Η μυθιστορηματική βιογραφία ενός ανθρώπου κι ενός τόπου, βασισμένη στο ημερολόγιο μιας καπετάνισσας. Μια ζωή γεμάτη τρικυμίες και μπουνάτσες στη Σαντορίνη και στον Πειραιά, στο χτες και στο σήμερα. Μια ζωή απόλυτα δεμένη με τη θάλασσα, τη ναυτιλία και τη ναυτοσύνη. Από τα πανιά της σκούνας, μέχρι τα λίμπερτυ των αποζημιώσεων του πολέμου κι από τις βεγγέρες του νησιού μέχρι τα ταξίδια στην Ευρώπη.
Η Πάνω Μεριά του κόσμου
€12.17
Σελίδες: 200
Διατίθεται άμεσα και από τα γραφεία της LiFO, Boυλής 22, 6ος όροφος, Σύνταγμα.
Ώρες γραφείου (10:00-17:00). Τηλ. 210-3254290
Διατίθεται μόνο για αγορά online μέσω του lifoshop.gr
Η αγορά παλιών τευχών της LiFO αποτελεί ξεχωριστή λειτουργία του Shop.
Οι παραγγελίες για τα τεύχη της LiFO θα γίνονται ξεχωριστά και θα αποστέλλονται ξεχωριστά από άλλες αγορές από το LiFO Shop.
Tα έξοδα αποστολής υπολογίζονται για κάθε τεύχος ξεχωριστά.
Σχετικά προϊόντα
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Χοσέ Μανουέλ Πουέρτας
Όταν ήταν μόλις δεκαοκτώ χρονών και είχε υπογράψει στην ομάδα της Σαραγόσα, ένα ισπανικό site είχε χαρακτηρίσει τον Γιάννη Αντετοκούνμπο ως τον «Έλληνα Μάτζικ Τζόνσον», χαρακτηρισμός που αποδείχτηκε προφητικός και πέρα για πέρα αληθινός.
Η πορεία του από το 2012 μέχρι σήμερα θυμίζει παραμύθι, με όλα τα στοιχεία που το κάνουν συναρπαστικό: παιδί μεταναστών από τη Νιγηρία, με παιδικά χρόνια δύσκολα, που έζησε το όνειρό του και στα μέσα της τρίτης δεκαετίας της ζωής του έγινε ο κορυφαίος μπασκετμπολίστας του κόσμου, υπογράφοντας το πιο ακριβό συμβόλαιο στην ιστορία του NBA. Με πρωτοφανή σωματικά χαρακτηριστικά και αστείρευτο μπασκετικό ταλέντο, αφήνει πίσω τους αντιπάλους με την ίδια ταχύτητα που στο παρελθόν έτρεχε για να βοηθήσει την οικογένειά του να βιοποριστεί.
Πανίσχυρος και δυναμικός κάτω από το καλάθι, έγινε θρύλος, που θα εμπνέει τις επόμενες γενιές. Ο Χοσέ Μανουέλ Πουέρτας, που έγραψε το βιβλίο για τη ζωή του, παρακολούθησε στενά την πορεία του από την αρχή της καριέρας του μέχρι τις μέρες της απόλυτης δόξας, αναζητώντας όσα είχε ζήσει στην Ελλάδα μέχρι τα δεκαοκτώ του. «Κάποιοι θα έλεγαν ότι ένας 26χρονος δεν αξίζει μια βιογραφία», λέει, «αλλά όσα συνέβησαν στον Γιάννη μέχρι να φτάσει στο NBA πρέπει να γίνουν γνωστά».
Και είναι τόσο συναρπαστικό το στόρι, που η Disney αποφάσισε να κάνει ταινία τη ζωή του στην Ελλάδα, πριν ακόμα γίνει «ο πρώτος του κόσμου». Το βιβλίο περιέχει συνεντεύξεις από ανθρώπους που τον γνώρισαν καλά, συναθλητές, φίλους, αλλά και υλικό από εφημερίδες, περιοδικά και ηλεκτρονικά μέσα που χτίζουν το προφίλ ενός ανθρώπου που πέτυχε το ακατόρθωτο, και διαβάζεται σαν μυθιστόρημα.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Χούλιο Κορτάσαρ
«Πρέπει να σας πω ότι αυτά τα μαθήματα τα αυτοσχεδίασα λίγο πριν έρθετε εσείς εδώ: δεν είμαι συστηματικός, δεν είμαι ούτε κριτικός ούτε θεωρητικός, οπότε αρχίζω να ψάχνω λύσεις μόλις μου τεθεί το πρόβλημα.»
Έτσι ξεκινάει το πρώτο από τα οκτώ μαθήματα που έδωσε o Χούλιο Κορτάσαρ, το φθινόπωρο του 1980, στους φοιτητές του Τμήματος Νοτιοαμερικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μπέρκλι (Καλιφόρνια). Τα μαθήματα αυτά, μόνο από καθέδρας διαλέξεις δεν είναι· πρόκειται για μια μεγάλη, εύφορη και ευφορική συζήτηση του Κορτάσαρ όχι μόνο με τους φοιτητές (με θέματα όπως οι ουσιώδεις διαφορές διηγήματος και μυθιστορήματος, το φανταστικό και ο ρεαλισμός, ο «κοινόχρηστος» χρόνος και ο αφηγηματικός χρόνος, η μουσική, το χιούμορ και ο ερωτισμός στη λογοτεχνία κ.ά.), αλλά και… με τον ίδιο του τον εαυτό και το έργο του.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Ο Λάκης έλειπε – Ο Λάκης Καραλής απ’ το «Supermarket» ώς το «Βαφείο»
Χαρίλαος Τρουβάς
Δυο βαλίτσες στο καράβι. Στη μία μια φλοκάτη και στην άλλη όλα μας τα υπάρχοντα. Μόλις φτάσαμε, δεν ξέραμε κανέναν. Δύσκολα χρόνια, και οικονομικά και συναισθηματικά. Ήμασταν και με τα δύο πόδια να γυρίσουμε πίσω. Χωρίς μέλλον, χωρίς τίποτα. Αλλά ήμασταν πολύ νέοι”. (Νίκη Αναστασέα)
“Ο Λάκης σιωπηλός στις συνεδριάσεις, ενώ ο Ναυπλιώτης σκίτσαρε για τη Μαμή. Και οι δυο τους δεν ήταν από αυτούς που θα παίρνανε μέρος σας κόντρες”. (Γιώργος Βότσης)
“Μόλις είδε ο Λάκης την κιθάρα ενθουσιάστηκε. Κι όταν κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος μ’ αυτό θέλει ν’ ασχοληθεί, να τραγουδάει με μια καλή κιθάρα, του είπα: “Κράτησέ την όσο θέλεις”. Και τότε το ‘πα στο σπίτι μου ότι τη χάρισα την κιθάρα. Είπα ότι τη χάρισα σε έναν άνθρωπο που είχε ταλέντο”. (Αλέκα Παπαρήγα)
Γνήσιος λαϊκός δημιουργός, εν πολλοίς αυτοδίδακτος, γι’ αυτό και γοητευτικός δάσκαλος, που με δάνεια από την παράδοση εξοφλεί το μέλλον. Ζει στο πλάι της κοινωνίας -ίσως για να τη βλέπει ολόκληρη- και ασκεί ήσυχος κι απερίσπαστος την τέχνη του χωρίς να τον νοιάζει να βγει στο προσκήνιο. Ένας άνθρωπος χαρισματικός και ισχυρά επιδραστικός στο οποίο κοινό του.
Μια έκφανση αυτού του τύπου δημιουργού υπήρξε ο συνθέτης και σκηνοθέτης Λάκης Καραλής.
Από την πολυτάραχη ζωή του περνάνε ένα σωρό προσωπικότητες. Μεγάλοι σταθμοί στην τέχνη του, η συμμετοχή του στα Τραγούδια του Αγώνα του Μίκη Θεοδωράκη, η ηχογράφηση του ιστορικού Supermarket στο Λονδίνο, η Θεατρική Λέσχη Βόλου, όπου και η βυζαντινή Αντιγόνη, το Εργαστήρι στο Λαύριο και το Θέατρο “Βαφείο” στον Βοτανικό.
Το βιβλίο αυτό είναι ένα πείραμα βιογραφίας και εργογραφίας μέσα από προφορικές αφηγήσεις συγγενών, συντρόφων, φίλων και συνεργατών του καθώς και μέσα από δημοσιεύματα και γραπτά ντοκουμέντα.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Βασίλι Γκρόσμαν
Ακόμα και να διαβάζεις κάτι τέτοιο είναι ανείπωτα δύσκολο. Ας με πιστέψουν οι αναγνώστες, μου είναι εξίσου δύσκολο να το γράφω. Μπορεί κάποιος να ρωτήσει: “Για ποιο λόγο να τα γράφουμε, για ποιο λόγο να το θυμίζουμε όλ’ αυτά;”
Το χρέος του συγγραφέα είναι να διηγείται τη φρικτή αλήθεια, το χρέος του πολίτη-αναγνώστη είναι να τη γνωρίζει. Όποιος στρέψει το βλέμμα από την άλλη, όποιος κλείσει τα μάτια και προσπεράσει, θα προσβάλει τη μνήμη των νεκρών.
Το κείμενο “Η Κόλαση της Τρεμπλίνκα” του Βασίλι Γκρόσσμαν είναι η πρώτη μαρτυρία στον κόσμο για στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο συγγραφέας είναι πολεμικός ανταποκριτής του ρωσικού στρατού που φτάνει στην Τρεμπλίνκα το καλοκαίρι του 1944. Ο Γκρόσσμαν προσπαθεί να περιγράψει στην Κόλαση της Τρεμπλίνκα το αδύνατο να ειπωθεί. Αγγίζει τα όρια της γραφής.
Εξετάζοντας τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά της Κόλασης της Τρεμπλίνκα που καλούνται να υπογραμμίσουν το πρωτόγνωρο και ανίερο της εξόντωσης χιλιάδων ανθρώπων, παρατηρεί κανείς ότι οι πληροφορίες ξεδιπλώνονται σιγά σιγά, διαδοχικά, παράλληλα με την πορεία θανάτου των πρωταγωνιστών αυτής της τρομακτικής αφήγησης. Ξεκινώντας από το ήρεμο, ειδυλλιακό τοπίο του πευκόφυτου, “πληκτικού”, καθώς λέει ο αφηγητής, τοπίου της πολωνικής επαρχίας, η πληροφόρηση του αναγνώστη ακολουθεί σαν σε κάποιου είδους θρίλλερ τη σταδιακή αποκάλυψη και συνειδητοποίηση της πραγματικότητας σε μια μαρτυρική διαδρομή προς το θάνατο και συγχρόνως προς την αλήθεια.
Στην Κόλαση της Τρεμπλίνκα ο Γκρόσσμαν παρατηρεί με ενάργεια και φρικιάζει με τη μεθοδικότητα και την οργάνωση της μαζικής δολοφονίας, την οποία παρομοιάζει επανειλημμένως με βιομηχανία: Πρόκειται, τονίζει, για το στρατόπεδο ως εργοστάσιο παραγωγής θανάτου, για “σφαγείο-ιμάντα παραγωγής”.
Με τον τίτλο ήδη του κειμένου του, ο Γκρόσσμαν αναφέρεται στην Τρεμπλίνκα ως “κόλαση” μιλώντας για “κύκλους” σε μια σαφή σύνδεση με την Κόλαση του Δάντη: “Ας περιηγηθούμε λοιπόν στους κύκλους της κόλασης της Τρεμπλίνκα”. Λίγο αργότερα αυτή ακριβώς τη μετωνυμία θα χρησιμοποιήσει και ο Πρίμο Λέβι.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Κεφάλια πέντε, ανάσες τέσσερες – 1941-1945 – Σκόρπιες μαρτυρίες παιδιού από την Κατοχή
Σταύρος Τσιώλης
«Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας είναι μυθιστόρημα; Είναι νουβέλα; Είναι διηγήματα; Είναι μια ιστορική διατριβή επιστήμονα; Τίποτα δεν είναι! Κάποια παιδικά αφηγήματα είναι. Μπορεί να έχουν και χρονολογικά λάθη, λάθος τοπωνυμίες, αλλά είναι αληθινά! Δεν υπάρχει πια κανένας φίλος μου να βεβαιώσει κάτι διαφορετικό. Είμαι δικαιωμένος!»
Με το γνωστό γλαφυρό ύφος και το ίδιο λεπτό χιούμορ που διατρέχει τις αγαπημένες ταινίες του, ο αξέχαστος Σταύρος Τσιώλης, μας παραδίδει, μετά θάνατον, ένα αφήγημα γεμάτο συγκινητικές μνήμες από την παιδική του ηλικία στην γενέτειρά του, την Τρίπολη, την περίοδο της Κατοχής.
Την ιδέα του έριξε ο παραγωγός Χρήστος Β.Κωνσταντακόπουλος στα γυρίσματα της τελευταίας του ταινίας Γυναίκες που περάσατε από ’δώ, ακούγοντας τις διηγήσεις του. To βιβλίο, που μόλις κυκλοφόρησε, αποτελεί την πρώτη εκδοτική δραστηριότητα της κινηματογραφικής εταιρείας παραγωγής FALIRO HOUSE PRODUCTIONS.
Η αφήγηση απλώνεται από το 1941, όταν ο σκηνοθέτης ήταν μόλις 4 ετών, έως και το 1945, αμέσως μετά την απελευθέρωση. Οι σκόρπιες μνήμες του Σταύρου Τσιώλη, που εντυπώνονται στο νου, συνθέτουν την εικόνα της ρημαγμένης από την πείνα και τις κακουχίες ελληνικής επαρχίας, υπό το πρίσμα ενός παιδιού και του μικρόκοσμού του: η (εκπάγλου καλλονής) μητέρα που πασχίζει να σώσει τον ασθενικό μικρό αδερφό, η αυτοθυσία της γειτονιάς και τα σωτήρια ρυζόγαλα, τα αποφάγια των Γερμανών, οι μικρές, καθημερινές πράξεις ηρωισμού, ο πατέρας που γυρίζει από την Αλβανία, ο βαρύς χειμώνας, οι εκτελέσεις ως αντίποινα στις ενέδρες του ΕΛΑΣ, οι δωσίλογοι και οι καταδότες…
Οι μαυραγορίτες, ναι, αλλά και οι μπακάληδες που βοήθησαν, οι ταβερνιάρηδες που προσέφεραν ένα πιάτο φαί, οι ζαχαροπλάστριες που κέρασαν ένα χωνάκι τον μικρό Σταύρο και τον αδερφό του, τον Λάκη, που δεν ήξεραν τι θα πει λιχουδιά, παρά μόνο αφόρητη πείνα -χαρίζοντάς τους μια ανεκτίμητη παιδική ανάμνηση. Παιδιά που αντίκριζαν τον θάνατο έξω από τα σπίτια τους, που βλέπαν δικούς τους να κείτονται νεκροί ή να διώκονται λόγω αντιστασιακής δράσης, που πάλευαν να επιβιώσουν ξεθάβοντας βόλια από τις εκτελέσεις και τις ασκήσεις των Γερμανών για να πουλήσουν το περιζήτητο μολύβι, που ξεγελούσαν την πείνα τους με την κορινθιακή σταφίδα και, στα δύσκολα, κατέφευγαν στο Μαίναλο.
Η σύλληψη του παππού, τα πρώτα σημάδια εμφύλιου διχασμού, οι διώξεις, οι μάχες των ανταρτών με τους ταγματασφαλίτες, οι διαψευσμένες ελπίδες, η φυλάκιση του πατέρα στην Ακροναυπλία… Αλλά και τα πρώτα σκιρτήματα του μικρού Σταύρου, που …λιγοθυμά μπροστά σε κορίτσια-οπτασίες, προβληματίζοντας τον θείο Χρήστο: «Άρχισες τους έρωτες από έξι χρονώ; Κακομοίρη, θα σου πιουν το αίμα οι γυναίκες!». Αυτές οι γυναίκες έμελλε να παίξουν σημαντικό ρόλο στην κινηματογραφική πορεία του έλληνα δημιουργού που πέρυσι έφυγε από κοντά μας…
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Νάσια Διονυσίου
Μέσα από τις ημερολογιακές σημειώσεις ενός Κύπριου δημοσιογράφου ξεδιπλώνεται η ιστορία των βρετανικών στρατοπέδων της Αμμοχώστου – των «camps», που οι Κύπριοι τα είπαν «Κάμπους»· εκεί όπου, μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο πριν από την ίδρυση του Ισραήλ, κρατήθηκαν Εβραίοι πρόσφυγες.
Ακούγοντας τις μαρτυρίες των προσφύγων, ο δημοσιογράφος ανασυνθέτει την παροντική τους κατάσταση και τις προσδοκίες τους για το μέλλον, όλα με φόντο το πιο ακραίο κακό που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.
Τα απόκοσμα όνειρα που ταράζουν τις νύχτες του ήρωα ξετυλίγουν τη «Φούγκα του θανάτου», το πιο γνωστό ίσως ποίημα για το Ολοκαύτωμα, του Πάουλ Τσέλαν, που, σ’ ένα συμβολικό κράμα παραίσθησης και πραγματικότητας, μέσα απ’ τα μάτια του δημοσιογράφου γίνεται μια φιγούρα που περιφέρεται στο στρατόπεδο.
Η ημερολογιακή αφήγηση διακόπτεται από τρεις παράλληλες ιστορίες, τοποθετημένες στον ίδιο χώρο και χρόνο, σε γλώσσα που συχνά ταλαντεύεται μεταξύ της ελληνικής και της κυπριακής παραλλαγής της. Μια αγρότισσα κρύβει στο σπίτι της έναν Γερμανό αιχμάλωτο που δραπέτευσε. Μέσα από την ανάμνηση ενός σεφαραδίτικου τραγουδιού, μια Εβραία της Θεσσαλονίκης μνημονεύει την πόλη και τους νεκρούς της.Ένας νεαρός οδηγός, Μεγάλη Παρασκευή, βγάζει κρυφά μερικά παιδιά από το στρατόπεδο.
Το βιβλίο πραγματεύεται σε πρώτο επίπεδο το Ολοκαύτωμα και τις συνθήκες ζωής στα στρατόπεδα κράτησης. Σε παράλληλη ωστόσο πορεία λανθάνουν κι άλλα: Η ένταση των Κυπρίων που σιγοβράζει κάτω από τον αποικιοκρατικό ζυγό κι ο κατοπινός ξεριζωμός από την ίδια την πόλη της Αμμοχώστου.
Η εναλλαγή ρόλων –γηγενείς και πρόσφυγες, ριζωμένοι και εκδιωγμένοι, διώκτες και διωκόμενοι– μέσα στην αέναη περιστροφή της ιστορικής συγκυρίας. Η απώλεια του τόπου και του ανήκειν κι η αδυναμία της γλώσσας να την περιγράψει. Η ανθρωπιά ως τελευταίο ανάχωμα μπροστά στον φόβο, την τυφλότητα και το μίσος.
Ποια η σχέση ιστορίας και μνήμης, ποιες οι δυνάμεις της καταστροφής και ποιες οι δυνάμεις της καλοσύνης: Αυτά είναι τα ερωτήματα που συνοψίζονται στο μεγάλο ερώτημα του βιβλίου: «Τι είναι ένας κάμπος».
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Άρης Αλεξάνδρου
«Δεν ανήκω σε κανένα κόµµα και σε καµιά πολιτική οργάνωση. Δεν είµαι µέλος καµιάς εκκλησίας. Δεν είµαι οπαδός καµιάς θρησκείας. Όπως το ’χω ξαναπεί, Δεσµώτης τήδε ίσταµαι τοις ένδον ρήµασι πειθόµενος. Έχοντας περάσει από τα ξερονήσια και τις φυλακές, νιώθω πως είµαι συγκρατούµενος όχι µόνο µε όσους υποφέρουν στα φασιστικά στρατόπεδα, µα και µε όσους βασανίζονται στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Νιώθω αλληλέγγυος και συνυπεύθυνος µε όσους αγωνίστηκαν, αγωνίζονται και θα αγωνιστούν εναντίον όλων των τυράννων, εστεµµένων και τραγιασκοφόρων, εναντίον όλων των δεσποτών, γαλονάδων και ρασοφόρων». Από τα «Ένδον ρήµατα»
Δεκατρία κείµενα µε σκέψεις και απόψεις. Για την ορθογραφία, για την έκφραση και το θέµα στη λογοτεχνία, για τις µεταφράσεις, για τους ποιητές και τα βραβεία· για τον Μαγιακόβσκι και τον Έρενµπουργκ, για τη σοβιετική σκέψη· για την πολιτική. Κείµενα δηµοσιευµένα σε διάστηµα σαράντα χρόνων (1937-1975), στα περιοδικά «Νεοελληνικά Γράµµατα», «Καλλιτεχνικά Νέα», «Καινούρια Εποχή», «Επιθεώρηση Τέχνης», «Εποχές» κ.ά., στα οποία ο συγγραφέας του Κιβωτίου συµπεριέλαβε ένα θεατρικό έργο και ένα σενάριο, όλα παραδείγµατα της αδογµάτιστης σκέψης του.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Επιστολές στην αδελφή του Ιωάννα (1946-1952), Δεύτερος Τόμος
Γιώργος Σεφέρης
Οι επιστολές του Σεφέρη στην αδελφή του Ιωάννα Τσάτσου, ουσιαστικά συνιστούν μιαν «αδιατάραχτη στρωματογραφία» ολόκληρης της ενήλικης ζωής του ποιητή. Παρουσιάζουν αντιστικτικά, για κάθε μια διακριτή περίοδο, ανάγλυφη την εξέλιξη της προσωπικής, της ποιητικής και της υπηρεσιακής του ζωής, περισσότερο από τα ημερολόγιά του ή άλλη αλληλογραφία του.
Απευθυνόμενος στην κατά δύο χρόνια μικρότερη αδελφή του, της γράφει για όλα, σημαντικά και ασήμαντα, εντελώς αυθόρμητα, χωρίς αναστολές, ιδιαίτερα για τα προσωπικά του θέματα, τα βαθιά του συναισθήματα, για όλες τις μικρές χαρές του, για όλους τους δισταγμούς και τους καημούς του, προσωπικούς και υπηρεσιακούς.
Πολλές φορές της γράφει εξομολογητικά, με έναν τόνο απογοήτευσης και πικρού παράπονου, ενώ άλλοτε, κάνοντας τους προσωπικούς του απολογισμούς, εκφράζει τις ενδόμυχες σκέψεις του με αισθήματα βαθιάς μελαγχολίας ή και απόγνωσης. Όμως, άλλες φορές, λιγότερο συχνά, γράφει με ένα χαριτωμένο χιούμορ ή έναν παιγνιώδη αυτοσαρκασμό αποφορτίζοντας το τραγικό κλίμα των επιστολών.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Γιάννης Ρίτσος
Μια ζωή επιστήθια φίλη του Γιάννη Ρίτσου και σύντροφος του Άρη Αλεξάνδρου από το 1959, η ποιήτρια και δημοσιογράφος Καίτη Δρόσου (1924-2016), λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό της, εμπιστεύτηκε στην πανεπιστημιακό Λίζυ Τσιριμώκου έναν μικρό θησαυρό: τα δελτάρια του Ρίτσου από τόπους εξορίας –τη Λήμνο, τη Μακρόνησο, τον Αϊ-Στράτη– προς την ίδια, καθώς και τα γράμματά του προς εκείνη και τον Αλεξάνδρου επί δικτατορίας, όσο ζούσαν αυτοεξόριστοι στο Παρίσι, τα οποία βρίσκονται από το 2008 συγκεντρωμένα στον τόμο Τροχιές σε διασταύρωση (εκδ. Άγρα).
Η Καίτη Δρόσου υπήρξε αποδέκτης της αστείρευτης θετικής ενέργειας του Ρίτσου από τα 16 της, επί Κατοχής, όταν οι ερασιτεχνικοί καλλιτεχνικοί κύκλοι λειτουργούσαν σαν συγκοινωνούντα δοχεία με τους επαγγελματικούς. Ο Αλεξάνδρου βρέθηκε στην παρέα του Ρίτσου, ανεξάρτητα από εκείνη, χάρη στον συμμαθητή του από το Βαρβάκειο Ανδρέα Φραγκιά. Η συμπάθεια ήταν αμοιβαία αλλά η δουλειά τους στον Γκοβόστη ήταν που τους έφερε κοντά – ώρες ατέλειωτες σκυμμένοι πάνω από τυπογραφικά δοκίμια, ο Αλεξάνδρου μετέφραζε από τα ρωσικά και ο Ρίτσος τα ξανακοίταζε με έναν ρωσόφωνο ακόμη, για να μην ξεφύγει λάθος πουθενά…
Ακράδαντα πειστήρια του ήθους, της πληθωρικής προσωπικότητας και των ποιητικών ανησυχιών του Ρίτσου, τα γράμματα που απλώνονται στο Τροχιές σε διασταύρωση πιστοποιούν τη φιλία που ένωσε τους τρεις ομοτέχνους σε πολύ δύσκολους καιρούς, τότε που οι διώξεις και τα βασανιστήρια των αριστερών βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη και τα συντροφικά μαχαιρώματα έρχονταν να προκαλέσουν κι άλλες, συχνά ανεπούλωτες πληγές. Κι ακόμα, φανερώνουν τις «ωδίνες τοκετού» ενός από τα σπουδαιότερα έργα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, του Κιβωτίου.
Ο Αλεξάνδρου, έχοντας παραδεχτεί μέσα του την ήττα του εμφυλίου, διέσχισε τα χρόνια της εξορίας του απομονωμένος από τους συντρόφους του, κι ας είχε σπεύσει ο Ρίτσος να εγγυηθεί γι’ αυτόν ότι είναι τίμιος και ότι δεν θα βλάψει το Κόμμα ποτέ. Ωστόσο, οι δρόμοι τους χώρισαν. Έπρεπε να φτάσει το ’58, οπότε επέστρεψε και ο Αλεξάνδρου από τη Γυάρο στην Αθήνα, για να μιλήσουν ξανά. Επί χούντας, πιάνουν και πάλι να αλληλογραφούν. Ο Ρίτσος, κάθε φορά που λαμβάνει αποσπάσματα του Κιβωτίου από το Παρίσι, εγκαρδιώνει τον φίλο του και τον επικροτεί. «Είναι ένα όργιο φαντασίας», θα του γράψει όταν το διαβάσει ολοκληρωμένο, «που καλύπτει την ιστορική πραγματικότητα κι αποκαλύπτει την άλλη πραγματικότητα της πιο πειστικής φαντασίας, της γεννημένης απ’ τους καθημερινούς εφιάλτες της ασυνεννοησίας, της καταπίεσης, της υποχρεωτικής συγκατάβασης».
Σύμφωνα με τη Δρόσου, το θέμα με τον Ρίτσο και τον Αλεξάνδρου δεν ήταν να τα βρουν στα ιδεολογικά. Το θέμα ήταν ποιος θα κάνει πρώτος την κίνηση να βγάλει το χαρτί από την τσέπη, ποιος, δηλαδή, θα προκαλέσει ξανά συζήτηση πάνω σε ένα γραπτό, όπως θα μιλούσε στον δάσκαλό του…
Σταυρούλα Παπασπύρου
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Εντουάρ Λουί
«Για μεγάλο μέρος της ζωής της η μητέρα μου έζησε μες στη φτώχεια και την ανάγκη, στο περιθώριο, τσακισμένη και πολλές φορές ταπεινωμένη από τη βία των αντρών. Η ύπαρξή της έμοιαζε να οριοθετείται απολύτως από τη διπλή κυριαρχία που ασκούνταν πάνω της, την κυριαρχία της τάξης και την ανδρική κυριαρχία. Κι όμως, μια μέρα, στα σαράντα τέσσερά της, εξεγέρθηκε ενάντια σε αυτή τη ζωή, έφυγε, και σιγά σιγά θεμελίωσε την ελευθερία της. Το βιβλίο είναι η ιστορία αυτής της μεταμόρφωσης.»
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Ελένη Βαροπούλου
Με ένα υβριδικό κείμενο μεταξύ αυτοβιογραφικής αφήγησης, δοκιμίου, παράθεσης ιστορικών γεγονότων και συγκέντρωσης ταξιδιωτικών εντυπώσεων, η Ελένη Βαροπούλου, κριτικός, θεωρητικός του θεάτρου και μεταφράστρια, ανατρέχει σε στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή της.
Στην αναδρομή αυτή αναδεικνύονται οι προσωπικές εμπειρίες, τα συναισθήματα, η αίσθηση των τοπίων, της Φύσης και της πραγματικότητας των αντικειμένων, χωρίς όμως να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα ο στοχασμός γύρω από θέματα αισθητικού και πολιτικού περιεχομένου, οι σκέψεις για το ζήτημα του χρόνου, οι μαρτυρίες για το θέατρο, οι προσεγγίσεις λογοτεχνικών κειμένων, έργων τέχνης, φιλοσοφικών ιδεών.
Και για τις διαδικασίες πολιτικοποίησης ή για τη συνύφανση των διαφορετικών πολιτισμών στις χώρες τις οποίες επισκέφτηκε, κάνει λόγο η Ελένη Βαροπούλου, η οποία επί δεκαετίες είχε δραστηριοποιηθεί σε τομείς του πολιτισμού, προωθώντας πάντα τις νέες θεατρικές τάσεις, ενώ παράλληλα εργαζόταν για μια νέου τύπου θεατρική παιδεία. Με αστείρευτο πάθος περιηγήθηκε δεκάδες χώρες της Ευρώπης και των άλλων ηπείρων, ταξίδεψε από την Ιαπωνία μέχρι τον Καναδά, το Μαρόκο, το Ιράν, τη Ρωσία, την Κίνα, τις Ηνωμένες Πολιτείες, και από την Αυστραλία μέχρι τη Λατινική Αμερική.
Γνώρισε και συναναστράφηκε ανά την υφήλιο σημαντικές προσωπικότητες από το πνευματικό, καλλιτεχνικό και πολιτικό στερέωμα, ενώ υποστήριξε εμπράκτως τις ενσυνείδητες πολιτικές και πολιτιστικές δράσεις. Το βιβλίο είναι μια αυτοβιογραφία με το βλέμμα στραμμένο προς το πνεύμα της εποχής, καθώς ο ενθουσιασμός για τη ζωή και τη δράση συνυπάρχει με πολλές απορίες και ερωτήματα.
Βιογραφία - Μαρτυρίες
Η Αυλή του Χίτλερ – Ο στενός κύκλος του Φύρερ στο Τρίτο Ράιχ και μετέπειτα
Χάικε Γκερτεμάκερ
Ποιοι βοήθησαν τον Χίτλερ να καταλάβει την εξουσία; Ποιοι αποτελούσαν τον στενό κύκλο του; Ποιοι του ασκούσαν τη μεγαλύτερη επιρροή; Ποια προνόμια απολάμβαναν; Τι απέγιναν μετά το τέλος του πολέμου;
Η ιστορικός Heike B. Görtemaker καταρρίπτει τον μύθο του «μοναχικού» Χίτλερ. Παρουσιάζει άγνωστα μέχρι σήμερα ντοκουμέντα που αποδεικνύουν ότι ήδη από τη δεκαετία του 1920 ο Χίτλερ είχε πάντα ανθρώπους που φρόντιζαν την εικόνα του και του εξασφάλιζαν χρήματα και «υψηλούς» συμμάχους σε διάφορες χώρες. Μας μεταφέρει στο πολυτελές ορεινό καταφύγιό του και παρακολουθεί την καθημερινότητα της «Αυλής» του.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον ρόλο των γυναικών της «Αυλής», στην πανίσχυρη Μάγκντα Γκέμπελς, στην αδελφή του Νίτσε, στην κόρη του Βάγκνερ και στις πολύ νεαρές ερωμένες του «Φύρερ»: από την ανιψιά του μέχρι την Εύα Μπράουν.