιστον αφορά το πρόβλημα του κακού, πρόβλημα που δεσπόζει στο παπαδιαμαντικό corpus. Το παπαδιαμαντικό κακό είναι, κατά κανόνα, το καθημερινό, το τρέχον κακό, πνιγηρά μίζερο συχνά, είναι το κακό του καθημερινού κανονικού ανθρώπου. Το κακό του Παπαδιαμάντη δεν είναι το έγκλημα, δεν είναι η ακραία παράβαση που θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της κοινότητας, δεν είναι εξαιρετικό· είναι κοινότοπο. Εξαίρεση «Η φόνισσα», και μάλιστα διόλου αμελητέα, αφού πρόκειται για κορυφαίο κείμενο όχι μόνο του συγγραφέα του αλλά και όλης της νεοελληνικής πεζογραφίας. Χωρίς τη «Φόνισσα» το παπαδιαμαντικό έργο θα ήταν εντελώς διαφορετικό. Το κακό που διαπράττει η γραία Χαδούλα δεν είναι το καθημερινό κακό, το συνηθισμένο, το κοινωνικό, αλλά το μέγα κακό, το ριζικό, το ασυγχώρητο. Ποια είναι όμως αυτή η Φραγκογιαννού, τι σόι άνθρωπος είναι αυτή η γυναίκα που διαπράττει ένα τόσο ακραίο έγκλημα; Και τι είναι άραγε αυτό που την οδηγεί να το αποτολμήσει;

10.74

Ξένη λογοτεχνία

Το πείραμα

Στεμπάστιαν Φίτζεκ

Δεν ήταν φόνος… Δεν ήταν βιασμός… Δεν ήταν βασανιστήριο…

Τρεις γυναίκες εξαφανίζονται χωρίς κανένα ίχνος. Μία εβδομάδα είναι αρκετή για τον ψυχοπαθή, γνωστό και ως Ψυχοθραύστη, για να τις καταστρέψει. Κανένας δεν γνωρίζει τη μέθοδο που χρησιμοποιεί, όμως μέχρι την έβδομη ημέρα θα είναι πλέον ψυχολογικά νεκρές, θαμμένες ζωντανές στο ίδιο τους το σώμα. Ένα μόνο πράγμα είναι γνωστό: οι αλλόκοτοι γρίφοι που αφήνει σε κάθε θύμα του.

Λίγο πριν από τη βραδιά των Χριστουγέννων, ο Ψυχοθραύστης θα ξαναχτυπήσει. Σε μια πολυτελή ψυχιατρική κλινική έξω από το Βερολίνο, το χιόνι πέφτει πυκνό, καθιστώντας τον χώρο ακόμα πιο δυσπρόσιτο και απομονωμένο. Γιατροί και ασθενείς συνειδητοποιούν με φρίκη ότι ο μανιακός που τρομοκρατεί εδώ και καιρό την πόλη βρίσκεται ανάμεσά τους.

Παγιδευμένοι στο εσωτερικό της κλινικής, η μόνη τους διέξοδος είναι να ενωθούν για να προστατέψουν ο ένας τον άλλον. Όμως, σε μία νύχτα ανείπωτου τρόμου όπως αυτή, εκείνος θα τους αποδείξει πως δεν υπάρχει διαφυγή…

Ήταν κάτι πολύ χειρότερο.

16.60

Fiction/Μυστηρίου

Hellraiser

Κλάιβ Μπάρκερ

Ο Φρανκ είχε επιτέλους λύσει τον γρίφο του κουτιού του Λεμαρσάν. Τώρα στεκόταν στο κατώφλι ενός καινούργιου κόσμου με πολύ πιο έντονες αισθήσεις.

Από στιγμή σε στιγμή οι Κενοβίτες, που είχαν αφιερώσει ολόκληρη την αιωνιότητα στο κυνήγι του αισθησιασμού, θα έρχονταν να του αποκαλύψουν σκοτεινά μυστικά που θα τον άλλαζαν για πάντα.

Όμως αυτή η τρομερή ηδονή έφερνε μαζί της και πόνο πέρα από κάθε φαντασία. Για να γλιτώσει από τους βασανιστές του, ο Φρανκ θα χρειαστεί απεγνωσμένα τη βοήθεια της γυναίκας του αδερφού του, της Τζούλια, μιας γυναίκας που κάποτε τον αγάπησε. Αλλά αυτό που θα χρειαστεί κυρίως είναι αίμα…

Η κλασική ιστορία υπερφυσικού τρόμου και πάθους που έγινε η απαρχή για όλη τη σειρά ταινιών και βιβλίων HELLRAISER.

Ο Clive Barker γεννήθηκε στο Λίβερπουλ το 1952. Συγγραφέας σημαντικών έργων, ενδεικτικά αναφέρονται Ο κλέφτης του πάντοτε, Τα βιβλία του αίματος, Καταραμένο παιχνίδι, θεωρείται από τους κορυφαίους μυθιστοριογράφους τρόμου και φαντασίας. Το 1985 του απονεμήθηκε το World Fantasy Award. Πέρα από τη συγγραφική του δουλειά, που, εκτός από μυθιστορήματα, περιλαμβάνει διηγήματα και σενάρια, είναι επίσης εικονογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός του θεάτρου και του κινηματογράφου.

16.65

Τσάρλς Ματούριν

Εγκιβωτισμένες, δαιδαλώδεις και άκρως γοητευτικές αφηγήσεις τρόμου και διαφθοράς, αίματος και παθών, των σκοτεινών και υγρών μπουντρουμιών της Ιεράς Εξέτασης, των φουρτουνιασμένων ακτών της Ιρλανδίας και της μυστηριακής ισπανικής ενδοχώρας, δαιμονισμένων ανθρώπων και δαιμονικών πράξεων, υπάρξεων ζωντανών και καταραμένων: κι ανάμεσα σε όλα αυτά, ένας πρωταγωνιστής αθέατος και πανταχού παρών: ένας εκπεσών άγγελος, ο άρχων του κακού – ο Μέλμοθ.

Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένας από τους πιο διαβολικούς χαρακτήρες στην παγκόσμια λογοτεχνία. Παρασυρμένος σε μια σατανική συμφωνία, ο Μέλμοθ ανταλλάσει την ψυχή του για την αθανασία. Η ιστορία των βασανιστικών περιπλανήσεων του μέσα στους αιώνες, συγκροτείται σ’ ένα ενιαίο σύνολο, απ’ αυτούς που ο Μέλμοθ εκλιπαρεί να αναλάβουν αντί γι’ αυτόν τη συμφωνία με το διάβολο.
Επηρεασμένη από τα γοτθικά μυθιστορήματα των τελών του 18ου αιώνα, η διαβολική ιστορία του Maturin έθεσε πολύ ψηλά, σ’ ένα νέο και μακάβριο επίπεδο, το ύφος του γοτθικού μυθιστορήματος.
Στους θαυμαστές του περιλαμβάνονται ο Poe, ο Μπαλζάκ, ο Όσκαρ Ουάιλντ και ο Baudelaire.

27.00

Ξένη λογοτεχνία

Ο Καλόγερος

Μάθιου Λιούις

Υγρές, μελαγχολικές αυλές, φασματικοί πύργοι, ζοφερές προοπτικές, μοναστήρια όπου κατοικεί το κακό, ψίθυροι και τρεμάμενες σκιές, πανέμορφες ηρωίδες που ακροβατούν στα όρια της τρέλας, δαιμονικοί χαρακτήρες που πουλάνε την ψυχή τους στον Εωσφόρο, αλλότρια, μυστικά πάθη, τρέλα, ποίηση…

Το γοτθικό μυθιστόρημα σε όλο το ανατριχιαστικό του μεγαλείο είναι εδώ, με έναν ογκόλιθο του είδους, που ξεπερνά σε ένταση, ρίγος, παλμό, φαντασία και αυτοαναφορική ειρωνεία το σύνολο της σύγχρονης “λογοτεχνίας τρόμου”.

25.00

Fiction/Μυστηρίου

Το κάλεσμα του Κθούλου

Χ.Φ.Λάβκραφτ

Την 1η Νοεμβρίου 1907, έφτασε στην αστυνομία της Νέας Ορλεάνης μια κατεπείγουσα κλήση από την ­περιοχή του βάλτου και της λιμνοθάλασσας στα νότια της πόλης. Οι άνθρωποι που είχαν εγκατασταθεί εκεί, στην πλειονότητά τους πρωτόγονοι αλλά καλοκάγαθοι απόγονοι των ανδρών του Λαφίτ, βρίσκονταν στο έλεος του τρόμου από ένα άγνωστο πράγμα που τους είχε προσεγγίσει αθέατο μέσα στη νύχτα. Επρόκειτο, προφανώς, για βουντού, αλλά για το πιο τρομακτικό είδος βουντού που είχαν συναντήσει ποτέ τους· επιπλέον, μερικές γυναίκες και παιδιά είχαν εξαφανιστεί από τη στιγμή που τα αποτρόπαια τύμπανα ξεκίνησαν τον ατέρμονο χτύπο τους κάπου βαθιά μέσα στο στοιχειωμένο μαύρο δάσος, όπου κανέ­νας κάτοικος δεν τολμούσε ποτέ να μπει. Ακούγονταν παραληρηματικές κραυγές και απόκοσμα ουρλιαχτά, ψαλμωδίες που σου πάγωναν το αίμα, και χόρευαν φλόγες διαβολικές· ώσπου, πρόσθεσε ο τρομαγμένος αγγελιαφόρος, δεν μπορούσαν άλλο να το αντέξουν.

9.90

Fiction/Μυστηρίου

Φρανκενστάϊν

Μέρι Σέλεϊ

Κάπου στους ερημικούς πάγους του Αρκτικού Κύκλου, ένας καπετάνιος διψασμένος για γνώση αντικρίζει ένα αλλόκοτο θέαμα: μια αφύσικα μεγάλη ανθρώπινη φιγούρα με ένα έλκηθρο να κινείται ύποπτα και να εξαφανίζεται. Λίγο αργότερα το πλοίο του περισυλλέγει έναν άλλο, άρρωστο άνδρα, ο οποίος του εξιστορεί την τραγωδία του – τη δική του και του «τέρατος» που ο καπετάνιος είδε τυχαία στους πάγους. Είναι ο Βικτόρ Φράνκενσταϊν και αυτή είναι η τραγική, όσο και τρομακτική, ιστορία τού πώς δημιούργησε ζωή από το μηδέν, ανοίγοντας έτσι το κουτί της Πανδώρας. Ο δημιουργός μισεί το δημιούργημά του και το απελπισμένο δημιούργημα σπεύδει να εκδικηθεί τον δημιουργό του μέσα από μια εναλλαγή περιπετειών, φόνων και εναγώνιων περιπλανήσεων.

Καθώς σήμερα ζούμε την κορύφωση μιας μεγάλης συζήτησης σχετικά με τις εξελίξεις –και την απειλή– της Τεχνητής Νοημοσύνης, το Φράνκενσταϊν ή Ο σύγχρονος Προμηθέας της Μέρι Σέλεϊ φαντάζει πιο επίκαιρο από ποτέ. Εμπνευσμένο μια «νύχτα φαντασμάτων» το 1816 και γραμμένο από μια νεαρή κοπέλα, το έργο αυτό σφράγισε τη θυελλώδη εποχή του Ρομαντισμού, προανήγγειλε εμμέσως την επιστημονική πρόοδο, κυρίως όμως μίλησε για το μυστήριο και το θαύμα της ζωής αλλά και για τη μοναξιά της, καθώς και για το ζήτημα των ορίων στην αναζήτηση της γνώσης.

Συναρπαστικό ανάγνωσμα, προσφέρεται εδώ σε νέα μετάφραση από την Κατερίνα Σχινά, που υπογράφει και το εισαγωγικό σημείωμα, και συνοδεύεται από ένα δοκίμιο της μεγάλης σύγχρονης Αμερικανίδας Τζόις Κάρολ Όουτς με θέμα αυτό το έργο της πρωτοπόρου Μέρι Σέλεϊ που έγινε κλασικό.

17.70

Fiction/Μυστηρίου

Δρ.Τζέκυλ & Κος Χάϊντ

Ρόμπερτ-Λούις Στίβενσον

Το κλασικό αριστούργημα που καταδεικνύει τη διπλή φύση της ανθρώπινης ψυχής: το καλό και το κακό, αδιάσπαστα ενωμένα, η επιστημονική γνώση και τα αβυσσαλέα πάθη, που οδηγούν τον άνθρωπο άλλοτε στα ύψη εκπληκτικών τεχνολογικών ανακαλύψεων κι άλλοτε στα πιο φρικτά εγκλήματα.

13.19

Best Sellers

Aυτά είναι τα βιβλία που αγαπήσατε περισσότερο στο LifO Shop το τελευταίο διάστημα

Φώντας Τρούσας

Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.

Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.

Από τον πρόλογο του βιβλίου

17.00

Συλλογικό

Μια ξεχωριστή έκδοση 26 συγγραφέων αφιερωμένη στο πιο χαρακτηριστικό κτίριο της Αθήνας, την πολυκατοικία. Μέσα από αφηγήσεις, μνήμες, προσωπικά βιώματα και φωτογραφίες, η νέα έκδοση των Onassis Publications αποτυπώνει τις ιστορίες ανθρώπων και κτιρίων, χαρτογραφώντας παράλληλα τις αλλαγές που συμβαίνουν στην αθηναϊκή κοινωνία.

Διατίθεται σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία και στο Onassis shop στο ισόγειο της Στέγης.

«Παντού πολυκατοικίες. Η μία δίπλα στην άλλη, σε ασφυκτική απόσταση μεταξύ τους. Και οι ζωές μας έτσι γειτονεύουν, ασφυκτικά.»

«Πώς ξεκίνησε να χτίζεται η πολυκατοικία; Ποιοι έμεναν εκεί; Ποιες είναι οι νέες εμπειρίες συγκατοίκησης στην Αθήνα; Ποιο είναι το προφίλ των σύγχρονων ενοίκων; Μια ελεύθερη «περιήγηση» στην πόλη της Αθήνας ξεδιπλώνεται μέσα από τις σελίδες της έκδοσης του Ιδρύματος Ωνάση, «37 ιστορίες αθηναϊκών πολυκατοικιών» που κυκλοφόρησε μόλις, σε επιμέλεια των Θωμά Μαλούτα, Νικολίνας Μυωφά, Δημήτρη Μπαλαμπανίδη, Ιφιγένειας Δημητράκου. Το βιβλίο αυτό γεννήθηκε από την ανάγκη να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε τις αθηναϊκές πολυκατοικίες της αντιπαροχής. Μέσα από τις εμπειρίες και τις ιστορίες παλαιότερων και νέων κατοίκων, ανακαλύπτουμε όσα κρύβουν αυτά τα κτίρια-σύμβολα μιας ολόκληρης εποχής.

Αφηγήσεις, μνήμες, προσωπικά βιώματα, φωτογραφίες, διαγράμματα, οικοδομικοί κανονισμοί, συμβόλαια και κανονισμοί λειτουργίας αποτυπώνουν ιστορίες ανθρώπων και κτιρίων, ενώ παράλληλα χαρτογραφούν τις σύνθετες διαδικασίες και αλλαγές που συντελούνται στο επίπεδο της γειτονιάς, αλλά και συνολικά της αθηναϊκής κοινωνίας.

Οι ιστορίες του βιβλίου εκτυλίσσονται σε πολλές –και διαφορετικές μεταξύ τους–περιοχές του ευρύτερου κέντρου της Αθήνας: Πατήσια, Κυψέλη, Βικτώρια, Εξάρχεια, Γκύζη, Αμπελόκηποι, Σύνταγμα, Κολωνάκι, Παγκράτι, Κουκάκι, Νέος Κόσμος, Καλλιθέα κ.ά.

Βλέποντας κανείς την Αθήνα από ψηλά, απολαμβάνει την πιο χαρακτηριστική της θέα: μια «θάλασσα» από πολυκατοικίες. Σημαντικό συστατικό της σύγχρονης ιστορίας της, αλλά και της σημερινής της δομής, η πολυκατοικία είναι αποτέλεσμα της μεταπολεμικής αστικοποίησης. Ενός μοντέλου που έδωσε τη δυνατότητα σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα να ξαναχτίσουν την πόλη κτίριο προς κτίριο. Οι παραπάνω διαδικασίες έχουν υπάρξει αντικείμενο δημόσιας συζήτησης εδώ και αρκετές δεκαετίες. Καλά εδραιωμένοι μύθοι σχετικά με αυτούς «που κατέστρεψαν την Αθήνα» θέτουν σε απόσταση τους δρώντες της αντιπαροχής και της πολυκατοικίας από τους σημερινούς κατοίκους της πόλης.

Σε μια προσπάθεια σύνδεσης των δύο αυτών κόσμων, το βιβλίο αφενός καταγράφει ιστορίες «εκ των έσω» –αφηγήσεις που αποτυπώνουν το τι συνέβη ή συμβαίνει στο εσωτερικό των πολυκατοικιών της Αθήνας– και αφετέρου παρουσιάζει ιστορίες της πόλης «από τα κάτω», δηλαδή διηγήσεις σχετικά με τους ανθρώπους που έχτισαν, πέρασαν, κατοίκησαν και κατοικούν την πόλη.

Οι ιστορίες και τα θεωρητικά κείμενα που παρεμβάλλονται δεν διαβάζονται απαραίτητα με τη σειρά που έχουν τοποθετηθεί στο βιβλίο, αλλά και με μια πιο ελεύθερη «περιήγηση» της αναγνώστριας ή του αναγνώστη.

Για την έκδοση πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις με σημερινούς και ορισμένους παλαιότερους κατοίκους και επαγγελματίες που ήταν πρόθυμοι να καταθέσουν μαρτυρίες και τεκμήρια για την ιστορία και τη ζωή της πολυκατοικίας στην οποία διαμένουν ή/και εργάζονται. Οι μαρτυρίες του «δείγματος» αφηγητών και αφηγητριών έδωσαν στην έρευνα πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις διαδρομές και τις στρατηγικές επιλογές των ανθρώπων που κατασκεύασαν και διαχειρίστηκαν το οικιστικό απόθεμα της Αθήνας.

«Ο κύριος Τέλης δεν είναι πια διαχειριστής. Από τότε που χάσαμε τη γυναίκα του, παραιτήθηκε. Κανείς δεν ήθελε να αναλάβει. Εμένα, βέβαια, δεν με ρώτησαν. Τι να πω, ίσως πρέπει να είσαι ιδιοκτήτης για να έχεις κάποια δικαιώματα. Τη διαχείριση πήρε μια εταιρεία. Μας αφήνει συνέχεια τυπωμένα σημειώματα στο ασανσέρ, τι να κάνουμε, τι να μην κάνουμε, πώς να το κάνουμε κ.ο.κ. “Μια χαρά, ησυχάσαμε. Καλύτερα έτσι” μου λέει μια μέρα ο Αποστόλης. Η κυρία Ελευθερία, όμως, –η γυναίκα του κυρίου Τέλη, του παλιού διαχειριστή, η διαχειρίστρια, δηλαδή (καθώς η διαχείριση γίνεται με κάποιον τρόπο οικογενειακό εγχείρημα)– μου έριχνε σημειώματα κάτω από την πόρτα και με προσκαλούσε για την “πιο νόστιμη φασολάδα της ζωής σου” – έτσι μου έγραφε.»

Η αθηναϊκή πολυκατοικία των περασμένων δεκαετιών στέγασε μεν ένα κοινωνικά ετερογενές μείγμα νοικοκυριών, λαϊκών έως και (μεσο)αστικών, το οποίο όμως εθνοτικά ήταν ομοιογενές, σχεδόν αμιγώς «ελληνικό», και τις περισσότερες φορές υπό το σχήμα της πυρηνικής οικογένειας που ιδιοκατοικεί ή, σπανιότερα, μισθώνει το διαμέρισμά της.

Σήμερα, στις περισσότερες περιοχές του κέντρου το κοινωνικό και δημογραφικό προφίλ των ενοίκων αλλάζει σημαντικά και γίνεται ακόμα πιο ποικιλόμορφο. Έλληνες ένοικοι, οικονομικοί μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη, πρόσφυγες από την Ασία και την Αφρική, καθώς επίσης ξένοι υπήκοοι «αναπτυγμένων» χωρών της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής.

Καταγράφονται, επίσης, πολλοί και διαφορετικοί τύποι νοικοκυριών και οικογενειακές καταστάσεις: μόνοι άντρες και μόνες γυναίκες (εργένηδες και διαζευγμένοι, γυναίκες μονογονείς, χήρες, ηλικιωμένες με τη φροντίστριά τους), συγκάτοικοι φίλοι και συμπατριώτες, γονείς με παιδιά, ζευγάρια που δεν έχουν αποκτήσει παιδιά, γονείς με παιδιά που ζουν αλλού, ζευγάρια που έχουν παντρευτεί ή έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, ετερόφυλα και ομόφυλα. Τύποι νοικοκυριών και προφίλ ενοίκων που δεν είναι απλώς πολλά και διαφορετικά (πιο πολλά και διαφορετικά σε σχέση με το παρελθόν), αλλά και περισσότερο ορατά.

Στην έκδοση διαφαίνεται πώς διαμορφώνονται μέσα στα χρόνια νέες εμπειρίες συγκατοίκησης στις πολυκατοικίες και στις γειτονιές, νέες προκλήσεις για τις σχέσεις γειτονίας και τους όρους συνύπαρξης, πρωτόγνωρες, σύνθετες και δυναμικές: «Μέσα από ήχους που βγαίνουν από παράθυρα, φωταγωγούς, μπαλκόνια και ταράτσες, η αθηναϊκή πολυκατοικία επεκτείνεται μέσω των εναλλασσόμενων ηχοτοπίων της. Εξωτικά μπαχαρικά, σκόρδα και πιπεριές στο τηγάνι, μυρωδιές που κάνουν τα μικρά διαμερίσματα να μοιάζουν μεγαλύτερα.»

32.00

Αλέξης Ακριθάκης

Η ύπαρξη των ημερολογίων ρίχνει φως στις σκιές της ζωής του Αλέξη Ακριθάκη και χαρτογραφεί απόκρημνους τόπους. Συμβάντα, συναντήσεις, σκέψεις, σημειώσεις, αφορισμοί, εξομολογήσεις, ερεθισμοί, αποκαλύψεις, ζορισμένη εφηβεία, αλητεία, πρόσωπα, φίλοι, παρέες, ερωμένες, πάθη, γάμοι, λαγνεία, η δεκαετία του ’60, το πνεύμα της ελευθερίας, ναρκωτικά, αλκοόλ, χιλιόμετρα, ταχύτητα, πόλεις (με προεξάρχουσες την Αθήνα και το Βερολίνο), καφέ, νυχτερινά κέντρα, δρόμοι, λεωφόροι, μνήμες, νοσταλγία, spleen, σάτιρα, ειρωνεία, φόβοι, αγωνία, οργή, τόξα, έξεις, αυτοκαταστροφή, εσωτερικότητα, απόγνωση, απώλεια, εφιάλτες, κραυγή, αθωότητα, η μυθολογία (και η κατάρα) του καλλιτέχνη, η αυτοκτονία ως θάρρος και οδός, σχέδια, ζωγραφική, χρώματα, προοίμια έργων η έργα εν προόδω και, συχνά, ολοκληρωμένα έργα, Artist’s books, υλικά, ποσά, τεχνίτες, διευθύνσεις και τηλέφωνα ανά τις εποχές, λογαριασμοί, συνταγές μαγειρικής, ποίηση, τρυφερότητα, ο βαθύς πόνος της τέχνης, το πάσχον σώμα, η κατωφέρεια του θανάτου, παρελαύνουν από τις σελίδες των τετραδίων του στο διάστημα μίας τριακονταετίας. […]

Ο Αλέξης Ακριθάκης διένυσε ενός αποστάσεις ενός σύντομης ζωής του με ενός ταχύτητες που του υπέβαλλαν το ταλέντο του, το ένστικτο, το νευρικό του σύστημα, οι συντεταγμένες του έργου του, η μνήμη του θανάτου, η ποίηση, όσο και ο ατίθασος και ασυμβίβαστος χαρακτήρας του – απότοκος ενός πληγωμένου, ευαίσθητου και αβόλευτου ψυχισμού. — ΘΑΝΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ
Ακριθάκης τρέχει, και από τις σκόρπιες σελίδες των τετραδίων ως τα πέρατα του κόσμου, από την αρχή της ζωής και ώς το τέλος της ζωής του, δεν σταματά να εκπέμπει σήματα και συνθήματα, σημεία και τέρατα, αφορισμούς και ποιήματα, έρωτες και παθήματα, ίχνη και πατήματα. Έτσι, μέσα στη ροή του χρόνου, με το έργο του δικαιώνεται η προφητική κατακλείδα του Νάνου Βαλαωρίτη στο κείμενο που εγκαινιάζει την έκθεση του Ακριθάκη το 1965 : «Όσοι έχουν μάτια ακούν κι όσοι έχουν αυτιά θα δούνε». — ΝΤΕΝΗΣ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ

 

25.00

Γιώργος Κτενάς

Μια ιστορία που κουβαλάει μια γειτονιά στου Ζωγράφου και συνδέεται με την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ένα παιδί 5 ετών, το χέρι της μητέρας του και η σφαίρα που έκοψε το νήμα της ζωής. Το πιο μικρό θύμα της Χούντας 50 χρόνια μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, μάς θυμίζει τον τρόπο για να μην ξεχάσουμε.

Ένα παραμύθι (που δεν λέει παραμύθια), που αντιστέκεται στο πλαίσιο της ευρύτερης προσπάθειας αναθεωρητισμού και αναδεικνύει το σημείο εκκίνησης του αυτόνομου κινήματος στην Ελλάδα. Οι 56 ώρες που οι φοιτητές εντός ήταν ελεύθεροι και το πλήθος απέξω δημιούργησε πολιτική. Οι νεκροί δεν είναι παραμύθι και το Πολυτεχνείο δεν λέει παραμύθια.

Αν η εξέγερση του Πολυτεχνείου αποτελεί χειρονομία θεμελίωσης της Μεταπολίτευσης, 50 (+1) χρόνια μετά μια παιδική ιστορία με έναν παππού και το εγγονάκι επανακωδικοποιεί την επταετία της Χούντας, τα χρόνια πριν από αυτή και, ίσως, τα χρόνια μετά. Μια βόλτα στην πόλη που θα μείνει αξέχαστη σε μικρούς και μεγάλους.

Ένα παραμύθι (που δεν λέει παραμύθια) για το Πολυτεχνείο του Γιώργου Κτενά με εικόνες του John Antono και χρώματα της Crispy Shift.

12.00

Συλλογικό

Μια ανθολογία διηγημάτων, από τα μέσα του 19ου αιώνα ως και τον Μεσοπόλεμο, που εξετάζει τη μορφή του αρχετυπικού κακού της ελληνικής σκοτεινής λαογραφίας: του βρυκόλακα.

Ένα σύνολο ιστοριών οι οποίες, αν διαβαστούν με σημερινά κριτήρια, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν στο λογοτεχνικό υποείδος του λαογραφικού τρόμου και που εστιάζουν στην –κατά τον Montague Summers– «παράδοση που στην Ελλάδα διατήρησε τη δύναμή της περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη», αυτή των βρυκολάκων.

Από την πρωτόλεια γραφή του Δημητρίου Αινιάνος ως το σκοτεινό χιούμορ του Ιωάννη Κονδυλάκη και τις ανατριχιαστικές διηγήσεις του Κώστα Πασαγιάννη, 13 διηγήματα που αντλούν την πρώτη τους ύλη από ένα μωσαϊκό λαογραφικών παραδόσεων από όλη την Ελλάδα.

13.00

Ξένη λογοτεχνία

Wonderfuck

Καταρίνα Φόλκμερ

«Σας ευχαριστώ για την αναμονή. Ονομάζομαι Τζίμι. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»

Σ’ ένα τηλεφωνικό κέντρο του Λονδίνου, ο Τζίμι και οι συνάδελφοί του απαντούν στα παράπονα τουριστών απ’ όλο τον κόσμο – προβλήματα κρατήσεων, ακατάλληλα δωμάτια ξενοδοχείων, κρίσεις άγχους. Ωστόσο, αυτός ο ιδιόρρυθμος, σικελικής καταγωγής, νεαρός άντρας δεν είναι ακριβώς πρότυπο υπαλλήλου, με αποτέλεσμα ο προϊστάμενός του να τον επιπλήττει συνεχώς. Ο Τζίμι δεν αρκείται να απαντά στους δυσαρεστημένους πελάτες, αλλά εμπλέκεται ενεργά στις φαντασιώσεις και στις αγωνίες τους – για να μην αναφερθούμε στην παράξενη συμπεριφορά του απέναντι στους συναδέλφους του. Από την ψυχολογία των Ιταλίδων μητέρων έως το τέλειο χρώμα του κραγιόν για τα χείλη, από τον ρόλο των ηθοποιών στις κηδείες έως την τέχνη της ζωγραφικής γεννητικών οργάνων σ’ ένα σημειωματάριο, ποιος μπορεί να φανταστεί ότι είναι δυνατόν ο χώρος της δουλειάς να μας μάθει τόσα πράγματα;

Με το Wonderfuck η Καταρίνα Φόλκμερ μάς μεταφέρει στα ενδότερα ενός εργασιακού μικρόκοσμου για να μιλήσει για τις πολλαπλές ταυτότητες, για τις καταστροφικές συνέπειες του μαζικού τουρισμού στο περιβάλλον, για τη μοναξιά της σύγχρονης μητρόπολης και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες των απομονωμένων, απογοητευμένων κατοίκων της. Ένα μυθιστόρημα διασκεδαστικό και ταυτόχρονα μελαγχολικό, έντονο όπως μια αισθησιακή φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής…

«Η Καταρίνα Φόλκμερ είναι ένα αληθινά τολμηρό μυαλό της σύγχρονης λογοτεχνίας»

Ian McEwan

16.50

Νέιθαν Θρωλ

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 2012, λίγο έξω από την Ιερουσαλήμ, ο Άμπεντ Σαλάμα, Παλαιστίνιος της Δυτικής Όχθης, μαθαίνει για ένα τροχαίο στο οποίο εμπλέκεται κι ένα πούλμαν που μεταφέρει παιδιΆ. Σπεύδει στο σημείο του δυστυχήματος, γιατί φοβάται πως στο πούλμαν επιβαίνει ο πεντάχρονος γιος του. Το ίδιο το δυστύχημα θα μπορούσε, ίσως, να είχε συμβεί οπουδήποτε. Τα όσα επακολούθησαν, όχι.

Καταγράφοντας τις προσωπικές ιστορίες των δεκάδων εμπλεκόμενων, Παλαιστίνιων και Ισραηλινών -θυμάτων, συγγενών, ανθρώπων που βοήθησαν ή που δεν βοήθησαν-, ο Νέιθαν Θρωλ, με κλινική ματιά, αναδεικνύει την πολιτική διάσταση της τραγωδίας, τις εξουσιαστικές, χωροταξικές, θεσμικές δομές που ορίζουν τις ζωές των ανθρώπων στη Δυτική Όχθη, πίσω από το υψωμένο τείχος.

20.00

Μαρία & Νίκος Ψιλάκης

Το βιβλίο που χαρακτηρίστηκε ως αλφαβητάρι της κρητικής διατροφής, προϊόν εμπεριστατωμένης έρευνας στην ύπαιθρο της Κρήτης όπου καταγράφηκαν οι διατροφικές συνήθειες των Κρητικών και οι συνταγές της κρητικής παραδοσιακής κουζίνας. Μέσα από 520 συνταγές αποκαλύπτονται τα μικρά μυστικά της κρητικής ιδιαιτερότητας και του κρητικού διατροφικού θαύματος.

24.99

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Το όνομα μου είναι Γιώργος Χρονάς

Γιώργος Χρονάς

Προτού ο πανδαµάτωρ χρόνος τα σκεπάσει όλα και γίνουν στάχτη, χώµα, και εµείς επιστρέψουµε στην γη, για πάντα, ας ξεφυλλίσουµε το παραµύθι από την ηµέρα που είδαµε το φως, την θάλασσα, τον άνεµο να µας χτυπάει. Οι δρόµοι οδηγούν σε κάποιο ξέφωτο. Σ’ ένα δωµάτιο και ένα µολύβι που θέλει να γράψει όσα είδαµε τότε και τώρα. Προχθές. Τα ξεχάσαµε κάποια. Άλλα έγιναν ονόµατα, φράσεις. Αναπνοές. Όπως αυτές που ζούµε την κάθε µέρα χωρίς φαινόµενα ή συναντήσεις. Πρόσωπα και σκιές. Αυτές µεγαλώνουν όσο πέφτει το σκοτάδι.

16.00

Ελληνική λογοτεχνία

Το παιδί του διαβόλου

Πέτρος Τατσόπουλος

Στη χώρα όπου δημοφιλείς άγιοι, νεκροί εδώ και τρεις αιώνες, απαιτούν κάθε είκοσι πέντε χρόνια να τους αλλάζουν τα άμφια και αγράμματοι καλόγεροι συνομιλούν με σαύρες ή ρίχνουν στα σκουπίδια τον Δαρβίνο, ακόμα και η πιο παρανοϊκή τερατολογία εντάσσεται σε μια ιδιότυπη «κανονικότητα» ενώ ταυτόχρονα κάθε απόπειρα για την άρθρωση στοιχειωδώς «ορθού λόγου» αντιμετωπίζεται ως «εξωφρενική», αν όχι ως υπαγορευμένη από τον ίδιο τον Διάβολο.

Πάνω και πίσω από αυτή τη μεσαιωνική παλινδρόμηση, στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη συναίνεση των πολιτικών αρχών και τη δικαιοσύνη ηχηρά απούσα, στήνεται ένας θηριώδης «εισπρακτικός μηχανισμός» γύρω από ανεξέλεγκτα «ιερά λείψανα» κι εξόφθαλμες «απάτες θαυμάτων» με ανυπολόγιστα κέρδη. Ο Πέτρος Τατσόπουλος, δεκαοχτώ χρόνια μετά τη γλυκόπικρη Καλοσύνη των ξένων, επανέρχεται με μια αυτοβιογραφική αφήγηση υψηλής έντασης και με την ανυποχώρητη πρόθεση να πει τα πράγματα με το όνομά τους.

16.60

LiFO Βιβλία

Οι εκδόσεις μας στο LifO Shop

Φώντας Τρούσας

Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.

Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.

Από τον πρόλογο του βιβλίου

17.00

LiFO Βιβλία

Ας φυσά τώρα

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:

Eίχα έναν φίλο που πέθανε η μάνα του απότομα, από καρδιά. Ήταν περίεργο παιδί και δεν έκλαψε καθόλου, ούτε με το πρώτο σοκ ούτε μετά – στις εκκλησίες και στους τάφους. Ήταν κλειστός σαν πέτρα, γιατί την αγαπούσε πολύ.

Το βράδυ που έφυγαν οι επισκέπτες από το σπίτι (σχεδόν τους έδιωξε), εξαντλημένος άνοιξε το ψυγείο. Σε ένα τάπερ βρήκε γεμιστά. Τα είχε μαγειρέψει η μάνα του μια μέρα πριν πεθάνει.

Έκατσε στο τραπέζι, μόνος, και άρχισε να τρώει. Ένιωσε κάτι υπόκωφο να του χτυπάει τα σωθικά: η οικειότητα αυτής της γεύσης. Το ρύζι, η ντομάτα, το συγκεκριμένο λάδι, ο συγκεκριμένος άνηθος – αυτό το μείγμα που ανήκε αποκλειστικά στη μάνα του.

Τότε μόνο τον πήραν τα κλάματα. Έκλαιγε κι έτρωγε, σιγά-σιγά, για να μην τελειώσουν γρήγορα τα γεμιστά του. Μέχρι που τέλειωσαν.

________________

Η επώδυνη ενηλικίωση ενός αγοριού στην επαρχία της δεκαετίας του ’60 και του ’70, η παράξενη άνθηση της σεξουαλικότητας, το μπούλινγκ, οι μαγικοί κόσμοι που αναγκάστηκε να εξυφάνει στη μοναξιά του, η ειδυλλιακή εικόνα ενός νησιού που από πίσω κρύβει καταπίεση και φοβο.

Η δειλή του επανάσταση στην εφηβεία και η μεγάλη του απόδραση στην Αθήνα. Ο τρόπος που προσπάθησε να φτιάξει τη ζωή του, δίχως τις ετοιμες λύσεις της πολιτικής ή της θρησκείας – ακολουθώντας το ένστικτό του και παρατηρώντας σχεδόν με ωμότητα το παίγνιο μιάς κοινωνίας υπό διάλυση.

________________

Το νέο βιβλίο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο – δίχως αναστολές και δίχως απολογίες. Με σχεδόν εργαστηριακό βλέμμα καταγράφει την αγριότητα και την ομορφιά που ενυπάρχουν σε κάθε ζωή ·  τα τεχνάσματα και τα κατά συνθήκην ψεύδη που χύνονται σαν μέλι στην παντόφλα της δημοσιογραφίας και των social media.

Κυρίως όμως το βιβλίο αυτό είναι ένα tour de force ως προς το ύφος του ― με μια γλώσα μεστή και δωρική, αστραφτερή σαν λάμα και γεμάτη ποιητικές αντηχήσεις.

Είναι μια απόλαυση να το διαβάζεις: τόσο το πρώτο μέρος που συγκεφαλαιώνει τις αφηγήσεις του Νησιού· όσο και το δεύτερο μέρος που μιλά για τον ερχομό στην μεγάλη πόλη.

______________

 

 

13.00

Βρασίδας Καραλής

Στο μεταξύ τα λουλούδια σου έχουν αρχίσει να πεθαίνουν το ένα μετά το άλλο. Ο μυστικός κήπος όπου μπορούσες να κρυφτείς, να σκεφτείς και να κλάψεις σιωπηλά, μέρα τη μέρα αφανίζεται. Προσπαθώ να τα φροντίζω, να τα ποτίζω, να τα κλαδεύω και να τα τρέφω, κι όμως αυτά γνωρίζουν πως κάτι έχει αλλάξει, δεν είσαι εσύ μα ένας ξένος, κάποιος που προσποιείται ότι τα φροντίζει. νιώθουν ότι το κάνει για σένα και όχι γι’ αυτά. Η αζαλέα μαράθηκε πρώτη. ύστερα οι τριανταφυλλιές και η πλουμέρια, οι γαριφαλιές, η τελοπέα, οι κάκτοι, οι ανιγόζανθοι, οι μικροί ευκάλυπτοι, το δεντρολίβανο, η μπάνξια, οι βασιλικοί, τα πάντα. Οι πολύχρωμες μικρές πετούνιες σου ξεράθηκαν, μια καφετιά νεκρή μάζα στη θέση της παλιάς φαντασμαγορίας. Η υπόσχεση που αντιπροσώπευε κάθε λουλούδι βρίσκεται τώρα μουδιασμένη και σφραγισμένη στα μαραμένα τους μπουμπούκια. Ένα πράσινο κυπαρίσσι απομένει, το σπαρτιάτικό σου, που μας θύμιζε τα χρώματα γύρω από την Ολυμπία, και η μικρή ελιά που χάιδευες τόσο τρυφερά, η υπέρτατη λαχτάρα μας για ρίζες. Τα κοιτάζω και με αποδοκιμάζουν. «Μας άφησε,» μουρμουρίζουν θροΐζοντας «άσε μας τώρα κι εσύ, φύγε. Αναζητούμε τα μάτια του Ρόμπερτ, το άγγιγμά του, τη ζεστασιά του. Δεν είσαι εσύ». Αυτό λένε κάθε φορά που προσπαθώ να τα φροντίσω. Με αγνοούν. Νιώθω αβοήθητος, απελπισμένος.

Στην καρδιά κάθε σχέσης υπάρχει ένας κήπος. Κάνω ό,τι μπορώ για να τον κρατήσω ζωντανό, όμως τα λουλούδια ρωτούν συνέχεια για σένα – και δεν ξέρω πώς να τους εξηγήσω το θάνατο, τη μοναξιά, την εκδημία, το πένθος. «Δεν θα υπάρξει καινούρια άνοιξη για μας» λένε το ένα στο άλλο. «Είμαστε εδώ για ν’ ακούσουμε τα λόγια του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ, που μας καλεί στη ζωή. Μας πότιζε ένα ένα, υπομονετικά, στοργικά. Μας έλεγε ιστορίες. Ήταν φίλος μας. Αλλά πού είναι τώρα; Καλύτερα να μην ξαναγεννηθούμε, αφού δεν είναι αυτός εδώ. Τα χέρια του μας κρατούσαν ζωντανά. Η φωνή του συνέθετε τη σαγηνευτική μελαγχολία μας.» Κι ενώ εγώ προσπαθώ να εξηγήσω, παραμένουν απόμακρα, αγνοώντας με – είμαι ο ξένος τώρα, ο παρείσακτος, η περιττή παρουσία.

____________________________________________________________

Ένα από τα πιο σπαρακτικά κείμενα που έχουν γραφτεί για την απώλεια είναι το βιβλίο του Βρασίδα Καραλή για την εκδημία του συντρόφου του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ.

«Το αποχαιρετιστήριο αυτό γράμμα είναι κάπως σαν την καρδιά μου ξεγυμνωμένη, σαν μια προσπάθεια να καταγράψω τι πραγματικά μας κάνει να ζούμε – το μυστήριο της αγάπης και της παρουσίας μας στον κόσμο.» – B.K.

___________

Ο Βρασίδας Καραλής συνομιλεί με τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο για το βιβλίο του «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ»​

 ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ: Ο Βρασίδας Καραλής είναι απέναντί μου, αλλά εγώ τώρα πια, που ήρθε η ώρα να μιλήσουμε, δεν ξέρω τι να του πω. Την περασμένη άνοιξη έχασε τον σύντροφό του μετά από τριάντα χρόνια κοινής ζωής. Στα κύματα πένθους, οργής και απορίας που τον διακατέχουν έκατσε και έγραψε ένα μικρό βιβλίο στα αγγλικά ‒γιατί ο Βρασίδας ζει στην Αυστραλία πολλά χρόνια τώρα, είναι καθηγητής πανεπιστημίου εκεί‒, ένα γράμμα αγάπης, ουσιαστικά, στον νεκρό του σύντροφο. Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό κείμενο μεγάλου πένθους και αξίας, όχι μόνο λογοτεχνικής αλλά και πολιτικής, γιατί για πρώτη φορά εκφράζεται έτσι η αγάπη ανάμεσα σε δύο άντρες, δίχως ίχνος απολογητικής διάθεσης αλλά ούτε και πολεμικής, πικρίας ή επιθετικότητας. Σαν να έχει περάσει το ζήτημα σ’ ένα επόμενο στάδιο που κάποιος δεν μπαίνει καν στη δικαιωματική συζήτηση επειδή δεν του περνάει από το μυαλό ότι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε ανθρώπινα πλάσματα πρέπει να δώσει λογαριασμό για το υψηλό του αίσθημα. Επειδή ο έρωτας ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε ανθρώπινα πλάσματα είναι αυτοδίκαιος και μεγαλειώδης ούτως ή άλλως… Οπότε, Βρασίδα, είμαι τυχερός που το αριστούργημα αυτό κυκλοφορεί στα ελληνικά μεταφρασμένο από την Κατερίνα Σχινά για τις εκδόσεις της LiFO·  είμαι τυχερός που σ’ έχω εδώ, απέναντί μου, στο πέρασμά σου από την Αθήνα·  αλλά, ειλικρινά, δεν ξέρω αν πρέπει να σου δείξω ξανά τον απέραντο θαυμασμό που νιώθω για το βιβλίο σου ή να σε χτυπήσω στην πλάτη και να σε ρωτήσω: «Και τώρα τι γίνεται; Πώς μπορεί να συνεχιστεί η ζωή;».

ΒΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ: Όπως λέμε στα αγγλικά, η ζωή τώρα είναι at a standstill. Υπάρχει μια περίοδος στασιμότητας μετά από έναν θάνατο, και μάλιστα τον θάνατο ενός ανθρώπου που στάθηκε δίπλα σου τόσο πολλά χρόνια. Το μόνο που νιώθεις είναι ότι η φωνή του άλλου έρχεται από πολύ μακριά, βρίσκεσαι σε μια έρημο και δεν ξέρεις πώς να επικοινωνήσεις με τον άλλο κόσμο, έχεις χάσει το αίσθημα προσανατολισμού και ταυτόχρονα έχεις ένα αίσθημα ματαιότητας. Τι κάνω τώρα εδώ, για ποιον λόγο και προς τι; Η ζωή μου δεν ήταν ποτέ τιμές και μεγαλεία, καθηγητική έδρα και φήμη πανεπιστημιακή, αλλά αυτό που ο Heidegger ονομάζει «Gelassenheit», ηρεμία, ένα είδος γαλήνης. Τη βρίσκεις την ώρα που συγχρονίζεσαι με τον κόσμο μέσω ενός άλλου προσώπου… Αυτή η λογοτεχνία του πένθους, όπως ονομάζεται, μιλάει συνήθως για τον άνθρωπο που γράφει, τι νιώθει και πώς είναι. Αυτά δεν με αφορούν, γιατί, όπως είδες, στο βιβλίο ουσιαστικά προσπάθησα να δω πώς σχετιστήκαμε με τον Ρόμπερτ και ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος.

Σ.Τ.: Διακρίνω ένα είδος υπερβολικής προσοχής για να μη φανεί ότι το βιβλίο αυτό γράφτηκε για σένα αλλά για τον Ρόμπερτ. Γιατί;

Β.Κ: Γιατί δεν γράφτηκε για μένα. Αυτό το βιβλιαράκι, αυτή η επιστολή, είναι μια πρόσκληση, μια χειρονομία προς τον Ρόμπερτ: «Πες μου πού είσαι αυτήν τη στιγμή».

Σ.Τ.: Χειρονομία προς την άβυσσο.

Β.Κ.: Προς την άβυσσο. Και τη σιωπή βέβαια, γιατί δεν πρόκειται να μου απαντήσει ποτέ.

Σ.Τ.: Η στάση σου απέναντι στα άλλα βιβλία που ξεκινούν από μια εκδημία, από μια απώλεια, αλλά οι συγγραφείς μιλούν για τον εαυτό τους, ποια είναι; Γιατί βλέπω ένα είδος περιφρονητικής αναφοράς στο βιβλίο της Joan Didion.

Β.Κ.: Ναι, δεν μου άρεσε καθόλου. Το διάβασα πάρα πολύ προσεκτικά, πριν συμβεί αυτό με τον Ρόμπερτ, και στην αρχή, ξέρεις, συγκινήθηκα, γιατί το γεγονός το ίδιο είναι συγκινητικό. Και ο άντρας της πεθαίνει και η κόρη τους μετά, στο «Blue Nights». Αλλά μιλάει συνέχεια για τον εαυτό της, για το ότι αισθάνεται οίκτο για τον ίδιο της τον εαυτό που έμεινε πίσω. Δεν αισθάνθηκα πότε οίκτο για μένα.

Σ.Τ.: Αλλά;

Β.Κ.: Οργή. Για τον τρόπο που έφυγε. Μετά, όταν βλέπεις ότι το αμετάκλητο της αναχώρησης είναι εκεί, θα μείνει εδραίο, στέκει όπως ένας βράχος μπροστά σου, έκλαψα.

Σ.Τ.: Οπότε ένα από τα στάδια του πένθους είναι η οργή. Αυτή ήρθε πρώτα;

Β.Κ.: Πρώτα η οργή. Μετά, ένα είδος numbness, ένα μούδιασμα. Έψαχνες παντού να τον βρεις και δεν ήταν πουθενά. Αυτό έγινε τη μέρα που τον πήγαμε στο νεκροτομείο και έπρεπε να του φορέσω τα ρούχα. Νομίζω ότι για όσους έχουν ζήσει τον θάνατο αυτή είναι απλώς η πιο τραγική, συγκλονιστική στιγμή. Μου θύμισε αυτό που λέει ο Χριστός στον Ιωάννη, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «Άνοιξε τα χέρια σου τώρα που μπορείς γιατί μια μέρα κάποιοι άλλοι θα τα ανοίξουν, όταν δεν θα μπορείς να τα ανοίξεις». Μου ήρθε αυτό το πράγμα στον νου. Εν τω μεταξύ, την ώρα που προσπάθησα να του βάλω τις κάλτσες, λιποθύμησα. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ήμουν τόσο αδύναμος.

Σ.Τ.: Είναι κανείς δυνατός μπροστά σε αυτά τα πράγματα;

Β.Κ.: Όχι.

Σ.Τ.: Μόνο από αναισθησία ίσως.

Β.Κ.: Να πω την αλήθεια, δεν κατάλαβα πώς έγινε η ταφή. Πήγαμε στην εκκλησία, στο νεκροταφείο. Είχα διαβάσει όσα έπρεπε να κάνω και έκανα τα πάντα, παρήγγειλα φέρετρο…

Σ.Τ.: Τα έκανες εσύ όλα αυτά;

Β.Κ.: Ναι. Έπρεπε να αγοράσω τον τάφο, να σκεφτώ τι θα μπει πάνω στον τάφο.

Σ.Τ.: Οι φίλοι; Δεν βοήθησαν στα πρακτικά;

Β.Κ.: Δεν μπορούσαν νομίζω.

Σ.Τ.: Αυτό είχε να κάνει και με την, ας το πούμε, κοινωνική μοναξιά του gay ζευγαριού;

Β.Κ.: Α, όχι, ήμασταν πολύ αυτάρκεις μαζί,  δεν ήμασταν ποτέ μοναχικοί. Είχαμε πολλούς φίλους,  ήθελαν να βοηθήσουν, αλλά είναι μερικά πράγματα που πρέπει…

Σ.Τ.: … να τα κάνεις εσύ.

Β.Κ.: Ναι. Και πρέπει να αντιμετωπίσεις όλο αυτό ως μια τελετή περάσματος. Γιατί αυτό βοηθάει πάρα πολύ εσένα τον ίδιο να πεις «αντίο». Λιποθύμησα ξανά όταν τον κατέβασαν στον τάφο.

Σ.Τ.: Είχες συνείδηση των στιγμών εκείνων;

Β.Κ.: Όχι, όχι.  Τον έψαχνα παντού γύρω μου. Έρχονταν οι φίλοι, με αγκάλιαζαν, με φιλούσαν, με χτυπούσαν στην πλάτη και μου έλεγαν: «Είμαστε μαζί σου, έλα να μιλήσουμε». Μου είπε κάποιος, «πρέπει να αποκτήσεις χόμπι τώρα και να ασχοληθείς με τη γιόγκα για να τα ξεχάσεις όλα αυτά». Εγώ δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν και ρωτούσα συνεχώς την ξαδέλφη του, που ήταν δίπλα μας: «Πού είναι ο Ρόμπερτ; Γιατί δεν τον βλέπω εδώ τον Ρόμπερτ; Γιατί με έχει αφήσει μόνο μου εδώ μέσα;». Το μόνο που θυμάμαι είναι οι φωνές των kookaburra, των πουλιών, και τους ανθρώπους που θα έκλειναν τον τάφο, που μου είπαν ξαφνικά: «Πρέπει να ρίξεις αυτά τα ροδοπέταλα πάνω στον τάφο».

Σ.Τ.: Ένα επόμενο στάδιο μετά το μούδιασμα ποιο είναι;

Β.Κ.: Η νεκροφάνεια, νομίζω, η δική μου. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς πέρασε ο Ιούλιος, ο Αύγουστος, ο Σεπτέμβριος. Πέρασαν μήνες που δεν έβγαινα έξω. Είχα αποκοπεί εντελώς απ’ όλο τον κόσμο. Έβγαινα το βράδυ μόνο για να βγάλω βόλτα τα δυο σκυλάκια που είχαμε. Το μόνο που έκανα ήταν να επιστρέφω στο σπίτι, να κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση, να την ανοίγω, αλλά να μη βλέπω καν τι έπαιζε.

Σ.Τ.: Αφέθηκες σε πλήρη παρακμή δηλαδή;

Β.Κ.: Απόλυτη, ναι. Κατατονία απόλυτη.

Σ.Τ.: Έτρωγες, πλενόσουν;

Β.Κ.: Τα έκανα αυτά, ναι, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος για να αντιδράσω. Δηλαδή κατάλαβα ότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό. Με έναν περίεργο τρόπο προσπαθούσα να νιώσω αυτό που ένιωθε ο Ρόμπερτ εκείνη τη στιγμή. Γι’ αυτό λέω στο βιβλίο ότι ήταν σαν να μπήκα στον κόσμο του Edgar Allan Poe. Ακούγεται γλυκανάλατο ή ηλίθιο, αλλά έβλεπα οράματα. Έβλεπα πράγματα να εμφανίζονται μπροστά μου. Δεν κοιμόμουν γιατί φοβόμουν ότι από το ταβάνι του δωματίου θα έβγαιναν περίεργες φιγούρες.

Σ.Τ.: Μέσα στο σκοτάδι αυτό τι σε βοηθούσε; Έπαιρνες φάρμακα; Έπινες;

Β.Κ.: Όχι, όχι.

Σ.Τ.: Υπήρχε κάτι που σου έδινε μια μικρή έστω παρηγοριά;

Β.Κ.: Κατάλαβα πώς πολλοί άνθρωποι παίρνουν ναρκωτικά, πίνουν ή πέφτουν σε άλλου είδους καταχρήσεις μετά από ένα τέτοιο γεγονός.

Σ.Τ.: Εσύ πού όρμησες για να βρεις λίγη παρηγοριά;

Β.Κ.: Αρχικά, αφιερώθηκα στα δύο σκυλάκια που είχαμε. Ξαφνικά κατάλαβα ότι εξαρτώνται από μένα. Ήταν πολύ μικρά και αισθάνθηκα υπεύθυνος γι’ αυτά. Έπειτα, γύρω στον Σεπτέμβριο, αποφάσισα να γράψω αυτή την επιστολή.

Σ.Τ.: Υπήρξε κάποια στιγμή που ενεργοποίησε αυτή την επιθυμία; Κάτι ξαφνικό; Ή γεννήθηκε σιγά-σιγά;

Β.Κ.: Υπήρξε μια στιγμή. Άνοιξα την ντουλάπα για να δω τι θα κάνω με τα ρούχα του και όλη αυτή η μυρωδιά, η αίσθηση του αρώματός του –έβαζε πάντα Miyake–, όλο αυτό, με χτύπησε σαν κάποιος να με χαστούκιζε για ώρες, αλλά και σαν να μου έλεγε «πρέπει να επιζήσεις, να το ξεπεράσεις, να ζήσεις και να μιλήσεις γι’ αυτό». Βρήκα τις κάλτσες που του είχα αγοράσει από εδώ, από το Κολωνάκι, μπλε και άσπρες, με την ελληνική σημαία. Του άρεσαν πάρα πολύ, τις φορούσε. Όταν ακούμπησα το παλτό του, ήρθε μια μυρωδιά που έφερε αναμνήσεις με τον τρόπο του Proust. Για να πω την αλήθεια, μου έδωσε ελπίδα όλο αυτό, ώστε να μην παραιτηθώ.

Σ.Τ.: Τα ρούχα αυτά τα έχεις ακόμα;

Β.Κ.: Ναι, ναι.

Σ.Τ.: Τι σκοπεύεις να τα κάνεις;

Β.Κ.: Δεν ξέρω. Θα μείνουν εκεί για πολλά χρόνια νομίζω. Προσπάθησα, λίγο πριν φύγω από την Αυστραλία, να τα δώσω. Στην Αυστραλία υπάρχει η παράδοση μόλις κάποιος πεθαίνει να δίνεις τα ρούχα στους άπορους και στους αστέγους. Ενώ είχα κανονίσει μια συνάντηση με τους Saint Vincent de Paul, μια σχετική οργάνωση, μετά κατάλαβα ότι δεν μπορούσα καν να τα ξεκρεμάσω.

Σ.Τ.: Δικό του ρούχο έχεις φορέσει εσύ;

Β.Κ.: Τις κάλτσες του.

Σ.Τ.: Και νιώθεις κάτι;

Β.Κ.: Δεν μπορώ να πω. Αισθάνομαι ότι ανασυγκροτώ κάποιες στιγμές που ζούσε.

Σ.Τ.: Είναι τρελό, αλλά εμένα, όπως σου έχω ξαναπεί, η μάνα μου μού έδωσε ένα μπουφάν του πατέρα μου είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, και όταν το φόρεσα ήταν σα να με έκαιγε.

Β.Κ.: Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Γιατί κι εγώ με τις κάλτσες του Ρόμπερτ που φορούσα ένιωθα ότι περπατούσα σαν και κείνον. Ότι ήμουν σε μέρη που πήγαινε εκείνος. Είναι περίεργο πράγμα η μνήμη, το τι μπορεί να κάνει, και το πώς προσπαθούμε τόσο απελπισμένα να επικοινωνήσουμε μέσα απ’ αυτά τα μικρά πράγματα.

Σ.Τ.: Ένα από τα ωραιότερα σημεία του βιβλίου είναι εκεί που λες πως, επιστρέφοντας από κάποιο μάθημά του (σ.σ. ήταν δάσκαλος μουσικής), του είπες ότι ήξερες τι μουσική έπαιζε λίγο πριν από τον ρυθμό που περπάταγε- ότι έπαιζε τα «Crisantemi» του Puccini.

Β.Κ.: Ναι, ναι. Υπάρχει και μια άλλη στιγμή. Ο Ρόμπερτ είχε ασφαλώς μουσική παιδεία, αλλά κι εγώ ήξερα μουσική, επειδή είχα ταξιδέψει. Του υπέδειξα να ακούσει το γερμανικό ρέκβιεμ του Brahms, κι ο Ρόμπερτ τρελάθηκε μετά από αυτό, επειδή ήταν και πολύ γερμανόφιλος. Και ξαφνικά, δύο εβδομάδες μετά, του ζήτησαν να το παίξει στο Opera House του Σίδνεϊ. Εγώ ήμουν στη μία πλευρά της αίθουσας, ενώ ο Ρόμπερτ έπαιζε πάνω στη σκηνή. Δεν ξέρω αν έχεις αισθανθεί την καρδιά σου να χτυπάει δύο φορές. Αν και μάς χώριζαν 500 μέτρα, ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο. Η μουσική του Brahms, ειδικά το δεύτερο μέρος, εκεί που λέει ότι η σάρκα είναι σαν χορτάρι που πεθαίνει και δεν ξανάρχεται… Επικοινωνούσαμε από απόσταση και αισθανόμουν ότι η καρδιά του χτυπούσε δίπλα μου ή μέσα μου ακόμα. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι μού είπε το ίδιο και κείνος. «Κάποια στιγμή δεν μπορούσα να παίξω γιατί νόμιζα ότι κάποιος άλλος είναι μέσα μου». Όλα αυτά προέκυψαν μέσα από τη μουσική, όπως καταλαβαίνεις. Γι’ αυτό, όταν φόρεσα τις κάλτσες του, αισθάνθηκα ότι περπατούσα σαν και κείνον, ότι ήμουν σαν και κείνον… Ακούγομαι ευγενής, αλλά είμαι λίγο χωριάτης, άξεστος άνθρωπος.

Σ.Τ.: Ως προς τι; Ως προς την ορμή των συναισθημάτων;

Β.Κ.: Ως προς τη συμπεριφορά μου.

Σ.Τ.: Μα το να έχεις ορμητικά αισθήματα δεν είναι χαρακτηριστικό του χωριάτη. Το αντίθετο. Η μεγάλη μάζα είναι που ζει σ’ ένα συναισθηματικό flatline.

Β.Κ.: Σωστά. Αλλά ο Ρόμπερτ είχε αυτή την εξευγενισμένη αντίληψη των αισθημάτων· μια απλή κίνηση, μια απλή χειρονομία, ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών. Ήταν σαν να έβλεπες έναν αναγεννησιακό πίνακα όταν μιλούσε ο Ρόμπερτ.

#img#

Σ.Τ.: Δηλαδή εσύ δίπλα του ήσουν ο ζωηρός Μεσόγειος ας πούμε;

Β.Κ.: Ναι, ναι, πάντα.

Σ.Τ.: Και έτσι σε αντιμετώπιζε κι αυτός;

Β.Κ.: Αυτός συγκλονιζόταν από τους ζωηρούς Μεσόγειους. Έτσι γίνεται, ό ένας ζητάει από τον άλλον αυτό που ουσιαστικά θα ήθελε να είναι.

Σ.Τ.: Πάντως, το physique σου δεν είναι του κλασικού Έλληνα. Είσαι ξανθός, γαλανομάτης.

Β.Κ.: Ναι, αλλά η συμπεριφορά μου είναι ανθρώπου από τα Κρέστενα νομού Ηλείας. Δεν έχω, ούτε είχα πρόβλημα με αυτό. Δεν προσπάθησα ποτέ να κρύψω τη συμπεριφορά μου. Αν και στην Αυστραλία η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι πολύ ελεγχόμενη, εγώ δεν ήθελα να αλλάξω. Ήθελα να μιλάω.

Σ.Τ.: Σαν τυπικός wog;

Β.Κ.: Aκριβώς, με ευθύτητα καταρχάς, με ειλικρίνεια. Δεν μου άρεσαν οι περιφράσεις που πολλές φορές χρησιμοποιούν οι Εγγλέζοι, που μιλούν για τα πιο προφανή πράγματα χωρίς να τα ονομάζουν.

Σ.Τ.: Οπότε, Βρασίδα, τον Σεπτέμβρη αρχίζεις να γράφεις και σιγά-σιγά τα αισθήματά σου μετασχηματίζονται ― μεταβολίζεις τον θάνατο, για να χρησιμοποιήσω μια άσχημη λέξη…

Β.Κ.: Όχι, όχι. Μου πήρε πολύ καιρό, ακόμα και τώρα νομίζω ότι πολεμάω με αυτό το φάντασμα, με την παρουσία του, με το διάνεμα, όπως θα έλεγαν στη δημοτική γλώσσα. Φαντάσου ότι στην Αυστραλία πολλές φορές περπατάω στον δρόμο και μου έρχονται στίχοι του Παλαμά από τον «Τάφο»: «Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησέ μας». Άκου κουβέντα τώρα! Ξαφνικά οι συνθήκες τα φέρνουν έτσι ώστε μιλάς με την ποίηση. «Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησε μας». Δηλαδή όταν φύσαγε ο άνεμος εγώ περίμενα να έρθει να με φιλήσει ο Ρόμπερτ, να με αγγίξει. Η γραφή με βοήθησε λίγο να το ελέγξω όλον αυτό τον συναισθηματικό στρόβιλο στον οποίο βρισκόμουν για πάρα πολύ καιρό. Μετά έπρεπε να πάω στο πανεπιστήμιο ξανά, να δουλέψω, το πρώτο εξάμηνο μετά τον θάνατο του, αλλά συνέχισα να γράφω μανιωδώς. Δεν κοιμόμουν το βράδυ, υπήρξαν εβδομάδες που δεν κοιμήθηκα καθόλου. Προσπαθούσα να βρω τα ίχνη του παντού, τι είχε αφήσει πίσω, τι έκανε. Κάποια στιγμή, εκεί που έψαχνα τα χαρτιά μου, βρίσκω έναν φάκελο που έλεγε «η διαθήκη μου». Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα υπήρχε διαθήκη. Και ήθελα τα περισσότερα να τα δώσω στον αδελφό του, στην οικογένειά του, παρόλο που είχαν απομακρυνθεί λίγο. Αλλά το βιολί και τη βιόλα που έπαιζε, τα προσωπικά του αντικείμενα, τα κράτησα εγώ.

Σ.Τ.: Δεν σε πονάει που τα βλέπεις;

Β.Κ.: Πολύ, πάρα πολύ.

Σ.Τ.: Δεν σου έχει έρθει η επιθυμία να τα κρύψεις, να τα δώσεις; Να τραβήξεις ένα Χ και να κρατήσεις μεν την υψηλή μνήμη του αλλά να μη βασανίζεσαι από τη θέα και τη μνήμη αυτών των πραγμάτων;

Β.Κ.: Περίεργο! Δεν θέλω να χαθεί από δίπλα μου η παρουσία του όσο ζω. Θα τα κρατήσω μέχρι το τέλος. Δηλαδή θα ήθελα να πεθάνω περιστοιχισμένος από τα δικά του πράγματα. Δεν θα ήθελα να αποχωριστώ όσα μας έδεσαν και μας έφεραν μαζί. Και αυτά είναι μικρά πράγματα. Του Ρόμπερτ του άρεσε πάντα να αγοράζει αυτά τα μικρά κόκκινα λεωφορεία όταν πηγαίναμε στο Λονδίνο. Κάθε φορά που τα πιάνω στα χέρια μου αισθάνομαι γαλήνη. Ταυτόχρονα, μου έρχονται λυγμοί, σκεπτόμενος αυτόν που έφυγε. Λες και βρίσκω τα δάχτυλά του, τα χέρια του πάνω τους, τα αποτυπώματά του. Βλέπεις, πολλές φορές μέσα στην τρέλα μου μιλάω σε αυτά τα άψυχα αντικείμενα. Μη με ρωτήσεις αν μου απαντάνε. Εγώ τους μιλάω.

Σ.Τ.: Εσύ, βέβαια, τώρα είσαι σε κατάσταση έντονου πένθους ακόμα, αλλά, απ’ ό,τι ξέρουμε, η ζωή έχει πολλές πανουργίες για να τραβάει τους ζωντανούς πίσω στους ζωντανούς.

Β.Κ.: Ναι, το ξέρω. Ίσως συμβεί κάποια στιγμή, αλλά θέλω να περάσω μέσα από αυτήν τη χώρα του πένθους και να δω πώς θα με αλλάξει. Και νομίζω με έχει αλλάξει πάρα πολύ.

Σ.Τ.: Οπότε, ως προς τις πανουργίες;

Β.Κ.: Έρχονται κάποιες τετοιες στιγμές, αλλά μετά από λίγο ανοίγεις την πόρτα, μπαίνεις στο σπίτι και ξαναγυρνάς εκεί όπου ήσουνα.

Σ.Τ.: Στο σπίτι.

Β.Κ.: Ναι.

Σ.Τ.: Το λες και το ξαναλές. Καταρχάς, λες μια υπέροχη φράση, ότι τη στιγμή που εκφράστηκε ο έρωτας σας, όταν εκείνος σου είπε «μη με αφήσεις ποτέ», εσύ γύρισες και του απάντησες «μα πού να πάω; Εσύ είσαι το σπίτι μου».

Β.Κ.: Μα ήταν το σπίτι μου. Το πρώτο κείμενο που έγραψα στα αγγλικά, που ήταν οι αναμνήσεις του Μανώλη Λάσκαρη, είχαν αυτή την περίεργη αφιέρωση: To Robert, home.

Σ.Τ.: Α, τέλειο!

Β.Κ.: Ήταν το σπίτι μου. Επειδή στα νιάτα μου περιπλανήθηκα πάρα πολύ, πήγαινα από δω και από κει, έκανα όλες αυτές τις αλλοκοτιές που κάνουν οι νέοι, ψάχνονται, ψάχνουν.

Σ.Τ.: Ψάχνουν τα όριά τους.

Β.Κ.: Και τα ξεπερνούν πολλές φορές.

Σ.Τ.: Μα άμα δεν τα ξεπεράσεις, πώς θα ξέρεις ότι είναι όρια;

Β.Κ.: Σωστά. Και ξαφνικά, όταν συνάντησα τον Ρόμπερτ, όλα αυτά τελείωσαν. Έναν χρόνο μετά τη συνάντησή μας ήμασταν σε ένα gay bar στο Σίδνεϊ, κοιτάξαμε γύρω μας και αυτόματα, χωρίς να έχουμε μιλήσει καν, μου είπε: «Δεν νομίζεις ότι είναι η ώρα να πάμε σπίτι και να μείνουμε εκεί;». Κοίταξα γύρω και του απάντησα «ναι, ναι αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ». Ο Ρόμπερτ για μένα είναι το σημείο αναφοράς και το κέντρο ύπαρξης. Δηλαδή, όλο αυτό το πένθος αφορά και το ότι έχασα το κέντρο μου.

Σ.Τ.: Έχασες το σπίτι σου.

Β.Κ.: Ναι. Και ξαφνικά μένεις σε αυτό το σπίτι, αλλά δεν είναι το σπίτι σου πια.

Σ.Τ.: Γι’ αυτό και μερικές απ’ τις πιο σπαρακτικές σελίδες είναι αυτές που λες ότι ο κήπος σας μαραίνεται ερήμην του Ρόμπερτ.

Β.Κ.: Ναι. Τα λουλούδια με μισούν! Γιατί περίμεναν τον Ρόμπερτ, που τα πρόσεχε συνέχεια. Και έναν μήνα αφού έφυγε κατάλαβα ότι τα λουλούδια δεν με θέλουν. Μου φώναζαν «φύγε από δω, δεν θέλουμε να μας πιάνεις, να μας αγγίζεις», παρόλο που τα πότιζα, τα περιποιόμουν, τα κλάδευα. Τώρα αυτά, θα μου πεις, είναι παραισθήσεις και παράκρουση.

Σ.Τ.: Δεν είναι. Για το σπίτι χρειάζονται δύο.

Β.Κ.: Ναι. Ο Ρόμπερτ είχε μια απίστευτη αίσθηση της τάξης.

Σ.Τ.: Δεν είναι μόνο η τάξη, είναι και αυτό που λες επανειλημμένως: η ολοκλήρωση. Ότι μέσα από τον έρωτα βλέπεις για πρώτη φορά τον εαυτό σου και αισθάνεσαι ότι αυτό το σπασμένο πράγμα που είσαι, κυκλοφορώντας στον κόσμο, γίνεται ένα όταν συναντάς τον έρωτά σου.

Β.Κ.: Ξέρεις, πολλές φορές με πιάνει απόγνωση με αυτό που λένε οι άνθρωποι, ειδικά οι θρησκευόμενοι, «σημασία έχει η αγάπη». Δεν υπάρχει η αγάπη γενικά, υπάρχει η αγάπη ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, αγαπάς κάτι συγκεκριμένο και βάσει αυτής της έντασης, της αφοσίωσης και της αυτοθυσίας πιστεύω ότι πρέπει να κριθούμε. Μόνο έτσι μπορούμε να σταθούμε μπροστά σε μια μεταφυσική κρίση που θα έρχεται από τον Θεό, αν υπάρχει βέβαια θεός, και δεν είναι μία από τις προβολές του Εγώ μας. Εγώ νομίζω ότι το μεγαλύτερο πράγμα που μου έδωσε ο Ρόμπερτ είναι ότι ξαφνικά άρχισα να σκέφτομαι και για κάποιον άλλο, όχι μόνο για τον εαυτό μου.

Σ.Τ.: Στα χρόνια της αλητείας, ας τα πούμε έτσι, γράφεις ότι ήσουν ευτυχισμένος, σχεδόν αυτάρκης. Ωστόσο, θεωρείς ότι ο άνθρωπος ολοκληρώνεται και βρίσκει τα υψηλότερα σημεία του όταν ερωτεύεται.

Β.Κ.: Και γίνεται δέντρο. Με τον άλλο βγάζεις ρίζες, κάνεις καρπούς.

Σ.Τ.: Στις ρίζες βάζεις και τα παιδιά ή…

Β.Κ.:… οτιδήποτε διαλέγει κάθε άνθρωπος να κάνει. Δεν μου αρέσει να γενικεύω.

Σ.Τ.: Σας ήρθε ποτέ η επιθυμία να έχετε παιδιά;

Β.Κ.: Όχι. Νομίζω ότι ήμασταν και οι δύο πολύ αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, δεν θα ήθελα να κάνω παιδιά ούτε να τα βλέπω ως αντίγραφο του εαυτού μου, όπως ακούσαμε πρόσφατα. Αυτό, νομίζω, ότι είναι το μεγάλο πρόβλημα με τα ανδρικά ζευγάρια πολλές φορές, και η μεγάλη έλλειψη. Ότι ενώ θα ήθελες να έχεις, επιλέγεις να μην το έχεις, να μην το κάνεις. Νομίζω ότι ο Ρόμπερτ ξαναζούσε διαρκώς την παιδική του ηλικία, ήταν ένα παιδί.

Σ.Τ.: Εσύ αυτό το αποδίδεις και σε μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά σου, τη γενιά μας. Λες ότι είναι εφηβενήλικες.

Β.Κ.: Ναι. Kidults.

Σ.Τ.: Δηλαδή νοσταλγούν συνέχεια την εφηβεία τους, αρνούνται να μεγαλώσουν.

Β.Κ.: Δεν είναι φανερό;

Σ.Τ.: Ασφαλώς. Το διακρίνεις περισσότερο στους Έλληνες ή μιλάς γενικά;

Β.Κ.: Το διακρίνω παντού. Και στην Αυστραλία το ίδιο είναι, και στον αγγλοσαξονικό κόσμο.

Σ.Τ.: Αναφέρεσαι στους boomers;

Β.Κ.: Στη γενιά μετά τους boomers. Οι boomers έχουν γεράσει.

Σ.Τ.: Μα κι εμείς έχουμε γεράσει.

Β.Κ.: Εννοώ ότι έχουν γεράσει ψυχικά, διότι βασανίστηκαν περισσότερο απ’ ό,τι νομίζουμε. Η γενιά μας έχει αποφασίσει να μείνει στη δεκαετία του ’70. Να μη μεγαλώσουμε, να μην ξεπεράσουμε αυτήν τη δεκαετία, να είμαστε πάντα σε μια διαρκή επαναστατική ή οργασμική διέγερση.

Σ.Τ.: Πάντως δεν ήταν κι άσχημα, Βρασίδα.

Β.Κ.: Ήταν πολύ ωραία.

Σ.Τ.: Το γλεντήσαμε.

Β.Κ.: Το γλεντήσαμε, το απολαύσαμε. Γνωριστήκαμε με ανθρώπους, κάναμε πράξεις άσκοπες, που είναι πολύ σημαντικό.

Σ.Τ.: Αυτή η ανευθυνότητα είχε και την πλάκα της.

Β.Κ.: Είχε και τη σημασία της, από ψυχολογικής πλευράς.

Σ.Τ.: Είχε βέβαια και τις ζημίες της.

Β.Κ.: Ναι, γιατί μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να ξεκολλήσουν. Μπορεί κάποιος να εθιστεί, να χρειάζεται κάθε βράδυ να βγαίνει και να κάνει σεξ με αγνώστους, χωρίς να καταλαβαίνει για ποιον λόγο και στο τέλος, όσο πιο πολύ το κάνεις, τόσο πιο ανικανοποίητος μένεις.

Σ.Τ.: Ισχύει. Εσύ το ένιωθες αυτό;

Β.Κ.: Πάρα πολύ. Γι’ αυτό, κάποια στιγμή, ήμουν λίγο μαζεμένος, μετά τα 26-27.

Σ.Τ.: Ο Ρόμπερτ, όμως, κάποια στιγμή γυρίζει και σου λέει ότι νιώθει βρόμικος λόγω αυτής της σεξουαλικής υπερβολής. Ένιωθες κι εσύ βρόμικος;

Β.Κ.: Ποτέ.

Σ.Τ.: Πώς κι έτσι;

Β.Κ.: Δεν ξέρω.

Σ.Τ.: Και αυτή η διαφορά πού οφείλεται;

Β.Κ.: Είναι η διαφορά μεταξύ Προτεσταντισμού και Ορθοδοξίας νομίζω.

Σ.Τ.: Αυτό λες; Μα και η Ορθοδοξία προκαλεί τόσες ενοχές.

Β.Κ.: Μπα, εγώ την Ορθοδοξία τη βλέπω ως ένα «θεολογικό χορευτικό». Η Ορθοδοξία δεν έχει βάθος, δεν βλέπει τον άνθρωπο ως ψυχολογική σχάση, μια ψυχή η οποία βρίσκεται σε διάλυση. Δεν έχουμε την αυγουστίνεια ανθρωπολογία στην Ορθοδοξία.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά δεν ενοχοποιεί τη σεξουαλικότητα;

Β.Κ.: Η Ορθοδοξία ενοχοποιεί τη σεξουαλικότητα, αλλά δεν την κάνει δαιμονική. Ο Προτεσταντισμός την βλέπει ως κάτι δαιμονικό για το οποίο πρέπει να τιμωρηθείς. Εμείς δεν το αισθανόμαστε ποτέ αυτό.

Σ.Τ.: Οπότε το κενό, ας πούμε, που ένιωθες μετά τη σεξουαλική υπερβολή των ’70s ήταν περισσότερο από κόπωση παρά από ενοχή;

Β.Κ.: Κοίταξε, κάποια στιγμή νομίζω ότι πρέπει να λέμε «I had enough», ό,τι ήταν να κάνουμε το κάναμε.

Σ.Τ.: Μου θυμίζεις τον Χριστιανόπουλο που έλεγε ότι «απαραιτήτως ο άνθρωπος πρέπει να σταματάει να πηγαίνει στο ψωνιστήρι στα 57 του χρόνια». Το είχε μετρήσει.

Β.Κ.: (γέλια) Ναι, το είχε μετρήσει. Θα μου πεις ότι υπάρχει η απληστία της επιθυμίας, η επιθυμία είναι απέραντη και απαιτητική πάντα. Αλλά από ένα σημείο και πέρα λες ότι εντάξει, πρέπει να κοιτάξω και τον εαυτό μου τώρα.

Σ.Τ.: Νομίζω ότι ο Απόστολος Παύλος έλεγε: «ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί…»

Β. Κ.: «… ίνα μη υπεραίρωμαι».

Σ.Τ.: Ακριβώς.

Β. Κ.: Δεν μου δόθηκε σκόλοπας, τον δημιούργησα. Δηλαδή κάποια στιγμή είπα ότι εντάξει, έκανες ό,τι έκανες, τώρα πρέπει να βρεις κάποιον και να είσαι μαζί του.

Σ.Τ.: Οπότε συναντηθήκατε εσείς οι δύο άνθρωποι μετά από αυτή την περιπλάνηση που για σένα δεν ήταν μόνο σεξουαλική, είχε κι άλλα, πολύ ωραία πράγματα, μεγάλα ταξίδια, εμπειρίες ― είχες γίνει μέχρι και μοναχός.

Β. Κ.: Καλόγερος. Ναι. Αποτυχημένος βέβαια.

Σ.Τ.: Αποτυχημένος. Αλλά το δοκίμασες. Ως ηθοποιός ίσως- πνευματικός ηθοποιός. Έφτασες μέχρι και τη Μόσχα;

Β. Κ.: Μέχρι τη Μόσχα, το μοναστήρι του Αλεξάνδρου Νιέφσκι.

Σ.Τ.: Πόσο έμεινες εκεί;

Β. Κ.: Περίπου τέσσερις μήνες, δεν άντεξα άλλο. Αν οι ορθόδοξοι καλόγεροι είναι τυπολάτρες και δεν έχουν καμιά αίσθηση πνευματικότητας, οι Ρώσοι πίνουν συνέχεια. Από το πνεύμα στο οινόπνευμα!

Σ.Τ.: Πόσων ετών ήσουν τότε;

Β. Κ.: Είκοσι τρία-είκοσι τέσσερα.

Σ.Τ.: Θα ήσουν και όμορφος.

Β. Κ.: Πολύ.

Σ.Τ.: Ήσουν ένας ξανθός άγγελος, είκοσι τριών ετών, ανάμεσα στους Ρώσους πότες!

Β. Κ.: Όχι απλώς πότες, έπρεπε να τους τραβάω το βράδυ. Θυμάμαι τον ηγούμενο του μοναστηριού που καθόταν κάτω από μια κάνουλα.

Σ.Τ.: Τι πλάκα!

Β. Κ.: Άνοιγε την κάνουλα και έπινε βότκα. Μου θύμιζε Buñuel όλη αυτή η κατάσταση.

Σ.Τ.: Αυτό δεν κατέρριψε κάθε θρησκευτικό σου αίσθημα;

Β. Κ.: Ναι. Τότε αποφάσισα ότι δεν υπάρχει Θεός. Αν αυτοί πιστεύουν, δεν υπάρχει Θεός, αυτό είπα στον εαυτό μου. Μετά πήρα τον Υπερσιβηρικό και ταξίδεψα μέσα από τη Σιβηρία όλη τη Ρωσία, έφτασα μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Και εκεί βλέπεις τη φυσική αποκάλυψη του Θεού. Τα δάση, τα χρώματα των δέντρων, τα ζώα, τις αποχρώσεις του χιονιού που νομίζουμε ότι είναι άσπρο, αλλά δεν είναι άσπρο πουθενά, αν το προσέξεις. Ξαφνικά ανακαλύπτεις την ωραιότητα του κόσμου, που όπως λένε οι Ψαλμοί αναγγέλλει τη δόξα του Θεού.

Σ.Τ.: Οπότε έχασες τον Θεό απ’ τη μια μεριά αλλά τον βρήκες απ’ την άλλη.

Β.Κ.: Δεν ξέρω αν λέγεται Θεός. Όπως θα έλεγε ο Spinoza, είναι ο Θεός ή η Φύση; Εγώ πιστεύω σε μια φυσική θεολογία, των προσωκρατικών, ότι τα πάντα είναι πλήρη θεών. Γι’ αυτό δεν είχα ποτέ, αν μου επιτρέπεις, ενοχή. Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει να έχεις ενοχές γι’ αυτό που είσαι. Δεν μπορείς να είσαι ένοχος γι’ αυτό που είσαι! Είσαι αυτό που είσαι.

Σ.Τ.: Αυτό είναι θαυμάσιο όταν συμβαίνει, αλλά, μεγαλώνοντας στην ελληνική επαρχία τη δεκαετία του ’60 ή του ’70, δεν είναι και τόσο εύκολο, μέχρι να σταθείς στα πόδια σου πνευματικά.

Β.Κ.: Ναι.

Σ.Τ.: Ωστόσο εσύ μου λες ότι ποτέ δεν είχες ενοχή.

Β.Κ.: Ποτέ. Αντίθετα, πάντα ήξεραν ότι κάτι ήταν στραβό με αυτό το παιδί.

Σ.Τ.: Αυτή η λέξη, το «στραβό», είναι το θέμα.

Β.Κ.: Μου άρεσε όμως εμένα να είμαι στραβός. Δεν ήθελα να είμαι σαν τους άλλους. Δηλαδή οι άλλοι ήταν, πώς να το πούμε, ένα είδος…

Σ.Τ.: … βαρετής ορθοκανονικότητας.

Β.Κ.: Ναι, και ομοιομορφίας, που έλεγε ότι πρέπει να συμπεριφέρεσαι έτσι, ενώ ο Βρασίδας…

Σ.Τ.: Οπότε, Βρασίδα, συναντηθήκατε με τον Ρόμπερτ, έκλεισε η περίοδος των περιπλανήσεων και ήρθε το αποκαλυπτικό φως του έρωτα. Το οποίο, επίσης, είχε στάδια, φαντάζομαι.

Β.Κ.: Ε, στην αρχή, ξέρεις, είναι ο πόθος. Ο πόθος και το σεξ. Δηλαδή συναντάς κάποιον άνθρωπο και ξαφνικά κολλάτε σωματικά.

Σ.Τ.: Από κει ξεκινούν όλα.

Β.Κ.: Δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε. Για μήνες, για τον πρώτο χρόνο. Ήταν αυτό που έλεγε ο Ερωτόκριτος, «για σένα εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου». Το ένιωσα αυτό. Βρε, διάολε, έκανες σεξ παντού, στον Καναδά, στη Φινλανδία, στη Ρωσία. Και ξαφνικά, βρίσκεις έναν άνθρωπο…

Σ.Τ.: Μάλιστα τον πόθο σού τον δημιούργησε ένα σώμα που ήταν, ας το πούμε, στραβό επίσης, γεμάτο ουλές. Ενός ανθρώπου ο οποίος ντρεπόταν για το σώμα και τη γύμνια του. Ωστόσο αυτή η ευθραυστότητα εσένα σε ερέθισε ακόμα πιο πολύ.

Β.Κ.: Σου είπα, μετά από λίγο δεν θέλαμε να ξεκολλήσουμε. Αυτό το σώμα για μένα ήταν η επαφή με κάτι άλλο πέρα από το σώμα, αν μου επιτρέπεις, το αγκάλιασμα των σωμάτων, ο οργασμός, ο έρωτας, η εκσπερμάτωση, όλα αυτά ήταν μια απάντηση στον Πλάτωνα, στον Χριστό. Αν θυμάσαι, στον Πλάτωνα, στο Συμπόσιο δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που ενώνονται. Λέει η Διοτίμα, «τι είναι αυτό που ζητάτε εσείς οι θνητοί ο ένας από τον άλλον;». Αυτό είναι η απάντηση του έρωτα, σε αυτό το ερώτημα. Και τελικά ήθελα αυτόν. Δεν ήταν μια αφηρημένη ιδέα, μια επικύρωση κοινωνική, μια αναγνώριση.

Σ.Τ.: Αν είναι έτσι όπως τα λες, η θρησκεία θα φοβάται λίγο και τον έρωτα.

Β.Κ.: Κοίταξε, υπερβάλλουμε με τη θρησκεία. Είναι άλλο το θρησκευτικό αίσθημα, ας το πούμε η θρησκευτικότητα, και άλλο η θρησκεία η οργανωμένη. Δεν μιλάω για την Εκκλησία την ορθόδοξη, την οποία θεωρώ έναν αντιπνευματικό οργανισμό και επομένως άφιλο. Δεν μπορείς να κάνεις θεολογία αν δεν έχεις φίλους. Η φιλία, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, είναι αυτή που χτίζει πολιτείες. Αυτή που χτίζει σχέσεις, πολιτεύματα και, τέλος, σχέσεις ερωτικές μεταξύ των ανθρώπων. Λοιπόν, εγώ νομίζω ότι με τον Ρόμπερτ περάσαμε τις τέσσερις λέξεις που έχει η ελληνική γλώσσα γι’ αυτή την πορεία: από τον πόθο, στον έρωτα, στη στοργή και στο τέλος, στην αγάπη. Έγινε αυτή η καταπληκτική μετάβαση.

Σ.Τ.: Από το «σε θέλω» στο «τι θέλεις;».

Β.Κ.: Επομένως, η στοργή σήμαινε ότι έπρεπε να πάρω ευθύνη για τη ζωή του Ρόμπερτ- και την πήρα. Ο Ρόμπερτ μου έλεγε «φύγε, καταστρέφω την καριέρα σου» και του απαντούσα «let it go, δεν με ενδιαφέρει η καριέρα μου, δεν θα ζήσω με την καριέρα μου».

Σ.Τ.: Όταν φτάσατε στα επόμενα στάδια του πόθου, όταν ο πόθος γίνεται στοργή και «τι θές να σου μαγειρέψω σήμερα;», αισθάνθηκες ποτέ ότι αυτό ήταν κάτι πιο χαμηλό, πιο συμβατικό από τα πρώτα στάδια;

Β.Κ.: Εγώ τρελαίνομαι για ρουτίνες. Δεν τις φοβάμαι. Οι ρουτίνες υποδηλώνουν μια σχέση αδιάρρηκτη. Θα κάνεις αυτό, θα κάνω εκείνο, και έχουμε μια πολύ όμορφη σχέση. Όλοι οι άνθρωποι ζουν με αυτές τις ρουτίνες. Ο Καζαντζάκης την ονομάζει «η άγια ρουτίνα της καθημερινότητας». Η ωραιότερη στιγμή είναι να πηγαίνεις στο σπίτι και βλέπεις ένα πιάτο φαγητό να σε περιμένει. Αυτό το έχεις γράψει εσύ για τη μητέρα σου. Ένα καταπληκτικό κομμάτι. Έτρεχα να γυρίσω στο σπίτι πριν έρθει ο Ρόμπερτ για να του φτιάξω μια μπολονέζ ή ένα άλλο φαγητό που του άρεσε. Για μένα ήταν ευτυχία αυτό. Ήταν το απόλυτο, αν μου επιτρέπεις, ήταν έρωτας.

Σ.Τ.: Και για μένα είναι ευτυχία αυτό.

Β.Κ.: Μεγάλη ευτυχία, απόλυτη. Συντονισμός στον κοσμικό ρυθμό πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ο ήλιος, το ημίφως και το σκοτάδι: αυτά τα ζούσαμε μαζί εκεί πέρα. Βγαίναμε έξω το βράδυ να κάνουμε βόλτες, καθόμασταν δίπλα στα λουλούδια και μιλούσαμε.

Σ.Τ.: Η σεξουαλική απιστία που μπορεί να έρθει σε τέτοιες περιόδους, είναι κάτι που σε πλήγωσε;

Β.Κ.: Στην αρχή, ναι, με πλήγωσε. Ακόμα με πληγώνει…  Το έκανα κι εγώ μια φορά. Το ομολογώ.

Σ.Τ.: Γιατί το σώμα εξακολουθεί να έχει τις ανάγκες του.

Β.Κ.: Να πω την αλήθεια, μετά από λίγο το κάνεις μόνο και μόνο γιατί θες να αποδείξεις στον εαυτό σου ότι μπορείς να το κάνεις.

Σ.Τ.: Α! Λες;

Β.Κ.: Ναι. Εγώ έτσι νόμιζα, έτσι το έκανα. Ήθελα να δω αν μπορώ να το κάνω, αν είμαι σε θέση να λειτουργήσω.

Σ.Τ.: Σε πλήγωσε ωστόσο.

Β.Κ.: Πολύ, πάρα πολύ. Πέρασαν μέρες που σχεδόν καθόμασταν δίπλα χωρίς να κάνουμε έρωτα ή οτιδήποτε άλλο, απλώς κρατώντας το χέρι ο ένας του άλλου. Αλλά όπως λέμε στα αγγλικά: «You have to move on». Και προχωρήσαμε.

Σ.Τ.: Εσύ ήσουν τυχερός που δεν ένιωσες τύψεις, ενοχές, μεγαλώνοντας μέσα στη σεξουαλικότητα που έχεις, και έζησες αυτόν τον ανεπίληπτο, ρομαντικό έρωτα. Ωστόσο, η κοινωνία συσχετίζει κουτά πάντα, φαντάζομαι ακόμη και στις δύσκολες στιγμές. Νομίζω ότι αναφέρεις πως στο νοσοκομείο αντιμετωπίσατε εκρήξεις ομοφοβίας ή βλέμματα ομοφοβικά.

Β.Κ.: Πάρα πολλά. Ειδικά στο νοσοκομείο, και από νοσοκόμες κυρίως που προέρχονταν από διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα. Αλλά τα ξεπερνούσα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου. Κάποτε τους αποκρινόμουν με την ίδια περιφρόνηση.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά στη δύσκολη ώρα, αυτό είναι ένας βαθμός δυσκολίας μεγάλος.

Β.Κ.: Ναι. Έκανα το παν να μην το δει ο Ρόμπερτ. Το εισέπραξα μόνος μου, τον προστάτευα από τέτοιου είδους αισθήματα. Δεν ήθελα να νιώσει κάτι τέτοιο σε μια στιγμή αδυναμίας, αρρώστιας, ασθένειας. Εγώ μπορούσα να το αντιμετωπίσω και να απαντήσω, έκανα πολλαπλές αναφορές. Φαντάσου να μπαίνεις σ’ ένα νοσοκομείο που «φωνάζει» ότι είναι εναντίον της ομοφοβίας με τεράστιες αφίσες και μετά να αντιμετωπίζεις αυτό.

Σ.Τ.: Είναι τρομερό, αλλά τη στιγμή που μιλάμε για έναν τέτοιον έρωτα, βλέπεις ότι η κοινωνία, παρότι προσποιείται τη μοντέρνα, είναι σε μεγάλο βαθμό ομοφοβική ακόμα. Ακόμα και η φράση «α, οι ομοφυλόφιλοι μπορούν να ερωτεύονται τόσο βαθιά, τόσο ρομαντικά, τόσο απόλυτα;» ενέχει ομοφοβία.

Β.Κ.: Αν υπάρχει κάτι σημαντικό στο βιβλίο είναι αυτό. Δείχνει πώς ερωτεύονται, αγαπάνε και αφοσιώνονται ο ένας στον άλλο δυο άντρες. Γιατί πολλοί νομίζουν ότι οι gay το μόνο που κάνουν είναι να πηγαίνουν από δω και από κει και να κάνουν ανώνυμο και πολλαπλό σεξ. Ότι είναι «μηχανές του σεξ», όπως λέγαμε παλιά.

Σ.Τ.: Συμφωνώ ότι αυτή είναι η κορυφαία αξία αυτού του βιβλίου.

Β.Κ.: Δεν έχει αποδεικτική αξία, αλλά χωρίς να το καταλάβουμε, δείξαμε και αποδείξαμε ότι η αφοσίωση περνάει μέσα από το σεξ, τον έρωτα, τον πόθο και τελικά γίνεται κάτι πολύ σημαντικότερο, κάτι ευρύτερο, που μας αγκαλιάζει ως ανθρώπους. Ο Freud έχει μιλήσει για τον άγνωστο ωκεανό της γυναικείας ψυχολογίας. Εγώ νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε κάποια στιγμή για τον απύθμενο ωκεανό της ανδρικής ψυχολογίας, για το πώς σχετίζονται οι άντρες μεταξύ τους.

Σ.Τ.: Οι αρχαίοι Έλληνες λίγο το είχαν οσμιστεί.

Β.Κ.: Ναι, με την έννοια της φιλίας. Γι’ αυτό τον Ρόμπερτ τον ονομάζω Αχιλλέα και Άμλετ μαζί.

Σ.Τ.: Απλώς τώρα πρέπει να ξεπεράσουμε όλες αυτές τις στρώσεις των άλλων πολιτισμών που ακολούθησαν.

Β.Κ.: Κοίταξε, αυτό είναι προσωπική ευθύνη του καθενός. Δεν νομίζω ότι είναι νομοθετικό ζήτημα πλέον. Γιατί η νομοθεσία υπάρχει, αλλά είναι ζήτημα νοοτροπίας, ανθρώπων οι οποίοι είναι φοβισμένοι και οι ίδιοι, τρομοκρατημένοι από τη διαφορά. Όπως είπα, όταν ο Ρόμπερτ ήταν άρρωστος, προσπάθησα να τον προφυλάξω απ’ όλα αυτά. Για μένα το πώς δυο άντρες αγαπιούνται είναι ένα βασικό θέμα που αναδεικνύει αυτό το βιβλίο. Πώς περνάνε απ’ όλες αυτές τις φάσεις, τα στάδια.

Σ.Τ.: Η αρετή αυτού του βιβλίου είναι ότι δεν το χαρακτηρίζει καμία ενοχή, καμία τύψη αλλά και ότι δεν έχει και καμία επιθετικότητα. Είναι unapologetic, αλλά όχι με τον τρόπο που η gay, ας το πούμε, λογοτεχνία μιλά για τον έρωτα. Είναι σαν να μην υφίσταται πια το θέμα, να έχει αυτοδικαίως ξεπεραστεί. Ο έρωτας είναι γυμνός, ασχέτως φύλων, θρησκειών.

Β.Κ.: Είναι ο Ρόμπερτ και ο Βρας.

Σ.Τ.: Και αυτό είναι πραγματικά αποκαλυπτικό. Το βιβλίο σου είναι από τα συγκλονιστικότερα πράγματα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια και ελπίζω να βρει το ακροατήριο που του αξίζει.

Β.Κ.: Το έγραψα για να διασώσω τη μνήμη του Ρόμπερτ και της σχέσης μας. Να πω την αλήθεια, εγώ δεν παίζω κανέναν ρόλο σ’ αυτό το βιβλίο. Δεν θέλω να έχω κανένα κέρδος ή αναγνώριση, θέλω ο κόσμος να γνωρίσει τη σχέση μας και να κλάψει λίγο στη μνήμη του Ρόμπερτ, αν μου επιτρέπεις. Ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος, η επαφή του με την Ελλάδα ήταν πολύ ωραία. Είχαμε μια φοβερή εμπειρία στη Σαντορίνη, όπου σχεδόν τον είδα να αιωρείται μπροστά μου – είχα τρελαθεί. Δεν μπορείς να φανταστείς ότι η αγάπη σε φέρνει σε τέτοιες οριακές συγκινήσεις που νόμιζες ότι ανήκουν στη ρομαντική λογοτεχνία ή ότι είναι ψευδαίσθηση. Ξαφνικά τα νιώθεις αυτά, τα ζεις. Στην αρχή δεν μπορείς να το πιστέψεις και λες «μα πώς είναι δυνατό;». Αυτό το εύθραυστο και ευάλωτο σώμα μού δείχνει αυτές τις εμπειρίες που σε άλλες περιπτώσεις θα τις θεωρούσαμε μυστικές, σαν του Μπέμε, του Συμεών του Νέου Θεολόγου ή όλων αυτών των μεγάλων μυστικών. Ξαφνικά, βλέπεις ότι η μυστική εμπειρία κρύβεται σε αυτή την επαφή, σε αυτά τα χέρια, στο φιλί δύο ανθρώπων -αντρών εν προκειμένω-, στο άγγιγμα των σωμάτων, στο αγκάλιασμα, στον αποχαιρετισμό,  στο «Θα σε δω το βράδυ. Τι ώρα θα είσαι σπίτι;» «Θα έρθω 7, ίσως και νωρίτερα». Κι εγώ έπρεπε να είμαι εκεί στις 6. Για μένα αυτή η εμπειρία ήταν πολύ σημαντική γιατί όλη αυτή η απλότητα της καθημερινής ζωής είναι τελικά το μεγάλο μυστήριο της ύπαρξης. Απλουστεύεις όσο περνάν τα χρόνια. Βλέπεις τι είναι απολύτως αναγκαίο για τη ζωή σου και, αν μου επιτρέπεις, για την ψυχή σου την ίδια. Έχουμε ξεχάσει ότι έχουμε και ψυχή στις μέρες μας. Και πώς το είδα ότι έχουμε ψυχή; Όταν έφυγε ο Ρόμπερτ το σώμα μου έκανε άλλα πράγματα απ’ αυτά που του έλεγε η ψυχή. Δηλαδή κατάλαβα ότι υπάρχει μέσα μας μια δεύτερη ύπαρξη, αυτό που έλεγε ο Παύλος ο έσω άνθρωπος, που ξαφνικά, όταν χαθεί ο καταλυτής που τον κάνει ζωντανό, δηλαδή η αγάπη, το βλέμμα, το άγγιγμα, η μυρωδιά ενός ανθρώπου, τον ψάχνει.

Σ.Τ.: Καθένας βέβαια αισθάνεται ότι αυτό που έζησε είναι ξεχωριστό. Ωστόσο αισθάνεσαι ότι με αντίστοιχη ένταση ζουν και οι απλοί άνθρωποι τον έρωτα; Το ρωτάω αυτό γιατί στο βιβλίο σου πολύ ορθά λες ότι εμείς είμαστε «παιδιά παιδιών», ότι μεγαλώσαμε στην ελληνική επαρχία με τις γνωστές κακοδαιμονίες και από ανθρώπους που εν πολλοίς ήταν ανέτοιμοι να γίνουν γονείς. Πολλοί από αυτούς ήταν σκληροί, μέθυσοι, μας παράταγαν και, κυρίως, δεν ήξεραν καν πώς να αγαπάνε. Εσύ λοιπόν γεννήθηκες σε μια τέτοια επαρχία που δεν ήξερε να αγαπά. Όμως αγάπησες μ’ έναν βαθύ τρόπο. Πώς έγινε;

Β.Κ.: Κοίταξε, είναι ζήτημα ατομικό και προσωπικό σ’ αυτή την περίπτωση. Δεν θα έλεγα ότι η προηγούμενη γενιά δεν μπορούσε να αγαπήσει, απλώς δεν μπορούσε να εκδηλώσει την αγάπη της και δεν μπορούσε να μιλήσει ποτέ γι’ αυτήν.

Σ.Τ.: Αν δεν το πεις όμως, δεν υπάρχει.

Β.Κ.: Δεν υπάρχει, σωστά. Ήταν ένα ζήτημα αμίλητου πόνου που δημιουργούσε όλη αυτήν τη σύγχυση μέσα τους, που προσπαθούσαν να μας αγαπήσουν, αλλά δεν ήξεραν πώς να το δείξουν και ξαφνικά στρέφονταν εναντίον του εαυτού τους και μετά εναντίον μας. Αυτή είναι η σχέση που είχαμε με τους γονείς μας.

Σ.Τ.: Ισχύει.

Β.Κ.: Αλλά νομίζω ότι, όπως έλεγε ο Ντοστογιέφσκι, μέσα σ’ έναν αμαρτωλό υπάρχει ένας άγιος που παρακαλεί να λυτρωθεί – έτσι γίνεται και σ’ αυτούς. Έρχεται η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος άνθρωπος, και ξαφνικά… Εγώ, αν δεν είχα συναντήσει τον Ρόμπερτ, θα ήμουν ένας στείρος ακαδημαϊκός, αν μου επιτρέπεις, ένα απίστευτο ον…

Σ.Τ.: Σίγουρα όχι καταστροφικό, όπως ήταν πολλοί απ’ τους γονείς μας. Δεν θα μοίραζες πόνο δεξιά και αριστερά, ε;

Β.Κ.: Όχι. Θα ήμουν επιτυχημένος, αλλά θα ήμουν και αυτοκαταστροφικός. Αυτά τα πράγματα δείχνουν ότι η γενιά των γονιών μας ήταν και μια γενιά που βγήκε απ’ τον πόλεμο, απ’ την ανέχεια. Δεν ήξεραν, δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν κανέναν. Η αγάπη και η φιλία είναι ένα άλμα στο χάος ουσιαστικά, στο μηδέν. Πρέπει να εμπιστευτείς. Εμπιστευόμαστε σήμερα;

Σ.Τ.: Επιμένω στο ερώτημά μου γιατί δεν απαντήθηκε: σε σένα, που είσαι παιδί παιδιών, ποιο ήταν το σκαλοπάτι σου για να ανέβεις σε μια άλλη, καλύτερη κατάσταση;

Β.Κ.: Προφανώς ο Ρόμπερτ.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά είχες και τα μάτια να τον δεις. Ποιος σου έδωσε τα μάτια να τον δεις;

Β.Κ.: Δεν ξέρω. Έγινε, τον είδα. Και από την ώρα που τον είδα…

Σ.Τ.: Ήταν η παιδεία σου; Από τα Κρέστενα πώς βρέθηκες στον Ελικώνα, βρε παιδί μου;

Β.Κ.: Ίσως τα Κρέστενα να ήταν ο Ελικώνας μου. Νομίζω ότι μου δόθηκε μια σχέση μαγική στην παιδική μου ηλικία. Οι γονείς μας ήταν άσχετοι, άχρηστοι και αχρείαστοι, όλα αυτά μαζί (γελά). Ήταν αφοσιωμένοι στον εαυτό τους, τρώγονταν ο ένας με τον άλλον. Βέβαια, σε τέτοιες περιπτώσεις στα χωριά έχεις τη γιαγιά. Η οποία με μεγάλωσε με όλα αυτά τα παραμύθια, με όλες αυτές τις νεράιδες, τους κοσμικούς θρύλους. Με έβγαζε το βράδυ, ενώ ήταν σχεδόν τυφλή, και μου ονόμαζε τους αστερισμούς έναν-έναν, μου έδειχνε με το δάχτυλο «εκεί είναι αυτό, εκεί είναι το άλλο». Τα ήξερε, ενώ ήταν τυφλή σχεδόν.

Σ.Τ.: Αυτό είναι η απάντηση. Είχες αυτό το μαγικό πρόσωπο.

Β.Κ.: Μαγικότατο. Ήταν η Πότνια θηρών της παιδικής μου ηλικίας ουσιαστικά αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος μου έδωσε τη δυνατότητα να είμαι ανοιχτός στον αιφνιδιασμό, κι αν μου επιτρέπεις μια έκφραση θρησκευτική, στο θαύμα. Το να βλέπεις τον άλλον άνθρωπο, είναι ένα θαύμα, το οποίο σου δίνεται εκεί που δεν το περιμένεις, και ανοίγει μέσα στην καρδιά και στην ψυχή σου τον κόσμο του παραμυθιού, του θρύλου.

Σ.Τ.: Πολλοί λαϊκοί άνθρωποι το έχουν.

Β.Κ.: Ναι. Στη γιαγιά μου αυτό ήταν βασικό, γιατί αυτή μας μεγάλωσε. Οι γονείς μας ήταν ναι μεν αλλά, ήξεις αφήξεις. Η γιαγιά μου ήταν το σταθερό σημείο του περιστρεφόμενου κόσμου μου, ο άνθρωπος που σου ανοίγει ένα άλλο σύμπαν, που δεν είναι το πεζό, το καθημερινό αλλά το σύμπαν των απροσδόκητων συνειρμών, της απροσδόκητης σχέσης με τον φυσικό κόσμο και των αόρατων πραγμάτων που υπάρχουν μέσα στον φυσικό κόσμο. Σου τα δίνει κάποιος εκεί που δεν το περιμένεις.

Σ.Τ.: Ήταν, λοιπόν, αυτά που σου έδωσε η γιαγιά σου και, φαντάζομαι, μετά τα διαβάσματά σου, οι φιλίες σου.

Β.Κ.: Είχα πολλούς φίλους. Επίσης, κάτι που πρέπει να ομολογήσουμε –πρέπει να το έχεις νιώσει κι εσύ– είναι ότι οι φίλοι μου που πέθαναν από AIDS ήταν πολύ μεγάλη μαθητεία για μένα, π.χ. ο φίλος μου ο Αντώνης ο Σταυροπιεράκος, που πέθανε μόνος του στον Καναδά. Μέχρι τώρα δεν έχω ξεπεράσει τον θάνατο αυτού του ανθρώπου. Έμεινε μόνος του γιατί τον είχαν αποκηρύξει οι γονείς του και όλοι οι άλλοι, κι εγώ ήταν αδύνατο να βρω εισιτήριο για να πάω να τον δω.

Σ.Τ.: Αυτή η εμπειρία ως προς τι σε ωρίμασε; Τι σε έκανε να σκεφτείς;

Β.Κ.: Το εύθραυστο της ανθρώπινης ζωής, την τρωτότητα που έχουμε όλοι και ταυτόχρονα τη σκληρότητα του κόσμου, το να εγκαταλείπεις το παιδί σου ή τον φίλο σου μόνο και μόνο γι’ αυτό.

Σ.Τ.: Και σ’ έκανε ίσως και λίγο πιο ατρόμητο απέναντι στα δικά σου αισθήματα.

Β.Κ.: Ένας δεύτερος φίλος μου, για τον οποίο έχω γράψει, ο Άλκης, πέθανε στα χέρια μου την εποχή που όλοι τρόμαζαν να αγγίξουν και, ξέρεις, αυτό ξαφνικά σε λιώνει, όλες οι αντιστάσεις σου πέφτουν, περιμένεις το θαύμα να έρθει. Και ήρθε, και μέσα από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν ήταν μόνο αυτοί, ήταν κι άλλοι και λυπήθηκα πάρα πολύ όταν έφυγαν απ’ τη ζωή. Τουλάχιστον ο θάνατος τούς βρήκε με μένα δίπλα τους, που ήμουν ένα φιλικό πρόσωπο. Του Άλκη ειδικά, που πέθανε στα χέρια μου, του τραγουδούσα δημοτικά τραγούδια.

Σ.Τ.: Από αυτές τις εμπειρίες, αλλά κυρίως από την εμπειρία που περιγράφεις στο βιβλίο σου, τον δικό σου θάνατο πώς τον σκέφτεσαι;

Β.Κ.: Σκέφτομαι ότι πρέπει να προετοιμαστώ γι’ αυτή την εμπειρία. Δεν φοβάμαι πλέον, γιατί νομίζω…

Σ.Τ.: Αλήθεια, βρε Βρασίδα; Δεν φοβάσαι;

Β.Κ.: Όχι. Ερχόμαστε σε αυτήν τη ζωή να κάνουμε ορισμένα πράγματα –το γράφω στο βιβλίο–, εγώ τα έχω κάνει ήδη. Δυστυχώς, η ζωή μου ήταν, αν μου επιτρέπεις, πολύ επιτυχημένη.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά η ζωή είναι πάντα γλυκιά.

Β.Κ.: Πάρα πολύ.

Σ.Τ.: Πήρες τώρα το αεροπλάνο και ήρθες από την Αυστραλία εδώ για να μιλήσεις για έναν σκηνοθέτη του σινεμά. Αυτό, όσο λίγη, όσο χλωμή χαρά και αν είναι, είναι χαρά.

Β.Κ.: Και ένας αποχαιρετισμός. Μου αρέσουν πάρα πολύ τα τέσσερα τελευταία τραγούδια τους Στράους. Τα έχεις ακούσει;

Σ.Τ.: Τα έχω ακούσει.

Β.Κ.: Αυτό είναι. Εμένα μ’ αρέσει.

Σ.Τ.: Ακόμα και αυτό έχει μεγάλη γλύκα- στα 84 χρόνια του τα έγραψε!

Β.Κ.: Ίσως και ο θάνατος να είναι κάτι γλυκό, έτσι; Ένας αποχαιρετισμός σ’ αυτά που αγαπάμε. Θυμάσαι τι έλεγαν οι στωικοί, «πόσο άξια ζήσαμε». Την ώρα που κλείνεις τα μάτια η μεγαλύτερη εμπειρία είναι να πεις πόσο ωραία ζήσαμε τελικά – που είναι πολύ σημαντικό.

Σ.Τ.: Αυτό είναι ιδανικό να ακούγεται. Αλλά θέλει κανείς να πεθάνει;

Β.Κ.: Όχι, αλλά μπορώ να φανταστώ αυτόν τον κόσμο χωρίς εμένα.

Σ.Τ.: Εγώ ίσως είμαι αφιλοσόφητος εντελώς, αλλά, παρότι δεν με ενδιαφέρει καθόλου, ούτε ματαιοδοξίες έχω ότι θα αφήσω ίχνη, θέλω να είμαι εδώ, να βλέπω το φως, τον αέρα, τους δρόμους, τα αυτοκίνητα… Δεν έχω χορτάσει τις εικόνες αυτές.

Β.Κ.: Και δεν μπορούμε να τις χορτάσουμε έτσι; Είμαστε φτιαγμένοι γι’ αυτές τις εικόνες.

Σ.Τ.: Γι’ αυτό ρωτάω εσένα.

Β.Κ.: Έχω την εντύπωση ότι έχω ολοκληρώσει τον κύκλο μου. Δηλαδή, κλείνω. Και βλέπω τον ορίζοντα, πλησιάζω προς τον ορίζοντα. Γλυκόπικρο αυτό το πράγμα.

Σ.Τ.: Η δημιουργία;

Β.Κ.: Θα την εγκαταλείψω κάποια στιγμή. Νομίζω ότι έκανα αρκετά. Αυτό το κείμενο, αυτό το γράμμα για τον Ρόμπερτ είναι νομίζω η ακραία μου, πως να το πω, άσκηση και ασκητική. Φτάνει.

 

PODCAST:

O BΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ «ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΡΟΜΠΕΡΤ»

16.00
Προσφορά!

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

Έγραψαν για το βιβλίο:

Ηλιου φαεινότερο λοιπόν ότι τα κείμενα αυτού του ανθρώπου, έχουν το μυστικό μιας ακριβοθώρητης γοητείας που δεν είναι δάνειο, κρυπτομνησία ή συστηματικό αλληθώρισμα, αλλά προσωπικό ένστικτο. Στα ταξιδιωτικά του αυτή η αρετή είναι διάχυτη. Πριν απο όλα εντυπωσιάζει το διαζύγιο με το «πνεύμα της βαρύτητας». Πουθενά ακρογωνιαίος λίθος, αγκονάρι ή φέροντες οργανισμοί. Αυτή η υδάτινη ροϊκότητα που άλλοτε μιμείται τον αέρα και άλλοτε πέφτει απο ψηλά, συνιστά ενα κατασταλαγμένο μάθημα ζωής, ενα είδος φυσιογνωμίας που μεταλλάσσεται ανάλογα με τη διάθεση και το έναυσμα της στιγμής.

– ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ, Κωστής Παπαγιώργης

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΚΔΟΣΗ

Διαβάζοντας μετά από χρόνια τα σύντομα αυτά κείμενα, διαπιστώνω πρωτίστως ότι δεν είναι ταξιδιωτικά. Λίγα μαθαίνει κανείς για ξένους τόπους. Οι χώρες και οι πόλεις είναι σκηνικά σε ένα παλιό δράμα: τον μπερδεμένο μου εαυτό. Υπό αυτή την έννοια, μικρή διαφορά κάνει αν όσα αναφέρω συνέβησαν στο Ρίο, τη Δαμασκό ή την Αθήνα. Αυτό που πε- ριγράφεται είναι η πορεία ενός ανθρώπου από την κουζίνα ως το μπαλκόνι του, να πάρει αέρα, να μη σκάσει. Και να μετρήσει τα τετραγωνικά του κόσμου του.

Όντως ταξίδευα πολύ εκείνα τα χρόνια – αν θεωρήσουμε ότι ταξιδεύει πολύ εκείνος που διαρκώς είναι σε ένα αεροπλάνο ή αυτοκίνητο. Δεν ταξίδευα. Έφευγα από τον έναν τόπο στον άλλον. Ήταν μετακινήσεις σε θερμά κλίματα, αποδημητικό ένστικτο – ο μόνος τρόπος που ήξερα για να φτιάξω ένα αεροστεγές σύστημα εκτός κοινωνίας, που να μου δίνει ηδονή και αίσθημα ανωτερότητας, ενώ μου επέτρεπε να μετεωρίζομαι σαν τουρίστας μέσα στην εβδομάδα των άλλων. Αν συνέβαινε μια στραβή, πάντα σκεφτόμουν: «Και τι με νοιάζει, την Πέμπτη θα είμαι αλλού».

Τη Δευτέρα, όμως, ήμουν πίσω.

Δυστυχώς, όταν έγραφα αυτό το βιβλίο δεν είχα την τόλμη να μιλήσω ανοιχτά και να πω ότι το βασικό και κύριο ζητούμενο στα ταξίδια εκείνης της εποχής ήταν τα γούστα μου. Το ποτό και το σεξ. Δεν εννοώ τον σεξοτουρισμό -δεν είμαι φαν του είδους-, εννοώ τη διασκέδαση σε μπαρ και κλαμπ και όσα επακολουθούν όταν είσαι νέος. Διέσχισα εκείνη τη

δεκαετία λιώμα – αυτό που ήθελα μόνο ήταν να τραβιέμαι σε άγνωστα μέρη, να πίνω και να κάνω σεξ. Θα είχε νόημα να έγραφα περισσότερα για τη λάσπη στον πάτο της εικόνας, το πουλάκι όμως πέταξε: απλώς δεν ήμουν έτοιμος.

Παρ’ όλα αυτά, δεν λέω ψέματα. Κι αυτό ίσως είναι το πιο αξιοπερίεργο: πώς τα ρευστά, υπαινικτικά αυτά κείμενα πέφτουν σαν γάτες από τον έκτο και προσγειώνονται όρθια. Μπορεί να μην περιγράφω τις λεπτομέρειες μιας συνουσίας (με αυτήν τη μοντέρνα σαφήνεια που προσωπικώς βαριέμαι), περιγράφω όμως εκείνο που τελικά μέτραγε πιο πολύ: το μελαγχολικό ξενέρωμα της άλλης μέρας. Διότι ο κανονικός τίτλος αυτού του βιβλίου θα έπρεπε να είναι «Κυνηγώντας την ουρά μου: Πώς ο άνθρωπος που δεν έχει αγάπη, είναι βαρέλι δίχως πάτο. Και δεν θα χορτάσει ποτέ».

Στα μεσοδιαστήματα εκείνου του κυνηγητού, ναι, έζησα και μερικές στιγμές αλλόκοτης αγνότητας. Και μαγείας. Είδα αυτό που λένε, τη δρόσο των άστρων. Ζεστές, πράσινες θάλασσες. Χειρονομίες ανείπωτης ευγένειας. Το μονοπάτι της υπερβολής μου πέρναγε μέσα από έναν κήπο. Είμαι ευγνώμων που τον διέσχισα, έστω παραπατώντας.

Υπό αυτή την έννοια, ο Παλιός Καταρράκτης, χρόνια εξαντλημένος, είναι ένα βιβλίο που ήθελα να υπάρχει. Χωρίς να διεκδικεί τίποτα, περιγράφει πώς κάποιος έφτιαξε κόσμο, παραδέρνοντας μεταξύ λαγνείας και ποίησης.

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

 

13.00

Γουίλφρεντ Θέσιγκερ

«Οι Άραβες των βάλτων», που εκδόθηκαν το 1964, δεν ήταν το πρώτο βιβλίο του Θέσιγκερ. Προηγήθηκαν οι «Άμμοι της Αραβίας» το 1959, όπου και πάλι περιγράφεται ένα φυσικό και ανθρώπινο τοπίο που απειλείται με καταστροφή, καταστροφή την οποία επέφερε η εκμετάλλευση του πετρελαίου -αγωγοί, εγκαταστάσεις, δρόμοι που χάραξαν με βαθιές ουλές την έρημο, αυτοκίνητα που αντικατέστησαν τις καμήλες, η εξαφάνιση του βεδουίνου, ενός πανάρχαιου ανθρώπινου τύπου σε απόλυτη συμφωνία με το περιβάλλον του. Έτσι, και στα δύο του βιβλία ο Θέσιγκερ καταγράφει παραδείσους που υπήρξαν. Δεν νομίζω ότι ο συγγραφικός του στόχος ήταν αποκλειστικά “οικολογικός” -άλλωστε, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε οικολογικός προβληματισμός, όπως τον εννοούμε σήμερα. Οπωσδήποτε είναι πρωτοπόρος σε μια οικολογική ανησυχία και προβλέπει επερχόμενα δεινά, αλλά πιστεύω ότι οι “Άραβες των βάλτων”, όπως και οι “Άμμοι της Αραβίας”, είναι κάτι περισσότερο από οικολογικές ελεγείες. Έχουν τη δύναμη, την πειστικότητα της λογοτεχνίας. Διαισθάνομαι ότι αυτή ενδεχομένως ήταν η βαθύτερη πρόθεση του Θέσιγκερ: να γράψει ένα βιβλίο που να εκφράζει έναν κόσμο, να μεταφέρει τις οικολογικές του ανησυχίες αλλά ταυτόχρονα να αποτελεί το βιβλίο καθεαυτό κόσμο, πέραν της αναπαράστασης. Ήθελε προφανώς να γράψει ένα ωραίο βιβλίο, ένα “λογοτεχνικό” βιβλίο και το πέτυχε. Αυτό άλλωστε είναι τελικά η λογοτεχνία. Όταν η μορφή είναι κάτι σαν περιεχόμενο, ένα είδος περιεχομένου… […]

―από συνέντευξη του μεταφραστή Άρη Μπερλή στη LIFO

 

ΟΙ ΑΝΑΣΕΣ ΤΩΝ ΒΑΛΤΩΝ : Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΡΗΣ ΜΠΕΡΛΗΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΧΟΥΣΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ WILFRED THESIGER

15.00

Μαλβίνα Κάραλη

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ -ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΝΕΑ, ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

__________

Το εξαντλημένο αριστούργημα της Μαλβίνας Κάραλη «Σαββατογεννημένη» επανακυκλοφορεί από τα LIFO Bιβλία, δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση. Εκτός από τα κείμενα της πρώτης έκδοσης περιέχει και ένα παράρτημα με νέα, ακυκλοφόρητα κείμενα, ενώ το εξώφυλλο κοσμεί μια φωτογραφία της στην οδό Eυριπίδου από τον Σπύρο Στάβερη.

Στον πρόλογο της νέας έκδοσης, ο εκδότης Στάθης Τσαγκαρουσιάνος αναφέρει χαρακτηριστικά:

Δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη έκδοση του βιβλίου αυτού. Λογικά  θα έπρεπε να κοπάσει το ενδιαφέρον γύρω από τη Μαλβίνα. Δεν εμφανίζεται πια στην τηλεόραση, τα γούστα έχουν αλλάξει, η Ελλάδα γνώρισε σεισμικές αλλαγές. Κι όμως. Όλες αυτές οι αλλαγές βοήθησαν ώστε ο μύθος της να ενταθεί. Η ζήτηση του εξαντλημένου βιβλίου της ήταν αυξανόμενη στα γραφεία μας. Υπήρχε λόγος.

Οι πολλαπλές κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας απεμπλούτισαν τα ελληνικά media από κάθε διαφορετικότητα ή τόλμη. Στο νέο ρημαδιό η ανάμνηση της Μαλβίνας φαντάζει σαν επιστημονική φαντασία. Υπήρξε ποτέ μια τέτοια περίπτωση; Τέτοιο αστραφτερό, σβέλτο, ιδιοσυγκρασιακό γράψιμο! Με τέτοιο πλούτο σε συνειρμούς και αναφορές! Με τέτοια τόλμη απέναντι στην εξουσία!

____________

Αυτά είναι τα καλύτερα κείμενα που έγραψε ποτέ η Μαλβίνα. Με διαφορά. Έχουν κάτι ρωμαλέο και αστραφτερό, αν και μιλούν για θέματα της καρδιάς και του θανάτου. Ο χρόνος τα αύξησε. Ανέδειξε το μεταλλικό ύφος τους, την πυκνή ευφυΐα τους. Ειδικά τα κείμενα της Νέας Υόρκης, τους μήνες της αρρώστιας, έχουν κάτι σπάνιο. Είναι μια λοξή συνομιλία με το θάνατο, γεμάτη δέος, οργή και κούραση. Είναι λαμπρά δοκίμια για τις περιπέτειες του έρωτα, την ελληνική κοινωνία με τους εξωφρενικούς χαρακτήρες της, τη σκέψη του θανάτου και τα διλήμματα της συνείδησης. Ταυτοχρόνως είναι το κρυπτικό ημερολόγιο ενός υπέροχου και μαύρου κοριτσιού, που έφυγε νωρίς.

___________

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

15.30

Πολυσυλλεκτική έκδοση

Δέκα Έλληνες συγγραφείς που έχουν ξεχωρίσει τα τελευταία χρόνια εμπνέονται από την Ελληνική Επανάσταση και δημιουργούν ιστορίες ηρώων και αντιηρώων, αληθινές και φανταστικές, βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα αλλά και με μια δόση fiction. Τα δέκα διηγήματα που γράφτηκαν με ανάθεση της LiFΟ είναι εξαιρετικά δείγματα της νέας λογοτεχνίας, με πρωταγωνιστές πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον αγώνα για την ελευθερία αλλά και ανθρώπους «ασήμαντους», με τους οποίους δεν είχε ασχοληθεί κανείς, από τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Νικηταρά, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και την κυρά του Κάστρου της Ακροπόλεως, την Νταλιάνα, μέχρι την Καχριέ, μια νεαρή τουρκοπούλα που έγινε κατάσκοπος των Ελλήνων, αλλά και τους ρομαντικούς στο Μεσολόγγι.

Η Ευτυχία Γιαννάκη γράφει ορμώμενη από τους μύθους και τις φήμες της περιοχής του Ερεχθείου, όπου μεγάλωσε, σχετικά με την Ασήμω Γκούρα ή Νταλιάνα στο διήγημα «Νταλιάνα, τα κουμπούρια σου», ο Βασίλειος Φ. Δρόλιας, στον «Αποχαιρετισμό», γράφει για τις κρυπτογραφημένες ιστορίες που βρήκε στα τετράδια του παππού του, ο Χρίστος Κυθρεώτης στο διήγημα «Η φωνή μας» έχει κεντρικό ήρωα τον εκδότη μιας πατρινής εφημερίδας, ο οποίος την περίοδο των Ιουνιακών του 1863 βρίσκεται στην Αθήνα, ο Μιχάλης Μαλανδράκης γράφει για τον Νικηταρά στο διήγημά του «Μόνο σκιές», ο Μάκης Μαλαφέκας στο «Κάποτε στο Μεσολόγγι» φαντάζεται τον διάλογο δύο ρομαντικών στο Μεσολόγγι για το ’21, ο Βαγγέλης Μπέκας, με τον «Μάρκο», εστιάζει σε ένα περιστατικό που συνέβη το βράδυ πριν από τη σφαγή του λόχου των φιλελλήνων στο Πέτα με πρωταγωνιστή τον Μάρκο Μπότσαρη, η Μαρία Ξυλούρη, στο «Ξετρύπι», μας μεταφέρει στην Κρήτη, γράφοντας για τη σφαγή γυναικόπαιδων σε καταφύγιο, ενώ επίκειται επίθεση σε κοντινό τους μοναστήρι, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος στο «Γρίκα» έχει πρωταγωνιστή έναν ακαδημαϊκό που μελετάει τη Νεότερη Ελληνική Ιστορία και αναμετριέται με τον ιστορικό γρίφο του επιτεύγματος του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς, η Βασιλική Πέτσα ξανακοιτάζει την Επανάσταση υπό την οπτική του παρόντος στο διήγημά της «Ο Γιάννης Πασάς πόσταρε στον τοίχο του Κίτσου Μπότσαρη το τραγούδι “Hide me”» και η Βίβιαν Στεργίου γράφει για την Καχριέ, την κόρη του βοεβόδα των Καλαβρύτων, μια όμορφη τουρκοπούλα που μετέδιδε πληροφόρηση στους επαναστατημένους Έλληνες, στο διήγημα «Για σένα βγάζει το σώμα φύλλα».

 

15.00
Προσφορά!

LiFO Βιβλία

Κλάματα

Γλυκερία Μπασδέκη

θέλω να με πας στα πανηγύρια *
Σ’ αυτά τα τριήμερα που τραγουδάει η Ξανθή Περράκη ακόμη κι όταν δεν τραγουδάει, με χάρτινα τραπεζομάντιλα μες στη λίγδα, να καθίσουμε κάτω απ’ τα ηχεία, να μην ακούς αυτά που σου λέω και να μην καταλαβαίνω αυτά που μου λες. Να είναι της Παναγιάς ανήμερα και να ’χει κλάψει η εικόνα και να ’χουν βγει τα φιδάκια να γλείψουν τα δάκρυα και να ’χουν μοσχοβολήσει τα κρινάκια. Όλα να ’ναι νάι νάι νάι κι εσύ ο πιο Παναγιώτης, γιατί θα σ’ έχω ξεματιάσει αποβραδίς με λάδι και αλάτι και θ’ αστράφτεις σαν πάλκο. Κι όλο θα φέρνεις μπίρες κουτάκια με το εύκολο άνοιγμα και θα με ταΐζεις λουκάνικα με πράσο μέχρι ν’ ανοίξει το στομάχι απ’ την τόση ευτυχία και να πεταχτούν οι λέξεις που έκρυβα πρόχειρα στους πεπτικούς σωλήνες και σ’ άλλες θαλάσσιες σπηλιές. Και μπίρα την μπίρα, ηχείο το ηχείο, γαρίφαλο το γαρίφαλο, τίποτε δεν θα ’ναι ακριβώς το ίδιο. Θα λέμε ότι έχουμε ονομαστική και μας λένε Μαρία Μοντεσσόρι και Γιούλα Παναγιούλα και Παναΐτ Ιστράτι και Ξανθή Περράκη και ό,τι γιορτάζει και δεν γιορτάζει ανήμερα. Θα λέμε, θα τρώμε και θα δεχόμαστε ευχές.
Γιατί έτσι είναι τα πανηγύρια που δεν πήγαμε, αλλά θα πάμε. Τρεις ημέρες μέγα θάμα είναι και μετά μαζεύει η ορχήστρα.

Τα Κλάματα της Γλυκερίας Μπασδέκη είναι μια συλλογή από μικρά κείμενα μεγάλης πρωτοτυπίας και λεπτότητας, που δεν θυμίζουν τίποτα. Δεν κατατάσσονται ούτε στο πεζό ούτε στην ποίηση — μοιάζουν περισσότερο με λαϊκά τραγούδια από πανηγυρτζή, που δεν ξέρεις αν ίδρωσε ή κλαίει με το δεκάευρο κολλημένο στο κούτελο. Συνιστούν ένα καλειδοσκόπιο μαγευτικό, σπαρακτικής ειλικρίνειας, από την πιο μοναχική και ακατάτακτη φωνή της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

8.10

Άντι Γουόρχολ

Ο Άντυ Γουόρχολ μιλάει ιδιωτικά, στο τηλέφωνο ή στο μαγνητοφωνάκι του, για τον έρωτα, το σεξ, το φαγητό, την ομορφιά, τη φήμη, τη δουλειά, το χρήμα, την επιτυχία. Μιλά επιγραμματικά για τη Νέα Υόρκη και την Αμερική, περιγράφει την παιδική του ηλικία σε μια κωμόπολη της Πενσυλβάνια, τα σκαμπανεβάσματα της ζωής, στο μεγάλο μήλο. Την απογείωση της καριέρας του στη δεκαετία του ’60 και το πικρό γκλάμουρ της σύμφυρσης ανάμεσα στις διασημότητες.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:

Η καλύτερη ερωτική επαφή είναι εκείνη που όσο διαρκεί δε σκέφτεσαι τίποτα. Μερικοί μπορούν να κάνουν σεξ και ν’ αφήνουν πραγματικά το μυαλό τους ν’ αδειάζει και να γεμίζει με σεξ. Άλλοι πάλι δεν μπορούν ποτέ ν’ αφήσουν το μυαλό τους ν’ αδειάσει και να γεμίσει από την ερωτική πράξη, κι έτσι, όσο διαρκεί, σκέφτονται: «Είμαι στ’ αλήθεια εγώ; Στ’ αλήθεια εγώ το κάνω αυτό; Είναι πολύ παράξενο. Πριν από πέντε λεπτά δεν το έκανα. Σε λίγο πάλι δε θα το κάνω. Τι θα έλεγε η μαμά; Πώς πρωτοσκέφτηκαν οι άνθρωποι να το κάνουν;» Λοιπόν, ο πρώτος τύπος ανθρώπου – ο τύπος που μπορεί ν’ αφήσει το μυαλό του ν’ αδειάσει και να το γεμίσει με σεξ χωρίς να σκέφτεται – βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση.

Ο δεύτερος τύπος πρέπει να βρει κάτι άλλο για να χαλαρώσει και να χαθεί μέσα σ’ αυτό. Για μένα, αυτό το κάτι άλλο είναι το χιούμορ.

Οι άνθρωποι με χιούμορ είναι οι μόνοι που πάντα με ενδιέφεραν πραγματικά, γιατί, μόλις κάποιος χάσει το χιούμορ του, με κάνει και τον βαριέμαι. Αν όμως η μεγάλη έλξη για σένα είναι το χιούμορ, αμέσως αντιμετωπίζεις πρόβλημα, γιατί αν ο άλλος είναι αστείος δεν είναι σέξυ. Έτσι, στο τέλος, όταν πλησιάζει η στιγμή της αλήθειας δε νιώθεις πραγματική έλξη, δεν μπορείς να «το κάνεις».

Στο κρεβάτι όμως προτιμώ να γελάω παρά να το κάνω. Το καλύτερο είναι να χώνομαι κάτω απ’ τα σκεπάσματα και να το ρίχνω στα ανέκδοτα. «Πώς τα πάω;» «Ωραία, αυτό ήταν πραγματικά αστείο». «Πω πω, έκανες ωραία αστεία απόψε».

Αν πήγαινα με κάποιο κορίτσι της νύχτας, το πιο πιθανό είναι ότι θα την πλήρωνα για να μου λέει ανέκδοτα.

Μερικές φορές, το σεξ δεν ξεφτίζει. Έχω δει ζευγάρια για τα οποία το σεξ δεν ξέφτισε με τα χρόνια.

15.00

LiFO Βιβλία

Έγχρωμη Nellys

Νίκος Δήμου, Φανή Κωνσταντίνου

Το έργο της Nellys ήταν συνώνυμο ως τώρα με την ασπρόμαυρη φωτογραφία, τις αρχαιότητες, τα ιδανικά τοπία της Κρήτης και τις γυμνές χορεύτριες στην Ακρόπολη. Όποιο θέμα κι αν είχαν, οι διαυγείς μαύροι και γκρίζοι όγκοι τους άφηναν στην εικόνα την ηδύτητα μιας ασημένιας στιλπνότητας.

Για πρώτη φορά με το βιβλίο αυτό γίνονται γνωστές οι έγχρωμες φωτογραφίες της. Τραβηγμένες στην Αμερική την περίοδο 1939-65, για να χρησιμοποιηθούν για διαφημιστικούς λόγους, έμεναν φυλαγμένες στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, όπου και ανήκουν. Αποκαταστάθηκαν με προσοχή, ώστε να αναδειχθεί ξανά το πλούσιο χρώμα τους, το οποίο σε πολλά σημεία είχε ξεθωριάσει επικίνδυνα.

Εκείνο που εκπλήσσει ευχάριστα στις φωτογραφίες αυτές είναι βεβαίως το χτυπητό, χαρούμενο χρώμα, τα πρόσωπα από πορσελάνη (σε εποχές πριν το photoshop), η αψυμιθίωτη χάρη του σφύζοντος αμερικάνικου ονείρου. Είναι όμως και η ίδια τους η ύπαρξη: Αυτή η εντελώς άγνωστη πτυχή της μεγάλης Ελληνίδας φωτογράφου, η οποία αποδεικνύει ότι εκτός από λεπτή αισθητήστρια υπήρξε και ένας άνθρωπος πρακτικός, που τολμούσε να δοκιμάζει συνεχώς νέα πράγματα, δίχως μεμψιμοιρίες.

15.00

Περιοδικά

Με ένα κλικ δωρεάν στην πόρτα σας!

839

Λέσχη ανάγνωσης: 24 αριστουργήματα της λογοτεχνίας τρόμου.

Οδηγός: 30 τρόποι για να περάστε καλά τις γιορτές στην Αθήνα.

Αφιέρωμα XMAS: Που θα φάμε και θα πιούμε φέτος.

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

838

Αφιέρωμα Gift Guide: Δώρα γιορτών.

Αφιέρωμα Νέες εκδόσεις: 112 βιβλία που ξεχωρίσαμε από τις νέες κυκλοφορίες.

& Good Buisness Directory Vol.5

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

837

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

835

Το νέο βιβλίο του Φώντα Τρούσα αποκαθιστά παρεξηγημένα διαμάντια.

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

834

Πολιτιστικές εκδηλώσεις, φαγητό, ποτό, shopping και πολλά ακόμη στην αγαπημένη πόλη.

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

833

Αφιέρωμα: Νέες Εκδόσεις

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

832

Αφιέρωμα Θέατρο. Τι θα δούμε φέτος; 109 παραστάσεις που ξεχωρίσαμε.

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

LiFO

Lorenzo

830

Ο θρυλικός χορευτής του Factory και ιδρυτής της ομάδας Blend είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.

Το ταξίδι του Χατζηκυριάκου-Γκίκα από τη Δύση στην Ανατολή στο Μουσείο Μπενάκη.

Αφιέρωμα Κυψέλη.

Η φθινοπωρινή “λιακάδα” της Ντούσκα.

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής