Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ «ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ ΤΩΝ ΒΑΛΤΩΝ»

Από τον Βασίλη Ζηλάκο

Γουίλφρεντ Θέσιγκερ, Οι Αραβες των βάλτων, μτφρ.: Αρης Μπερλής, εκδόσεις Τσαγκαρουσιάνος, σ. 403, 20 ευρώ

Κρατώ στα χέρια μου την πρώτη ελληνική μετάφραση του αριστουργηματικού χρονικού Οι Αραβες των βάλτων (1964) του Γουίλφρεντ Θέσιγκερ και ταξιδεύω με τη μνήμη μου λίγα χρόνια πριν, στον Μάρτιο του 2005, όταν με το Τμήμα Ανθρωπολογίας του καναδικού Πανεπιστημίου McGill ταξίδεψα στους ίδιους ακριβώς τόπους όπου για περίπου εφτά χρόνια έζησε αυτός ο μεγάλος εξερευνητής και πλάνης ρομαντικός, από το 1951 έως το 1958.

Γεννημένος το 1910 στην Αντίς Αμπέμπα της Αβησσυνίας, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας από τη Μεγάλη Βρετανία (βαρόνοι του Τσέλμσφορντ), ο Γουίλφρεντ Θέσιγκερ ήταν ένας εκ των τελευταίων επιγόνων της μεγάλης παράδοσης των ασκητικών και ριψοκίνδυνων ανθρώπων της κληρονομιάς του Ουίλιαμ Μπλέικ και του Τζον Ράσκιν. Αδιάφορος για τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής του, ή μάλλον παρακινούμενος από τις βάσιμες υποψίες του για το ανατέλλον άστρο της παγκόσμιας τεχνικής, που σύντομα θα σκέπαζε στην αχλή του μύθου πανάρχαιες παραδόσεις, μα κυρίως ωθούμενος από τον οιστρήλατο νόστο του Ανοικτού που τον διακατείχε από νεαρή ηλικία, ο Θέσιγκερ επένδυσε τον χρόνο του δρασκελώντας μερικές από τις τότε πιο φιλόξενες και φωτεινές πτέρυγες των περιοχών της γης – Σουδάν, Νταρφούρ, Τσαντ, Αραβία, Περσία, Κουρδιστάν, Ιράκ, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Δυτική Αφρική, Κένυα. Εκεί όπου οι άνθρωποι ήσαν τυφλά εναρμονισμένοι με το Αίσθημα ως αντίστιξη στον Λόγο, και παρέμεναν αυθεντικοί -αν όχι ουσιωδώς αυτόνομοι τόσο σε θεσμικό όσο και σε υπαρξιακό επίπεδο-, επαργυρώνοντας τη στοιχειακά απλή αλλά και σκληρή πραγματικότητα της φυσικής ζωής με αξίες που αντλούσαν τα ουσιώδη γνωρίσματά τους μέσα από τους προαιώνιους δεσμούς της ανθρώπινης ύπαρξης με το χώμα.

Καταγράφοντας με τρόπο βαθύτατα ποιητικό τους πολιτισμούς μη ευρωπαίων λαών, ο Θέσιγκερ παρέδωσε ένα πολύτιμο υλικό, εξίσου ενδιαφέρον, τόσο από λογοτεχνική όσο και από επιστημονική άποψη, γύρω από τον καθημερινό βίο και τις πρακτικές αυτών των πολιτισμών, οι οποίοι μακριά από την κάποτε για όλους παραμορφωτική επίδραση της τεχνολογίας, του θρησκευτικού δόγματος και της πολιτικής ιδεολογίας -επιδράσεις που σχεδόν ποτέ δεν συμπληρώνουν εμπειρικά τον φυσικό βίο αλλά έρχονται να ελέγξουν, να μετασχηματίσουν και στο τέλος να αναιρέσουν τον ήδη υπάρχοντα σε αυτόν αξιακό πλούτο- αποτελούν κραυγαλέα αντίθεση στις κοινωνίες τού σήμερα, που υιοθετούν ακραιφνώς ανορθολογικές συμπεριφορές, άλλοτε κάτω από την ομπρέλα ενός ψευδεπίγραφου ορθολογισμού και άλλοτε κάτω από τη σκιά ενός φανατικού και σκαιού φονταμενταλισμού. Κυρίως παρέδωσε ένα υλικό που εξαιτίας του διασώθηκαν από τη θύελλα της λήθης μοναδικές οπτικές εντυπώσεις από τοπία, πρόσωπα και καθημερινές δραστηριότητες του παρελθόντος.

Κρατώ στα χέρια μου αυτό το βιβλίο και ακόμη θυμάμαι τη φωτιά που είχαμε ανάψει στον καταυλισμό των Μαντάν, στα γκρίζα περίχωρα της Αμάρα, στα βορινά πρόθυρα των πάλαι ποτέ μεγάλων βάλτων, εκεί όπου οι σεΐχηδες των φυλών των βάλτων στέγαζαν κάποτε το βιος τους, μέσα σε επαύλεις, όποτε οι οικογένειές τους δεν βρίσκονταν στη Βαγδάτη ή στην Μπάσρα. Θυμάμαι τη σχεδόν πένθιμη σιωπή και τον κόμπο που αισθανόμασταν στον λαιμό κάθε φορά που μια φλόγινη ανταύγεια φώτιζε τα πρόσωπα των παρευρισκόμενων Αράβων και μαζί τους τα πρόσωπα των περίπου 250.000 αδελφών τους που ζουν ακόμη στα εναπομείναντα χωριά των βάλτων (ανατολικά του Τίγρη), ή διασκορπισμένοι αλλού, στις σιιτικές ζώνες του νότιου Ιράκ και στο Ιράν. Θυμάμαι την αναπάντεχη φιλοξενία που ο αναγνώστης του Θέσιγκερ συναντά ατόφια κατά μήκος του χρονικού – όταν έφτασε η στιγμή να αναχωρήσουμε για το αμερικανικό στρατιωτικό αεροδρόμιο της Βαγδάτης, κανείς τους δεν προσφέρθηκε να φορτώσει τις αποσκευές μας μη θέλοντας να δείξει πως μας διώχνει.

Θυμάμαι, τέλος, την ξηρασία που απονέκρωνε ώς και την τελευταία σφύζουσα από ζωή αρτηρία του κορμιού μου. Είχαμε μόλις επιστρέψει από το τριήμερο οδοιπορικό στον χερσότοπο της περιοχής νότια από την πόλη της Αμάρα και ήταν το βράδυ της 27ης Μαρτίου. Από την Παλαιά Διαθήκη διάβαζα ειδικά το εδάφιο 14 του δεύτερου κεφαλαίου. Αυτό που τοποθετεί τον κόσμο των πρωτόπλαστων σε αυτήν ακριβώς τη γωνιά της γης, βόρεια του Περσικού κόλπου (…). Βρισκόμουν, λοιπόν, στην Εδέμ, με μία όμως σημαντική καθυστέρηση κάποιων χιλιάδων ετών ή, για να ακριβολογήσω, περίπου δύο δεκαετιών: στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ο Σαντάμ Χουσεΐν είχε διατάξει την κατασκευή τεράστιων φραγμάτων, τα οποία παροχετεύοντας αλλού τα νερά του Τίγρη και του Ευφράτη θα προκαλούσαν την αποξήρανση μιας έκτασης 20 τετραγωνικών χιλιομέτρων, σχεδόν όση η Πελοπόνησσος. Ετσι, πίστευε, θα εκμηδένιζε την ισχύ των σιιτών Μαντάν (περίπου 500.000 τότε), που του αντιστέκονταν όπως την εποχή του Λόρενς αντιστέκονταν στους Τούρκους.

Οι ατέλειωτοι καλαμιώνες, οι ανοιχτοί ορίζοντες αλλού, το στεγνό έδαφος της γης, σκληρό σαν τη σβουνιά, οι κρωγμοί μιας χήνας, το ανάλαφρο πέταγμα των φαλαριδών, την άνοιξη τα καλοβατικά πουλιά, όπως οι τουρλίδες και οι κοκκινοσκέληδες, οι ερωδιοί και οι χουλιαρομύτες, η λάσπη στις όχθες των καναλιών και των μυριάδων παραποτάμων, το τραγούδι των αγοριών μέσα στο λυκόφως, το μούγκρισμα των βουβαλιών, το καθρέφτισμα των άστρων πάνω στις λιμνοθάλασσες, τα μονόξυλα αραδιασμένα πάνω στις όχθες των παραποτάμων, ο κοασμός των βατράχων, οι θύσανοι των σύννεφων στον αχνογάλανο ή πορφυρό ουρανό, η σπειροειδής κίνηση του καπνού βγαίνοντας μέσα από τα καλάμια ενός μουντίφ ή ενός σπιτιού, η φωτιά που θα έψηνε τον καφέ ή το τσάι για το πρόγευμα ή το απόδειπνο, το λασπερό ψωμί, η γαλήνη και η άτμητη συνέχεια ενός κόσμου που ανάσαινε ταπεινός και μεγαλοπρεπής συνάμα μες στα νερά· έτσι κάπως συνθέτει στη φαντασία του ο σύγχρονος επισκέπτης τη μουσικότητα των βάλτων που με πιστότητα και αμεσότητα εντυπώνει ο Θέσιγκερ στο βιβλίο του. Μα προπάντων οι Μαντάν, οι σκληροτράχηλοι και υπερήφανοι Αραβες που ήταν ξαδέλφια των Μπεντού και ζωντάνευαν αυτόν τον τόπο επί χιλιάδες χρόνια.

Οι βάλτοι, όπως μας πληροφορεί ο Αγγλος περιηγητής, ήταν το αποτέλεσμα της υπερχείλισης των υδάτων του Τίγρη και του Ευφράτη και χωρίζονταν σε τρία τμήματα: στους κεντρικούς και ανατολικούς βάλτους που υδατώνονταν από τον Τίγρη, και στους νότιους που υδατώνονταν από τον Ευφράτη. Κυλούσαν σε μια περιοχή της οποίας ο αιγιαλός συνεχίζει να παραμένει αναλλοίωτος από τα βιβλικά χρόνια. Ο Θέσιγκερ αφιερώνει τα 25 κεφάλαια του βιβλίου του αποκλειστικά και μόνο στους κεντρικούς και ανατολικούς βάλτους, δίνοντας όμως το βάρος στους πρώτους. Οι νότιοι βάλτοι τού ήταν σχεδόν άγνωστοι. Ετσι οι Μαντάν που αναφέρει, ανήκαν στις φυλές των κεντρικών και ανατολικών βάλτων.

Κατά βάση ένα ανθρωποκεντρικό βιβλίο, Οι Αραβες των βάλτων είναι μια εκτενής γεωγραφία του προσώπου αυτών των ανθρώπων που ζούσαν στο περιθώριο της ιρακινής κοινωνίας, και για τους οποίους οι υπόλοιποι Ιρακινοί -οι ίδιοι διχασμένοι ανάμεσα στο αυστηρό τυπικό της μουσουλμανικής θρησκείας και στον αφελή ενθουσιασμό τους για οτιδήποτε δυτικότροπο- έτρεφαν βαθιά προκατάληψη που σχετιζόταν τόσο με τα σουνιτικά τους πιστεύω όσο και με τον αντισυμβατικό τρόπο ζωής των Μαντάν. Το βιβλίο βρίθει από αναφορές σε ολόγυμνα αγόρια, ενώ γίνονται αναφορές σε γυναίκες που ντύνονταν ως άντρες επειδή είχαν διακριθεί στη μάχη, και σε άντρες που ήθελαν να γίνουν γυναίκες και γίνονταν αποδεκτοί. Αυτά όμως τα χαρακτηριστικά έχουν άμεση συνάφεια τόσο με τις θρησκευτικές συνήθειες των Μαντάν όσο και με τη γενική κοσμοθεωρία τους. Ακόμη και σήμερα λίγοι από αυτούς προσεύχονται πέντε φορές την ημέρα, ενώ οι περισσότεροι τρώνε ζώα που δεν έχουν αποβάλει το αίμα τους. Από την άλλη, οι Μαντάν περιφρονούν τον πλούτο και το εμπόριο και εκτιμούν τον άνθρωπο από τις εξωτερικές αρετές του, που είναι η γενναιότητα, η ευγένεια και η ικανότητα να προσφέρει φιλοξενία και να αποδίδει δικαιοσύνη εκεί όπου χρειάζεται. Τέλος, η κατανόησή τους περί κοινωνικής ιεραρχίας, ο σεβασμός δηλαδή που δείχνουν απέναντι σε αυτόν που ηγείται λόγω καταγωγής και χαρακτήρα, πηγάζει άμεσα από την ανάγκη τους για φυσική επιβίωση. Θα μπορούσαμε να ομοιάσουμε αυτό τον κόσμο με το ομηρικό σύμπαν, το οποίο αυτοεπικυρώνεται με και μέσα από το λαμπηδοφόρο φαίνεσθαι, δίχως να διαμεσολαβεί η επικάλυψη της πρωταρχικής επαφής του ανθρώπου με το φαινόμενο διά του χωρισμού του όλου σε υποκείμενο και αντικείμενο. Ενας κόσμος άμεσος και σφύζων από παρθένα ζωντάνια, όπου το διονυσιακό και το απολλώνιο συνιστούν μεγέθη σύμφυτα και εναρμονισμένα το ένα με το άλλο.

Από αυτά θα ήταν λάθος να εικάσουμε πως το βιβλίο είναι γραμμένο ως μια ανθρωπολογική – εθνολογική επιθεώρηση. Ακόμη και οι μύριες πολύτιμες αναφορές που γίνονται στο οικοσύστημα των βάλτων είναι μέρος μιας αφήγησης που κυλά σε πρώτο πρόσωπο, με δράση που ορίζεται από κεντρικά πρόσωπα, κομπάρσους, ήρωες, αντι-ήρωες, παρεμβαλλόμενους διαλόγους και επαναλαμβανόμενα μοτίβα (το κυνήγι της χήνας και του αγριογούρουνου, η χαμηλόφωνη κουβέντα γύρω από τη φωτιά σιγοπίνοντας τσάι και καφέ στα μουντίφ -έτσι λέγονται οι ξενώνες σε κάθε χωριό, που ανήκουν στον φύλαρχο του χωριού και λειτουργούν ακόμη και σήμερα, κάποιοι ως κέντρα λήψης αποφάσεων προς διευθέτηση πρακτικών, δικαστικών και νομοθετικών ζητημάτων-, κ.ά.). Αυτή η αφήγηση έχει τη δομή ενός κλασικού μυθιστορήματος, δηλαδή αρχή, μέση και τέλος, όπου μάλιστα οι σημασίες των πραγμάτων και των καταστάσεων φωτίζονται μέσα από την εκτύλιξη της, έστω υποτυπώδους, πλοκής. Ετσι ο συγγραφέας αποτυπώνει το πνεύμα αυτής της κοινωνίας μέσα από το συγκεκριμένο, το μερικό και το αποσπασματικό. Η επαγωγή είναι η μέθοδος του Θέσιγκερ, όμως με μία ειδοποιό διαφορά. Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να συνάξει γενικά συμπεράσματα γιατί γνωρίζει καλά ότι δεν είναι ούτε εθνολόγος ούτε ανθρωπολόγος. Ενδιαφέρεται όμως να αναδείξει τον τόπο εν τη αενάω γενέσει του· μέσα στο φως της ημέρας. Τον ζωντανό οργανισμό που κρύβεται όχι πίσω, αλλά μέσα στα φαινόμενα. Την ποιητικότητα ενός κόσμου για τον οποίο προφητικά και αξιοπερίεργα αναφέρει πως εξαιτίας των πολιτικών αναταραχών που μαστίζουν τη χώρα «πιθανόν σε λίγο καιρό οι βάλτοι να αποξηρανθούν» (σ. 31).

Από την άλλη, η νατουραλιστική αφήγηση, η εμπλοκή (αλλά όχι η ταύτιση) του αφηγητή στα αφηγημένα, ο εικονισμός, οι έξοχες μεταφορές και ο υπερβολικός τονισμός λεπτομερειών, γνωρίσματα του έργου που αποσκοπούν στην περιγραφική πληρότητα, και τα οποία, όπως παρατηρεί ο εξαίσιος μεταφραστής του στη διαφωτιστική εισαγωγή του, συναντάμε σε καλά ταξιδιωτικά βιβλία αλλά και στην ανακλητική ποίηση, -φέρ’ ειπείν του Καβάφη-, δεν μεταβιβάζουν απλώς στον συγγραφέα και τον αναγνώστη την πρωταρχική αίσθηση μιας πραγματικότητας, την αίσθηση της παρουσίας του άλλου, ως απόλυτου μεγέθους που προσφέρεται για αναπαράσταση· του αλλότριου προς τη συνείδηση μέσα στη μοναδικότητά του. Ο Θέσιγκερ, σαν ένας άλλος Βελάσκεθ, ζωγραφίζει τη δική του Las Meninas. Οπως ο Ισπανός δάσκαλος πρώτος στην ιστορία του χρωστήρα όρισε μορφικά σε αυτό το έργο την εικόνα μέσα από το βλέμμα του θεατή, διατηρώντας όμως ακέραιη την ανεξαρτησία του έργου καθώς και τη ρεαλιστικότητα της παράστασης, έτσι κι εδώ ο Αγγλος περιηγητής, ενώ κινεί τις μορφές του συμμετέχοντας ο ίδιος στον κόσμο τους, ως μονάδα ξεχωριστή καταφέρνει να τον εκφράσει αντικειμενικά κι άλλο τόσο εσωτερικά. Σαν ο ίδιος να είναι Μαντάν. Το βιβλίο Οι Αραβες των βάλτων μάς εμφανίζει τον κόσμο ως σχέση.

Ο Θέσιγκερ αναφέρει πως έζησε μαζί με τους Αραβες των βάλτων επειδή απλώς του άρεσε να ζει μαζί τους, μια μαρτυρία ευνόητα πιστευτή, μα όχι και τόσο εξομολογητικά ιδεατή. Γιατί πίσω από αυτές τις λέξεις κρύβεται ένα βαθύ τραγικό πνεύμα, σύνηθες στη μεταπολεμική Ευρώπη και με ρομαντικές καταβολές, που ήθελε να αντισταθεί στην εγωκεντρική δυσχέρεια της λογοκρατούμενης Δύσης, στον αναδυόμενο μονολιθισμό της τεχνικής και στον αντίποδά του, αυτού της θρησκείας, όπως επίσης και στον φανατισμό των ιδεολογιών και στον υποβόσκοντα θρησκευτικό φονταμενταλισμό που σύντομα θα επικρατούσε· ένα πνεύμα το οποίο ήταν διατεθειμένο να πολεμήσει για έναν κόσμο πολυπρισματικό, φωτεινό και αέναα αναστοχαζόμενο, όπου οι άνθρωποι θα προσέτρεχαν στη συντροφικότητα για να λύσουν τα προβλήματά τους. Αν μια αρετή διαπνέει αυτό το βιβλίο, αυτή είναι η φιλία, το άνοιγμα στον Αλλον. Αναπάντεχη φλέβα χρυσού ή ένα άλλο μονοπάτι προς την Εδέμ αυτό το βιβλίο;