Προβολή όλων των 2 αποτελεσμάτων

Γιάννης Ρίτσος

Ποίηση

Υπερώον

Γιάννης Ρίτσος

Η ποιητική συλλογή Υπερώον γράφτηκε στην Αθήνα, απ’ την 1 του Μάρτη ως τις 21 του ίδιου μήνα. Η Β’ γραφή των ποιημάτων έγινε πάλι στην Αθήνα, απ’ τις 6-29 του Απρίλη και στον Κάλαμο απ’ τις 30 του Απρίλη ως την 1 του Μάη 1985.

ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Υπερώον. Μια ανέκδοτη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου. Μία απ’ τις πολλές, σχεδόν πενήντα, που άφησε πίσω, μετά το θάνατό του, ολοκληρωμένες, έτοιμες για έκδοση. Ορισμένες από αυτές εκδόθηκαν αμέσως μετά στον τόμο Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα και κάποιες άλλες συμπεριλήφθηκαν αργότερα στους τόμους Ποιήματα που ακολούθησαν, με καθαρά χρονολογικά κριτήρια.

Στο διάστημα που προηγήθηκε, μετά την ανακοίνωση αυτής της έκδοσης, δέχτηκα διάφορα ερωτήματα σχετικά. Δύο είναι τα κυρίαρχα: Γιατί αυτή η συλλογή – ή και πολλές άλλες – δεν είχε εκδοθεί στη διάρκεια της ζωής του Ρίτσου; Γιατί η αυτόνομη έκδοση αυτής της συγκεκριμένης συλλογής τώρα;

Είναι γνωστό – ή τουλάχιστον εγώ το έχω ξαναπεί – πως ο Γιάννης Ρίτσος θεωρούσε την ποίηση τόσο απαραίτητη για την ύπαρξή του, όσο και την αναπνοή του. Έγραφε λοιπόν καθημερινά, ώρες πολλές, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μια τεράστια ποιητική παραγωγή. Τρεις και τέσσερις και πέντε ή και περισσότερες ποιητικές συλλογές μέσα σ’ ένα χρόνο είναι λογικό πως για λόγους πρακτικούς δεν θα μπορούσαν να εκδοθούν στη διάρκεια του έτους γραφής τους. Ούτε οι εκδότες του μα ούτε και το αναγνωστικό κοινό θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν μια τέτοια παραγωγή. Αναγκαστικά λοιπόν έπρεπε να επιλέξει τι θα εκδοθεί και τι όχι.

Οι επιλογές του δεν είχαν χαρακτήρα «αυτολογοκρισίας», όπως έχω ακούσει να λέγεται, αλλά εξαρτιόνταν από τη διάθεσή του την εκάστοτε περίοδο και από τη συγκυρία.

Η συλλογή Υπερώον, γραμμένη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αποτελείται από ποιήματα αυτοβιογραφικά, που ταυτόχρονα αντανακλούν το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν. Εποχή κρίσης ηθικής τα χρόνια εκείνα, δεν μπορεί παρά να έχει συνάφεια με την κρίση την οικονομική που βιώνουμε ως συνέπεια και του ηθικού εκείνου ελλείμματος που, ανάμεσα σε άλλα, προετοίμασε το έδαφος για το σήμερα. Τα ποιήματα αυτά είναι, νομίζω, με τον τρόπο τους επίκαιρα, και για τούτο θεώρησα πως θα άξιζε να αποδοθούν στο κοινό σε μια αυτόνομη έκδοση.
Έρη Ρίτσου

 

10.95

Γιάννης Ρίτσος

Μια ζωή επιστήθια φίλη του Γιάννη Ρίτσου και σύντροφος του Άρη Αλεξάνδρου από το 1959, η ποιήτρια και δημοσιογράφος Καίτη Δρόσου (1924-2016), λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό της, εμπιστεύτηκε στην πανεπιστημιακό Λίζυ Τσιριμώκου έναν μικρό θησαυρό: τα δελτάρια του Ρίτσου από τόπους εξορίας –τη Λήμνο, τη Μακρόνησο, τον Αϊ-Στράτη– προς την ίδια, καθώς και τα γράμματά του προς εκείνη και τον Αλεξάνδρου επί δικτατορίας, όσο ζούσαν αυτοεξόριστοι στο Παρίσι, τα οποία βρίσκονται από το 2008 συγκεντρωμένα στον τόμο Τροχιές σε διασταύρωση (εκδ. Άγρα).

Η Καίτη Δρόσου υπήρξε αποδέκτης της αστείρευτης θετικής ενέργειας του Ρίτσου από τα 16 της, επί Κατοχής, όταν οι ερασιτεχνικοί καλλιτεχνικοί κύκλοι λειτουργούσαν σαν συγκοινωνούντα δοχεία με τους επαγγελματικούς. Ο Αλεξάνδρου βρέθηκε στην παρέα του Ρίτσου, ανεξάρτητα από εκείνη, χάρη στον συμμαθητή του από το Βαρβάκειο Ανδρέα Φραγκιά. Η συμπάθεια ήταν αμοιβαία αλλά η δουλειά τους στον Γκοβόστη ήταν που τους έφερε κοντά – ώρες ατέλειωτες σκυμμένοι πάνω από τυπογραφικά δοκίμια, ο Αλεξάνδρου μετέφραζε από τα ρωσικά και ο Ρίτσος τα ξανακοίταζε με έναν ρωσόφωνο ακόμη, για να μην ξεφύγει λάθος πουθενά…

Ακράδαντα πειστήρια του ήθους, της πληθωρικής προσωπικότητας και των ποιητικών ανησυχιών του Ρίτσου, τα γράμματα που απλώνονται στο Τροχιές σε διασταύρωση πιστοποιούν τη φιλία που ένωσε τους τρεις ομοτέχνους σε πολύ δύσκολους καιρούς, τότε που οι διώξεις και τα βασανιστήρια των αριστερών βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη και τα συντροφικά μαχαιρώματα έρχονταν να προκαλέσουν κι άλλες, συχνά ανεπούλωτες πληγές. Κι ακόμα, φανερώνουν τις «ωδίνες τοκετού» ενός από τα σπουδαιότερα έργα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, του Κιβωτίου.

Ο Αλεξάνδρου, έχοντας παραδεχτεί μέσα του την ήττα του εμφυλίου, διέσχισε τα χρόνια της εξορίας του απομονωμένος από τους συντρόφους του, κι ας είχε σπεύσει ο Ρίτσος να εγγυηθεί γι’ αυτόν ότι είναι τίμιος και ότι δεν θα βλάψει το Κόμμα ποτέ. Ωστόσο, οι δρόμοι τους χώρισαν. Έπρεπε να φτάσει το ’58, οπότε επέστρεψε και ο Αλεξάνδρου από τη Γυάρο στην Αθήνα, για να μιλήσουν ξανά. Επί χούντας, πιάνουν και πάλι να αλληλογραφούν. Ο Ρίτσος, κάθε φορά που λαμβάνει αποσπάσματα του Κιβωτίου από το Παρίσι, εγκαρδιώνει τον φίλο του και τον επικροτεί. «Είναι ένα όργιο φαντασίας», θα του γράψει όταν το διαβάσει ολοκληρωμένο, «που καλύπτει την ιστορική πραγματικότητα κι αποκαλύπτει την άλλη πραγματικότητα της πιο πειστικής φαντασίας, της γεννημένης απ’ τους καθημερινούς εφιάλτες της ασυνεννοησίας, της καταπίεσης, της υποχρεωτικής συγκατάβασης».

Σύμφωνα με τη Δρόσου, το θέμα με τον Ρίτσο και τον Αλεξάνδρου δεν ήταν να τα βρουν στα ιδεολογικά. Το θέμα ήταν ποιος θα κάνει πρώτος την κίνηση να βγάλει το χαρτί από την τσέπη, ποιος, δηλαδή, θα προκαλέσει ξανά συζήτηση πάνω σε ένα γραπτό, όπως θα μιλούσε στον δάσκαλό του…

 

Σταυρούλα Παπασπύρου

20.85