Showing all 2 results

Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ

Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ

«Η πρώτη µου επίσκεψη στην Ελλάδα πραγµατοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1954. Δέκα χρόνια είχαν περάσει από την αποχώρηση των Γερµανών και πέντε χρόνια από το τέλος του Εµφυλίου. Η Ελλάδα που πρωτοείδα ήταν βουτηγµένη στη φτώχεια. Αυτό ήταν εµφανές παντού. Συχνά όταν συζητούσες µε έναν Έλληνα για την οµορφιά της χώρας του, ακολουθούσε ένα “ναι, αλλά είναι πολύ φτωχή” – και προς επίρρωση των λεγοµένων του έτριβε τον αντίχειρα µε τον δείκτη του».  ROBERT A. MCCABE

«Πολλές από τις σαγηνευτικές φωτογραφίες του Robert McCabe (που τραβήχτηκαν σε διάφορα µέρη της Ελλάδας από τα µέσα της δεκαετίας του 1950 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960) επιτρέπουν µατιές σε στιγµιότυπα µιας διαλεκτικής µεταξύ διαφορετικών στιγµών της ελληνικής ιστορίας και πολιτισµού, όπως διατηρήθηκαν στην µεταπολεµική Ελλάδα».  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΡΟΪΛΟΣ

«Η ασπρόµαυρη εικόνα του Robert McCabe µε τον εργάτη να δου­λεύει εντατικά στους χώρους του Ηρωδείου που προοριζόταν να γίνει κέντρο του Φεστιβάλ φέρνει µπροστά στα µάτια µας ολοζώντανα τα χρόνια αυτού του “ανοίγµατος”, αυτού του µεταβατικού χρονικού σηµείου µεταξύ µιας εποχής τροµακτικών δεινών που έδυε και µιας νέας, ελπιδοφόρας ανασυγκρότησης που ανέτελλε».  ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ

44.00

Μαργαρίτα Πουρνάρα, Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ

“O αδελφός μου o Τσαρλς κι εγώ βρεθήκαμε πρώτη φορά στην Ελλάδα στα τέλη Ιουλίου του 1954. Τον Τσαρλς τον είχε προσκαλέσει στη χώρα ο φίλος του από το πανεπιστήμιο Πέτρος Νομικός. Εγώ, ως μικρότερος αδελφός που ήμουν, τον ακολούθησα. Λίγες μέρες μετά την άφιξή μας στην Αθήνα ο Πέτρος μάς πληροφόρησε ότι θα μας πήγαινε στο νησί της καταγωγής του, τη Σαντορίνη. Οδηγήσαμε μέχρι τον Πειραιά κι επιβιβαστήκαμε στον Μιαούλη. Εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα παμπάλαια ατμόπλοια του ελληνικού εμπορικού στόλου —τα περισσότερα εξ αυτών αγορασμένα δεύτερο και τρίτο χέρι από τη βόρεια Ευρώπη— ο Μιαούλης ήταν ολοκαίνουριος: Η ιταλική κυβέρνηση τον είχε παραχωρήσει στην Ελλάδα ως πολεμική αποζημίωση. Μετά από ένα ήρεμο ολονύχτιο ταξίδι μπήκαμε στην Καλντέρα, για την οποία έμαθα αργότερα ότι είναι ο μεγαλύτερος θαλάσσιος κρατήρας του πλανήτη. Όταν ο Τσαρλς κι εγώ πρωτοφτάσαμε στο νησί, μας είπαν ότι ο πληθυσμός του ανερχόταν σε περίπου 12.000 κατοίκους, κυρίως αγροτικές οικογένειες που καλλιεργούσαν σταφύλια, ντομάτες ή στάρι· επίσης, ψαράδες, λατόμους και ναυτικούς, που δούλευαν ως μούτσοι ή καπετάνιοι σε πλοία που γύριζαν ολάκερο τον κόσμο υπό ελληνική σημαία. Ο αρχικός πυρήνας του νησιού αποτελούνταν από μη ηφαιστειογενή ασβεστόλιθο και από μάρμαρο, αλλά κατά τη διάρκεια των τελευταίων 600.000 ετών πολλαπλή ηφαιστειακή δραστηριότητα δημιούργησε ή κατέστρεψε ολόκληρα κομμάτια γης, αφήνοντας σήμερα πέντε νησιά και νησίδες πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Τα τρία είναι θραύσματα του προαναφερθέντος αρχαίου ηφαιστείου το οποίο κατέρρευσε τον 16ο αιώνα π.Χ.

Το 2006 εξέθεσα στα Φηρά μια σειρά από αυτές τις φωτογραφίες που τράβηξα τη δεκαετία του 1950. Θυμάμαι μια ηλικιωμένη γυναίκα που έβαλε τα κλάματα. Εκείνες τις εποχές, μου είπε, οι κάτοικοι του νησιού έλεγαν ακόμα καλημέρα ο ένας στον άλλο και πρόσφεραν ένα ποτήρι νερό στον γείτονά τους. Αυτή η αίσθηση της κοινότητας εξαφανίστηκε με τις υψηλές απαιτήσεις και την πίεση του εμπορίου, πρόσθεσε χαρακτηριστικά. Εξαφανίστηκε —όπως και στη Μύκονο— ο παλιός σκληρός τρόπος ζωής, που είχε διαμορφώσει τον χαρακτήρα των Σαντορινιών για γενιές ολόκληρες. Οι δραματικές αλλαγές στην προσωπικότητα και στην τύχη του νησιού τα τελευταία 65 χρόνια οδήγησαν τη Μαργαρίτα κι εμένα ν’ αναλάβουμε δράση, για να τεκμηριώσουμε με λόγια και εικόνες μια Σαντορίνη που πλέον δεν υφίσταται”.

Από τον πρόλογο του Robert A. McCabe

44.00