Εμφάνιση του μοναδικού αποτελέσματος

Εμίλ Ζιττυά

Εμίλ Ζιττυά

“Έχω μια σχεδόν νοσηρή μανία να συλλέγω ντοκουμέντα για διαφορετικές πτυχές της καθημερινής ζωής. Έτσι πολλές φορές προέκυψαν παράξενα ρεπορτάζ. Από το 1939 έως το 1945, συνήθιζα να ρωτάω κάθε λογής άνθρωπο -παιδιά, γέρους, εργάτες, χωρικούς, διανοούμενους- τι όνειρα έβλεπε. Αυτή η αδιάκριτη έρευνα, που δεν ήταν ψυχαναλυτική, σκοπό είχε να ανακαλύψει τι σκέφτονταν οι άνθρωποι του πολέμου και της Αντίστασης την ώρα που κοιμόντουσαν. Οι εικόνες που συνέλεξα συγκροτούν ένα άλλου είδους πολεμικό μυθιστόρημα”. (Εμίλ Ζιττυά)

Στη διάρκεια ενός πολέμου βλέπουμε στον ύπνο μας τον πόλεμο· ο Ζιττυά λέει ο ίδιος στον πρόλογό του ότι προσπάθησε να μάθει με ποιον τρόπο ο πόλεμος τρύπωνε στον ύπνο των ανθρώπων. Παρά ταύτα, απέφυγε εσκεμμένα οποιαδήποτε ερμηνεία, είτε ψυχολογική είτε κοινωνιολογική. Σημείωνε ό,τι του αφηγούνταν όσο πιο πιστά μπορούσε, ποντάροντας στην ευγλωττία της ακατέργαστης καταγραφής – που ήταν ήδη η καταγραφή μιας καταγραφής, η αφήγηση μιας αφήγησης. Το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικό: Διαθέτει υψηλή υφολογική ομοιογένεια και συνάμα μεγάλη ποικιλία επιτονισμών και συναισθηματικών αποχρώσεων. […] Ερμηνεία δεν υπάρχει, αλλά κάθε όνειρο συνοδεύεται από μια σύντομη παρουσίαση του ονειρευόμενου, και οι λακωνικές “εικονογραφήσεις” δεν είναι ό,τι πια ευτελές έχει να προσφέρει αυτό το βιβλίο.
Πότε ακριβώς το έγραψε; Στην ορμή των γεγονότων, στη διάρκεια της Κατοχής; Ή αργότερα, βασιζόμενος στις σημειώσεις του; Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι κυκλοφόρησε το 1963, έναν χρόνο πριν από το θάνατό του.
Πριν δρασκελίσετε το κατώφλι αυτού του μοναδικού και ιδιότυπου βιβλίου, ορίστε, για το δρόμο, μια δεύτερη μαρτυρία ενός συγχρόνου του Εμίλ Ζιττυά: “Περπατούσε με βήμα σχολιαρόπαιδου και είχε το βλέμμα πειρατή. Τον κοίταζα από το πλάι, αυτό τον φανφάρα, αυτό το μονοκόμματο μπουλντόγκ, αυτή τη σγουρομάλλα καμήλα της ερήμου, αυτό τον πολύχρωμο παπαγάλο με το σακίδιο. Φορούσε στολή ναύτη. Η αναπνοή του μύριζε θάλασσα. Έγραφε πάνω σε βρόμικες σελίδες. Δεν ήταν άνθρωπος, αλλά δάσος χιλίων δέντρων”. (Εμμανουέλ Καρρέρ)

11.61