Best Sellers

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα

Διονύσης Σαββόπουλος

Αυτό που λέμε «Σαββόπουλος» δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο «Σάββο», όπως τον έλεγε ο συγχω­ρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.
Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο. Το ’χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει.
Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ένα παιχνίδι είναι. Ένα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό.
Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιό­νιο. Αυτόν ντύνεται.
Καλή ακρόαση, αγαπητοί μου, καλή ανάγνωση.
Δ.Σ.

17.70

Ελληνική λογοτεχνία

Θολός βυθός

Γιάννης Ατζακάς

Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυαλικές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: «Απόστολος Παύλος», Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949 – 1955. Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του. (. . .)

16.45

Κοινωνιολογία

Η ιστορία της συζύγου

Μέριλιν Γιάλομ

“Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ” συνιστά μελέτη της νομοθεσίας, των θρησκευτικών μεθόδων, των κοινωνικών εθίμων, των οικονομικών διευθετήσεων και της πολιτικής συνειδητότητας που επηρέασε γενιές συζύγων: Στην εβραϊκή κοινωνία όπου ίσχυε η πολυγαμία, στην αρχαία Ελλάδα όπου οι κόρες δίνονταν από τους πατεράδες στους συζύγους τους για να γεννήσουν νόμιμα παιδιά και ορίστηκαν νόμοι περί μοιχείας και διαζυγίων, στη μεσαιωνική Ευρώπη όπου αποδόθηκε στο γάμο θρησκευτική σημασία, στη διάρκεια της Μεταρρύθμισης και του Διαφωτισμού όπου το ιδεώδες του συντροφικού γάμου ήρθε στο προσκήνιο, και στην Αμερική του 20ού αιώνα όπου το νέο πρότυπο της συζυγικής σχέσης αναδύθηκε.

Αυτή η πλούσια διαυγής εξιστόρηση των κομβικών σημείων της ιστορίας της συζύγου περιλαμβάνει αλησμόνητες ιστορίες διάσημων ζευγαριών όπως ο Αβραάμ με τη Σάρα και την Άγαρ, ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα στην Αρχαία Ρώμη, ο Τριστάνος και η Ιζόλδη, αλλά και ιστορίες γάμων από την Αναγέννηση μέσα από τον Chaucer και τον Σαίξπηρ. Μιλά για τους Εβραϊκούς γάμους, αλλά και του προτεστάντη Λούθηρου σε αντίθεση με τους Καθολικούς γάμους, και για τους γνωστούς γάμους γυναικών που εναντιώθηκαν στις συμβάσεις της εποχής τους, από τη Μάρτζερυ Κεμπ ως την Ελίζαμπεθ Κέηντυ Στάντον, από την Ελοΐζα ως τη Μάργκαρετ Σάνγκερ. “Η Ιστορία της συζύγου”, έχοντας ως πηγή τα ημερολόγια, τα απομνημονεύματα και τις επιστολές, αποτίνει φόρο τιμής στις συνήθεις συζύγους, οι οποίες στο πέρασμα των αιώνων συνέπλευσαν ή πήγαν κόντρα στο ρεύμα της εποχής τους, επηρεάζοντας διακριτικά τη νομική, προσωπική και κοινωνική σημασία του γάμου.

Σε οποιαδήποτε γυναίκα είναι, υπήρξε ή θα υπάρξει παντρεμένη, αυτή η διανοητικά εύρωστη και συναρπαστική ιστορική ανάλυση του γάμου φωτίζει με καινούργιο τρόπο το θεσμό που οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν δεδομένο, και που ενδέχεται, πράγματι, να περνά σήμερα την πιο ταραχώδη ανακατάταξή του από την περίοδο της Μεταρρύθμισης.

19.90

Ελληνική λογοτεχνία

Διπλωμένα φτερά

Γιάννης Ατζακάς

“Η κακορίζικη εκείνη χρονιά -η καταραμένη θα την πω τώρα- είχε δεν είχε φτάσει ακόμη στα μισά της και πήγαινε όπως άρχισε, πάντα πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Και τα χειρότερα δεν είχαν ακόμη συμβεί. Τότε ήρθε η ώρα του όξους και της χολής, η ώρα του αίματος και του θανάτου”.

Είχε από χρόνια αποτραβηχτεί στο παλιό σπίτι στην πλαγιά του βουνού. Τα δειλινά, κάτω από τα δέντρα που μαζί τους είχε ριζώσει στα καρπερά της χώματα, βλέποντας τον ήλιο να χαμηλώνει στη θάλασσα, ζούσε και το δικό του λυκόφως. Μέχρις ότου, εντελώς αναπάντεχα, οι “άνεμοι της μνήμης” τον ανασήκωσαν από τον ξένο τόπο και τον εναπόθεσαν απαλά στο μακρινό νησί του, μπροστά στην πατρογονική εστία, τον γύρισαν πίσω στη σημαδιακή εκείνη χρονιά, τη χρονιά του ξεριζωμού.

Ήρθαν τότε κοντά του, όπως ήταν στον καιρό τους, στη ρημαγμένη ζωή τους, οι σκιές της γιαγιάς και του παππού: η γριά-Βενετιά, που από βρέφος τη φώναζε μάνα, να τρέχει από χάραμα ως νύχτα να προλάβει να τα φέρει όλα σε πέρας και τα βράδια, στο φως του δαυλού, η ακάματη και γνωστική γερόντισσα με τις “ορμήνιες” της να πολεμά να τον πλάσει για έναν κόσμο που νόμιζε ότι θα διαρκέσει για πάντα. Ως τα στερνά της, που πήρε να ψυχανεμίζεται τον άγγελό της κι “αγγελιάστηκε”.

Τελείωνε το 1949. Ο πατέρας είχε χαθεί, χωρίς ίχνη, στους σκοτεινούς δρόμους της Ιστορίας. Η μάνα είχε σβήσει στη γέννα του, πριν από οκτώ ακριβώς χρόνια. Κι αυτός θα έβρισκε, πριν καλά βγει το δίσεκτο εκείνο έτος, μιαν ακόμη μητέρα – τη “Μεγάλη Μητέρα” των απορφανισμένων παιδιών ενός αδικαίωτου κι αδυσώπητου πολέμου.

13.43

Ξένη λογοτεχνία

Θλιβερός τίγρης

Νεζ Σινό

«Θέλησα να το πιστέψω, θέλησα να ονειρευτώ ότι το βασίλειο της λογοτεχνίας θα με υποδεχόταν όπως κάθε ορφανό που βρίσκει εκεί καταφύγιο, αλλά ακόμα και μέσω της τέχνης δεν μπορείς να βγεις νικητής από την αχρειότητα. Η λογοτεχνία δεν με έσωσε. Δεν έχω σωθεί…»

Τα παιδικά χρόνια της Νεζ Σινό έχουν σφραγιστεί από τον εξακολουθητικό βιασμό που υφίστατο από τον πατριό της. Τον μηνύει το 2000, μαζί με τη μητέρα της, κι εκείνος καταδικάζεται σε εννέα χρόνια φυλάκισης. Χρόνια αργότερα, η Σινό επανέρχεται σε αυτό το ανεπούλωτο τραύμα καταθέτοντας με μια σπαραχτική αφήγηση το τι και πώς συνέβη – δίχως πάθος, δίχως μεμψιμοιρία. Επιχειρεί να αποσυναρμολογήσει προσεκτικά τη μικρή βόμβα που δυναμίτισε την παιδική της ηλικία: το θέμα δεν είναι μόνον τα κυριολεκτικά συμβάντα· είναι και το πώς λειτουργεί αυτή η κατάθεση, υποχρεώνοντας τον αναγνώστη να σκεφτεί πάνω στα ευαίσθητα θέματα της παιδοφιλίας, της αιμομιξίας, της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων.

Η υβριδική αφήγηση, μεταξύ μαρτυρίας, αυτοβιογραφίας και μύχιας εξομολόγησης –δίχως να απεμπολεί την αναντίρρητη λογοτεχνικότητά της– τεντώνει τα όρια των γλωσσικών δυνατοτήτων της προκειμένου να μπορέσει να εξηγήσει τα γεγονότα, αλλά και να βρει τον τρόπο να τα πει. Το κείμενο γίνεται ανιχνευτής τόσο της δύναμης όσο και της αδυναμίας της λογοτεχνίας ως πανάκειας, ως θεραπείας ή παραμυθίας. Για να φέρει εις πέρας την αυθιστόρησή της, η συγγραφέας συνομιλεί και ξαναδιαβάζει συγγραφείς και κείμενα γύρω από την ενδοοικογενειακή σεξουαλική παρενόχληση.

Εξερευνώντας το τοπίο του ζοφερού κακού, η Σινό ομολογεί ότι ο επιζών μπορεί να επιβιώνει, αλλά δεν ξεχνά ποτέ. Ως ενήλικη πλέον, αναζητεί την αλήθεια, όχι την εκδίκηση· θέλει να κατανοήσει τη θέση του δήμιου, τους μηχανισμούς που τον οδηγούν στην παραβατική πράξη, αλλά και τη θέση του περίγυρου που συνήθως τον συγκαλύπτει. Η δική της μη αναστρέψιμη θέση διατυπώνεται παραστατικά: damaged for life – διά βίου κατεστραμμένη.

Λ.Τσιριμώκου

18.00

Μαριάννα Κορομηλά

«Εγώ είμαι η Μαριάννα Κορομηλά, δευτερότοκο παιδί του Αθηναίου δημοσιογράφου Λάμπρου Κορομηλά…».

«Εκείνη είναι η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα, κόρη του στρατηγού και μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου…».

Η ιστορία αφορά την ιδιόμορφη συμβίωση δύο γυναικών, που δεν τις χωρίζει μόνον η συμβατική μέτρηση του χρόνου, δηλαδή μια απόσταση επτά αιώνων, αλλά και χίλιες δυο άλλες συνθήκες (συμβατικές ή ουσιαστικές), και μέσα από αυτήν ξετυλίγονται τα υλικά της τέχνης της γνωστής συγγραφέα σε μια «κουζίνα» υλικών που ονομάζεται «η κουζίνα του ιστορικού».

20.80

Ξένη λογοτεχνία

Φωνή χωρίς ήχο

Σελίν Κυριόλ

Ζει στο Παρίσι και εργάζεται στο Σταθμό του Βορρά. Αόρατη αναγγέλλει την άφιξη των τρένων, τα ωράρια, τις αναχωρήσεις και τις γραμμές, συνοδεύει τους αποχωρισμούς ή τις επανενώσεις.

Όταν γυρίζει σπίτι της, μόνη της, είναι για να περιμένει το τηλεφώνημα του άντρα που αγαπά. Ένα βράδυ μέθης, φιλήθηκαν, αλλά εκείνος αγαπάει έναν Άγγελο. Όταν βγαίνει από το διαμέρισμά της αφού πέσει η νύχτα, είναι για να σκοτώσει το χρόνο στους δρόμους της πόλης, στις επικίνδυνες γειτονιές, στις μπουάτ και τα καφέ όπου η ομορφιά είναι άβολη. Αργά καλεί εκείνον που αγαπά. Αργά εκείνος πηγαίνει να τη συναντήσει.

Πέρα από την ιστορία μιας ερωτικής εμμονής, η Σελίν Κυριόλ φέρνει αντιμέτωπα το ενδότατο και το ανώνυμο, τα ψυχικά βάσανα και την πραγματικότητα της πόλης, για να δώσει με ευσπλαχνία μια αξιόλογη άποψη του σύγχρονου κόσμου.

17.50

Ξένη λογοτεχνία

Τροχιές

Σαμάνθα Χάρβευ

Έξι αστροναύτες (από Αμερική, Ιαπωνία, Βρετανία, Ιταλία και Ρωσία), γυναίκες και άνδρες, ταξιδεύουν με ταχύτητα 27.000 χλμ./ ώρα. Μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο βλέπουν δεκαέξι φορές την ανατολή και τη δύση, τις εποχές ν’ αλλάζουν, τους παγετώνες να διαδέχονται ερήμους. Παρά τις εικόνες ασύλληπτης ομορφιάς και την καθημερινότητά τους στο σκάφος, η σκέψη τους γυρίζει στους ανθρώπους που άφησαν πίσω τους. Μια κάρτα, ένα μέιλ, ένας θάνατος, ένας τυφώνας γίνονται αφορμές για βαθιές σκέψεις και σημαντικές αποφάσεις.

15.00