Νέες Εκδόσεις

Επιλογές από τις πρόσφατες κυκλοφορίες

Κοινωνιολογία

Ανθολογία παραλογών

Συλλογικό

“Παραλογές” ονομάστηκαν από τους φιλολόγους τα τραγούδια με πλαστή, «πεποιημένη» υπόθεση. Οι παραλογές δεν μεταπλάθουν κάποιο πραγματικό γεγονός, το επινοούν· στηρίζονται αποκλειστικά στη φαντασία κι όχι στην άμεση εμπειρία.

Οι καταστάσεις που περιγράφονται υπακούουν στους νόμους της καθημερινής πραγματικότητας. Όπου συμβαίνει τίποτα πέρα από τους φυσικούς νόμους, αυτό γίνεται ακριβώς σαν θαύμα, θαύμα που το προκαλεί η υπερβολική ένταση του γεγονότος: καθώς η νόμιμη τάξη έχει διασαλευτεί στο έπακρο από τα όσα συμβαίνουν, αντιδρά η ίδια η φύση. Στο «Μάνα φόνισσα», το συκώτι του σφαγμένου παιδιού αποκτά φωνή για να καταγγείλει τη φρικτή ανομία· στο «Νεκρόφιλος έρως», όπου ο νέος «εφτά φορές αμάρτεψε με την αποθαμένη», ακούγεται το άγιο Πνεύμα που τον εκδιώκει από την εκκλησία. Στο τραγούδι «Του κολυμπητή», θα πάρει η θάλασσα φωνή για να επιτιμήσει τον τολμητία – ποιος άλλος θα μπορούσε να το κάνει στη μέση του πελάγους;

Στην ουσία δεν είναι παρά ο «αφηγητής» που μιλάει σε όλες τις περιπτώσεις, δανείζοντας τη φωνή του στη Φύση.

Ο πυρήνας των παραλογών είναι αναμφίβολα αρχαίος, πιθανόν και προελληνικός, πολύ συχνά και παγκόσμιος· η δομή και η μορφή τους μας οδηγούν προς μια κοινωνία πολύ πιο κοντινή: την αστική ζωή στα βενετοκρατούμενα και τα φραγκοκρατούμενα νησιά και τις παραθαλάσσιες πόλεις του 13ου ως και του 15ου αιώνα. Στην ίδια περίπου εποχή και στους ίδιους τόπους γεννήθηκαν και κυκλοφορούσαν τα έμμετρα ερωτικά μυθιστορήματα της γραπτής λογοτεχνίας, τα «Ερωτοπαίγνια» και η «Ριμάδα κόρης και νιού» – που πέρασε και στην προφορική παράδοση.

Τέλος, η έλλειψη ομοιοκαταληξίας υποδηλώνει πως η σύνθεση των παραλογών πρέπει να είχε ολοκληρωθεί πριν από τον 15ο αιώνα.

 

10.00

Σέργουντ Άντερσον

Ο Γουίλιαμ Φόκνερ ισχυρίστηκε ότι «ο Άντερσον ήταν ο πατέρας όλων των έργων μου -και εκείνων του Χέμινγουεϊ, του Φιτζέραλντ και των υπολοίπων. Μας έδειξε τον δρόμο».

«Αυτό που ήθελα», έγραψε ο Σέργουντ Άντερσον, «περισσότερο απ’ όλα για τον εαυτό μου, δεν ήταν η λεγόμενη επιτυχία… να με επαινούν οι εκδότες και οι κριτικοί, ήταν να προσπαθήσω να αναπτύξω, στον βαθμό που μου επέτρεπαν οι δυνάμεις μου, τη δική μου ικανότητα να αισθάνομαι, να βλέπω, να γεύομαι, να μυρίζω, να ακούω».

Σ’ αυτή τη συλλογή διηγημάτων ο συγγραφέας υιοθέτησε μια ποικιλία από οπτικές γωνίες και σκηνικά, διερευνώντας τα θέματα που ανέκαθεν τον ενδιέφεραν, η προσωπική πρόοδος, η συναισθηματική ανωριμότητα, η απογοήτευση, η μοναξιά, η διαβιοτική και αισθητική αντίθεση μεταξύ πόλης και υπαίθρου, η δυστυχία της επίμονης προσπάθειας υπέρβασης της διάνοιας μέσω της προσκόλλησης στις εντάσεις της ζωής.

 

11.13

Γουίλιαμ Χ. Γκας

Τέσσερις νουβέλες που εξερευνούν τα όρια ανάμεσα στο καλό και το κακό, τη σκέψη και τη δράση, τη λύτρωση και την εξουσία. Ο αναγνώστης θα συναντήσει μια γυναίκα-μέντιουμ κι έναν κακοποιητικό σύζυγο· έναν διεφθαρμένο λογιστή που έρχεται αντιμέτωπος με την πιθανότητα της σωτηρίας του· μια ανορεκτική γυναίκα που αναζητά τη λύτρωση στην αγάπη της για την ποίηση της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ και έναν πικραμένο έφηβο, πού, με μια σειρά μυστικών εκδικήσεων, αποφασίζει να επιφέρει τη δικαιοσύνη που ο ίδιος ο Θεός δεν επιβάλλει. Οι ιστορίες, με το χαρακτηριστικό ύφος, την ευφυΐα και τη φιλοσοφική διάθεση του Γουίλιαμ Γκας, υπόσχονται να καθηλώσουν κάθε αναγνώστη.

 

20.00

Φιλοσοφία

Φρόυντ και Νίτσε

Πολ-Λοράν Ασούν

«Ο Νίτσε, στον οποίο ελπίζω να βρω λόγια για πολλά που μένουν βουβά μέσα μου», λέει ο Φρόυντ προσεγγίζοντας αναγνωστικά τον Νίτσε. «Φρόυντ και Νίτσε»: αυτή η σύζευξη έγινε αντιληπτή ήδη από τις απαρχές της ψυχανάλυσης, από τη στιγμή που μάθαμε για τις εκπληκτικές αντηχήσεις του ενός έργου στο άλλο. Πρέπει ακόμη να περάσουμε από την αναλογία στην αντιπαραβολή, μεταφέροντάς τη στο γενικό πλαίσιο της σχέσης του ιδρυτή της ψυχανάλυσης με τη φιλοσοφία και τους φιλοσόφους και εξάγοντας από αυτήν το ιστορικό πλαίσιο της συνάντησής τους. Η σχέση με τον Νίτσε αφορά μέχρι και την ταυτότητα του φροϋδικού προτάγματος, που αναζητά τον ορισμό του βάσει της συνάφειας και της οριοθέτησης ως προς αυτό το προνομιακό φιλοσοφικό πρόταγμα. Αυτό που επιχειρούμε να αποκαταστήσουμε εδώ είναι η ζωντανή συνάντηση του Φρόυντ και του Νίτσε -μέσω των έργων τους, μέσω της συστηματικής αντιπαραβολής των κοινών θεματικών-, ώστε να εντοπίσουμε το διαφορετικό και όσα διακυβεύονται με αυτό: ένστικτο και ενόρμηση, νιτσεϊκή ψυχολογία και φροϋδική ψυχανάλυση, αγάπη και σεξουαλικότητα, ασυνείδητο και συνείδηση, όνειρο και συμβολισμός, νεύρωση και ηθικότητα, κουλτούρα και πολιτισμός, η θεραπεία: η μεταστοιχείωση των αξιών και ο νόμος, η θέληση για δύναμη και η ενόρμηση θανάτου.

 

26.00

Ξένη λογοτεχνία

Η μεταμόρφωση

Φραντς Κάφκα

850

Ένας περιοδεύων πωλητής υφασμάτων ξυπνάει ένα πρωί συνειδητοποιώντας ότι έχει καθυστερήσει πολύ για τη δουλειά του. Η αργοπορία του τον γεμίζει αγωνία για το μέλλον του και το μέλλον της οικογένειάς του· και παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του να ξεκινήσει άλλη μια μέρα στην ίδια άχαρη δουλειά, αντιμετωπίζει μια βασική σωματική δυσκολία: έχει μεταμορφωθεί σε ένα τερατώδες έντομο.

Πέρα από την περίφημη πρώτη φράση της —μια απ’ τις πιο συνταρακτικές στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας—, η Μεταμόρφωση είναι μια ιστορία τέλεια ειπωμένη, μια ιδέα αενάως μεθερμηνευόμενη, ένας υπαρξιακός μύθος που καθόρισε τη συλλογική συνείδηση του 20ού αιώνα.

11.00

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Εκατό Σάββατα

Φρανκ Μάικλ

Η Στέλλα Λεβή και η αναζήτηση ενός χαμένου κόσμου

Ένα συγκινητικό ταξίδι ζωής μέσα από τις αναμνήσεις της εκατοντάχρονης σχεδόν Στέλλας Λεβή. Μιας σύγχρονης Σεχραζάτ του Greenwhich Village που επέζησε της μεγαλύτερης κτηνωδίας του εικοστού αιώνα. Αναμνήσεις που μας μεταφέρουν στη ροδίτικη Τζουντερία, ένα ηλιόλουστο κομμάτι του Αιγαίου όπου για μισή χιλιετία άκμασε η εβραϊκή κοινότητα, μέχρι που οι Ναζί κατακτητές έστειλαν τους 1.650 κατοίκους της στο Άουσβιτς – ένα θαλασσινό και σιδηροδρομικό ταξίδι θανάτου με ελάχιστους επιζώντες· ο μεγαλύτερος σε διάρκεια και απόσταση εκτοπισμός Εβραίων στην ιστορία του Ολοκαυτώματος.

Το Εκατό Σάββατα είναι μια συγκλονιστική ιστορία ανθρώπινης επιβίωσης που υμνεί τη ζωή και την ελπίδα. Μια μοναδική αφήγηση, λίγο πριν το τέλος, που παράλληλα καταγράφει τη δημιουργία μιας τρυφερής και μεταμορφωτικής φιλίας μεταξύ αφηγήτριας και ακροατή.

16.60

Τζόναθαν Κόου

Η ζωή μετά το πανεπιστήμιο δεν ταιριάζει καθόλου στη Φιλ. Ο χρόνος περνά βασανιστικά αργά. Έχει επιστρέψει στο πατρικό της σπίτι και ζει ξανά με τους γονείς της, δουλεύει ατελείωτες ώρες σε ένα ιαπωνικό εστιατόριο στο αεροδρόμιο του Χίθροου και τα σχέδιά της να γίνει συγγραφέας δεν καταλήγουν πουθενά. Όμως η τυχαία ανακάλυψη ενός ξεχασμένου συγγραφέα από τη δεκαετία του 1980 τη βγάζει από τον λήθαργο, όπως και η επίσκεψη ενός οικογενειακού φίλου, του Κρις – ιδίως όταν της λέει ότι ερευνά μια υπόθεση που θα μπορούσε να θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο.

Ο Κρις παρακολουθεί την πορεία ενός σκοτεινού think-tank, που ιδρύθηκε στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ τη δεκαετία του 1980 και ωθεί σταθερά την κυβέρνηση της Βρετανίας προς την Άκρα Δεξιά. Έπειτα από χρόνια πολιτικής απομόνωσης, τα μέλη του είναι πια έτοιμα να εφαρμόσουν τις ιδέες τους.

Καθώς την πρωθυπουργία της Βρετανίας αναλαμβάνει η Λιζ Τρας, η θητεία της οποίας θα διαρκέσει μόλις επτά εβδομάδες, ο Κρις συνεχίζει την έρευνά του σε ένα συνέδριο που διεξάγεται στα βάθη της επαρχίας Κότσγουολντς. Ξαφνικά όμως τα πράγματα παίρνουν σκοτεινή τροπή και μια αστυνομική έρευνα για φόνο ξεκινά. Η λύση του μυστηρίου θα βρεθεί άραγε στη σύγχρονη πολιτική σκηνή ή σε ένα λογοτεχνικό αίνιγμα που παραμένει εκκρεμές εδώ και σαράντα σχεδόν χρόνια;

Το βιβλίο πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε διαφορετικές δεκαετίες και διαφορετικά αφηγηματικά είδη, κινείται ευφάνταστα μεταξύ αστυνομικού μυθιστορήματος, campus novel και αυτομυθοπλασίας, με το χαρακτηριστικό χιούμορ και την τρυφερότητα του Coe. Ένα πολιτικό μυθιστόρημα ιδεών, σατιρικό και αιχμηρό, που δείχνει πώς το κλειδί για την κατανόηση του παρόντος μπορεί συχνά να βρεθεί στις πιο σκοτεινές γωνιές του παρελθόντος.

 

22.00

Ξένη λογοτεχνία

Οι νεκροί

Τζέιμς Τζόϊς

Όπως ο Σαίξπηρ, όπως ο Κεβέδο, όπως ο Γκαίτε,
όπως κανένας άλλος συγγραφέας,
ο Τζόις δεν είναι τόσο ένας λογοτέχνης
όσο μια ολόκληρη λογοτεχνία.
Χόρχε Λουίς Μπόρχες

Άφθονα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του Γκέιμπριελ. Ποτέ δεν είχε αισθανθεί έτσι για καμία γυναίκα, αλλά ήξερε πως ένα τέτοιο συναίσθημα πρέπει να ΄ναι ο έρωτας. Ακόμα περισσότερα δάκρυα μαζεύτηκαν στα μάτια του, και στο μισοσκόταδο φαντάστηκε πως είχε δει τη μορφή ενός νεαρού να στέκεται κάτω από ένα δέντρο που έσταζε. Άλλες μορφές βρίσκονταν κοντά. Η ψυχή του είχε πλησιάσει εκείνη την περιοχή όπου κατοικούν τα απειράριθμα πλήθη των νεκρών. Είχε επίγνωση, αλλά δεν μπορούσε να συλλάβει την αλλοπρόσαλλη και τρέμουσα ύπαρξή τους. Η ίδια του η ταυτότητα έσβηνε μέσα σ’ έναν γκρίζο φαντασματικό κόσμο. Ο ίδιος στέρεος κόσμος τον οποίο αυτοί οι νεκροί είχαν πλάσει κάποτε και στον οποίο είχαν ζήσει, τώρα έφθινε και διαλυόταν.
Απόσπασμα από το βιβλίο

 

8.80

Βικτόρ Σερζ

Μυθιστορηματικός είναι ο τρόπος με τον οποίο ήρθαν στο φως τα Σημειωματάρια του Βικτόρ Σερζ το 2010 σε ένα χωριό του Μεξικού: εκατοντάδες σελίδες δεμένες με σπάγκο μέσα σε ένα χαρτοκιβώτιο, οι οποίες για περίπου εξήντα χρόνια είχαν μείνει ανέγγιχτες. Μέσα από τις ημερολογιακές εγγραφές προβάλλουν με απαράμιλλη ζωντάνια ο άνθρωπος, ο επαναστάτης, ο συγγραφέας Βικτόρ Σερζ, οι σκέψεις, οι εμπειρίες, οι πλάνες και οι ελπίδες του. Πάντα με φόντο τις μεγάλες αναμετρήσεις και ιστορικές καμπές του 20ού αιώνα, από την Οκτωβριανή Επανάσταση μέχρι την ήττα του ναζισμού.

«Ανυποχώρητα ρεαλιστής», ο Βικτόρ Σερζ μιλά για όλα: για τη συμπόρευσή του με τον Τρότσκι και τις μετέπειτα διαφωνίες του, για την ασθένεια του σεχταρισμού, για το πώς βλέπει το μεταπολεμικό τοπίο. Μιλά για το Μεξικό, τα ηφαίστεια, τους κάκτους, την αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική, τις λαϊκές γιορτές, καθώς και για προσωπικότητες που γνώρισε, από τον Λένιν και τον Ντζερζίνσκι μέχρι τον Αντρέ Ζιντ, τον Αντουάν ντε Σεντ-Εξυπερί, τον Μπρετόν και τον Λεβί-Στρος.

Μιλά για την ανάγκη επαναφοράς των δημοκρατικών ελευθεριών θεωρώντας τες ως την «προϋπόθεση
για την αναγέννηση των εργατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων» και υποστηρίζει ότι «ο σοσιαλισμός πρέπει να απορρίψει την ιδέα περί δικτατορίας και ηγεμονίας των εργατών και να εκπροσωπήσει τον τεράστιο αριθμό των ανθρώπων στους οποίους επωάζεται μια σοσιαλιστικών τάσεων συνείδηση, έστω θολή και χωρίς δογματική ορολογία».

Τα Σημειωματάρια δεν είναι ένα ρέκβιεμ για τις ηττημένες επαναστάσεις αλλά μια διακήρυξη πίστης στο μέλλον: «Λέω ότι ηττηθήκαμε μόνο με την έννοια των μαχητών μιας μεγάλης στρατιάς που έχει τον χρόνο με το μέρος της· ότι δεν πρέπει να νιώθουμε ηττημένοι, αλλά να διατηρήσουμε τη νίκη στην ψυχή μας, ότι στα χέρια μας κρατάμε ένα μη προβλέψιμο μέλλον και ότι έχουμε αποδείξει την ικανότητά μας να αντιμετωπίζουμε τα πάντα, να αντέχουμε τα πάντα και να πετυχαίνουμε τα πάντα».

 

30.00

Θανάσης Πέτρου

Στις 9 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τη Θεσσαλονίκη. Έντεκα μέρες αργότερα η Ελλάδα, νικήτρια στον πόλεμο με την Ιταλία, αλλά ηττημένη από τη Γερμανία, συνθηκολογεί. Η τριπλή κατοχή της χώρας από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους ξεκινάει. Ο ήρωάς μας, ο Γιώργης Αμπατζής, οι Θεσσαλονικείς και όλοι οι Έλληνες θα πρέπει να προσαρμοστούν σε μια ζωή γεμάτη απαγορεύσεις και στερήσεις. Στους 42 μήνες που θα κρατήσει η Κατοχή στην πόλη, κάποιοι θα βρουν την ευκαιρία να πλουτίσουν και άλλοι θα ξεπουλήσουν τα πάντα για να επιβιώσουν. Κάποιοι θα αντισταθούν στους κατακτητές και άλλοι θα συνεργαστούν μαζί τους. Υπάρχουν και αυτοί που θα χαθούν για πάντα.

Το νέο graphic novel σε κείμενο και σχέδιο του Θανάση Πέτρου, στη συνέχεια των βιβλίων του Οι όμηροι του Γκαίρλιτς (2019), 1922: Το τέλος ενός ονείρου (2021), 1923: Εχθρική πατρίδα (2022) [Βραβείο Καλύτερου Κόμικ & Πρωτότυπου Σεναρίου από τα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς 2023] και 1936: Ετοιμόρροπη δημοκρατία (2024).

16.60

Βιβλία που διαβάσαμε πρόσφατα

Ποια βιβλία διάβασαν και προτείνουν οι δημοσιογράφοι της LIFO

Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ

«Η πρώτη µου επίσκεψη στην Ελλάδα πραγµατοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1954. Δέκα χρόνια είχαν περάσει από την αποχώρηση των Γερµανών και πέντε χρόνια από το τέλος του Εµφυλίου. Η Ελλάδα που πρωτοείδα ήταν βουτηγµένη στη φτώχεια. Αυτό ήταν εµφανές παντού. Συχνά όταν συζητούσες µε έναν Έλληνα για την οµορφιά της χώρας του, ακολουθούσε ένα “ναι, αλλά είναι πολύ φτωχή” – και προς επίρρωση των λεγοµένων του έτριβε τον αντίχειρα µε τον δείκτη του».  ROBERT A. MCCABE

«Πολλές από τις σαγηνευτικές φωτογραφίες του Robert McCabe (που τραβήχτηκαν σε διάφορα µέρη της Ελλάδας από τα µέσα της δεκαετίας του 1950 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960) επιτρέπουν µατιές σε στιγµιότυπα µιας διαλεκτικής µεταξύ διαφορετικών στιγµών της ελληνικής ιστορίας και πολιτισµού, όπως διατηρήθηκαν στην µεταπολεµική Ελλάδα».  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΡΟΪΛΟΣ

«Η ασπρόµαυρη εικόνα του Robert McCabe µε τον εργάτη να δου­λεύει εντατικά στους χώρους του Ηρωδείου που προοριζόταν να γίνει κέντρο του Φεστιβάλ φέρνει µπροστά στα µάτια µας ολοζώντανα τα χρόνια αυτού του “ανοίγµατος”, αυτού του µεταβατικού χρονικού σηµείου µεταξύ µιας εποχής τροµακτικών δεινών που έδυε και µιας νέας, ελπιδοφόρας ανασυγκρότησης που ανέτελλε».  ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ

44.00

Μαρία Πολυδούρη

H Μαρία Πολυδούρη έχει από καιρό περάσει στην περιοχή του λογοτεχνικού μύθου: είναι το σύμβολο της πρόωρα χαμένης ομορφιάς και του μοιραίου έρωτα, της παράφορης νεότητας και της αυθεντικής ποιητικής κατάθεσης.

Στη νέα έκδοση των Ποιημάτων, εμπλουτισμένης με ανέκδοτα έργα που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα σε ιδιωτικά αρχεία ή ελάνθαναν δημοσιευμένα σε δυσεύρετα έντυπα, συγκεντρώνονται όλα τα ευρισκόμενα ποιήματά της και πλαισιώνονται συστηματικά με φιλολογικά σχόλια.

Η μελέτη Μαρία Πολυδούρη ή «τα ρόδα του αίματος», που περιλαμβάνεται στο επίμετρο του τόμου, αναδεικνύει τους βασικούς άξονες του έργου της, τη σχέση με την ευρωπαϊκή και την ελληνική λογοτεχνική παράδοση καθώς και τις περιπέτειες της πρόσληψής του. Ένα κρίσιμο ζήτημα, στο οποίο εστιάζει η εργασία της επιμελήτριας του τόμου Χριστίνας Ντουνιά, είναι αν –και σε ποιο βαθμό– η ποίηση της Πολυδούρη μπορεί να διαβαστεί, όχι σαν μνημείο του παρελθόντος, αλλά σαν μια σύγχρονη, ζωντανή τέχνη.

Η Χριστίνα Ντουνιά είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην École des Hautes Études en Sciences Sociales, στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόννης και στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και εργάστηκε ως κριτικός λογοτεχνίας στο περιοδικό Αντί.

Άλλα βιβλία της: Λογοτεχνία και Πολιτική στο Μεσοπόλεμο. Τα περιοδικά της Αριστεράς, (Καστανιώτης, 1996), Βρέχει σ’ αυτό το όνειρο, (Καστανιώτης, 1998), Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, (Καστανιώτης, 2000) (Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου), Ντόρα Ρωζέττη, Η ερωμένη της, (Φιλολογική επιμέλεια – Επίμετρο), (Μεταίχμιο, 2005), Πέτρος Πικρός. Τα όρια και η υπέρβαση του νατουραλισμού, (Γαβριηλίδης, 2006). Επιμελήθηκε και έγραψε τις εισαγωγές στα βιβλία του Πέτρου Πικρού: Χαμένα κορμιά, Άγρα, 2009, Σα θα γίνουμε άνθρωποι, Άγρα, 2009, Τουμπεκί, Άγρα, 2010, Μαρία Πολυδούρη, Ρομάντσο και άλλα πεζά,εκδ. της Εστίας, 2014.

21.75

Ποίηση

Μαντείο

Τζωρτζ Λε Νονς

Άργησα πολύ να μιλήσω δεν ήθελα να πω τ’ όνομά μου
Βικτωρία Θεοδώρου
Αδαής ακόμη, κοιτάζεις την αντανάκλασή σου και χαίρεσαι
«εγώ είμαι» λες, «αυτός είμαι εγώ», ούτε που φαντάζεσαι
πως δεν είσαι, και δεν θα γίνεις, το είδωλό σου, ένας άλλος
είναι η αντανάκλασή σου, κι όχι μόνο αυτή στον καθρέφτη,
όλες οι αντανακλάσεις από εδώ και πέρα, όλα τα είδωλά σου
είναι ένας άλλος, αλλιώς ζει, αλλιώς σκέφτεται,
άλλα στηρίγματα έχει, εσύ δεν τα φαντάζεσαι καν.
Αμέριμνος σου λέει ιστορίες για τη μάνα του
κι ούτε του περνάει από το νου πως εσύ δεν έχεις μάνα.
Νοσταλγικός σου περιγράφει το πατρικό του σπίτι
κι ούτε μπορεί να φανταστεί πως εσύ δεν έχεις σπίτι.
Πικραμένος σου αφηγείται πως τον αδίκησαν στη δουλειά
κι ούτε υποψιάζεται πόσα χρόνια έχεις άνεργος.
Απλά πράγματα, καθημερινά, δεδομένα
σπίτι, δουλειά, οικογένεια, καταγωγή
μόνο που δεν είναι δεδομένα
και δεν θέλεις πια να ξανασυναντήσεις
δεν θέλεις πια να ξαναμιλήσεις με κανέναν
δεν διαθέτεις τον ελάχιστο απαιτούμενο
κοινό παρονομαστή
έχεις χάσει προ πολλού κάθε παρονομαστή.
Και κανείς δεν δύναται να διανοηθεί πως υπάρχεις κι εσύ
μέσα στην επιδεικτική αρτιμέλεια του κόσμου.

15.50

Ξένη λογοτεχνία

Φεύγει το φάντασμα

Φίλιπ Ροθ

Σαν ένας άλλος Ριπ Βαν Ουίνκλ, που επιστρέφοντας στη γενέτειρά του ανακαλύπτει ότι όλα έχουν αλλάξει, ο Νέιθαν Ζούκερμαν ξαναγυρίζει στη Νέα Υόρκη, την πόλη που έχει εγκαταλείψει πριν από έντεκα χρόνια. Μόνος στο σπίτι του στο βουνό, στην ορεινή Νέα Αγγλία, ο Ζούκερμαν δεν είναι παρά συγγραφέας: ούτε γυναίκες, ούτε ειδήσεις, παρά μόνο η ενασχόληση με το έργο του και η προσπάθεια να υπομείνει το άχθος των γηρατειών.

Περιπλανώμενος, σαν νεκραναστημένος, στους δρόμους της πόλης, σύντομα θα πραγματοποιήσει τρεις συναντήσεις που θα διαρρήξουν την επιμελώς περιφρουρημένη μοναξιά του. Η πρώτη είναι με ένα νεαρό ζευγάρι, το διαμέρισμα του οποίου ο Ζούκερμαν δέχεται, σε μια στιγμιαία παρόρμηση, να ανταλλάξει με το δικό του. Εκείνοι θέλουν να εγκαταλείψουν το Μανχάταν μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου αναζητώντας καταφύγιο στην εξοχή, ενώ ο ίδιος ερωτοτροπεί με την ιδέα να επιστρέψει στη ζωή της πόλης. Αλλά, από τη στιγμή που τους συναντά, οΖούκερμαν αρχίζει επίσης να επιθυμεί να ανταλλάξει τη μοναξιά του με την ερωτική πρόκληση της νεαρής γυναίκας, της Τζέιμι: τα θέλγητρά της τον τραβούν και πάλι σε όσα πίστευε ότι είχε αφήσει πίσω του – τις ερωτικές σχέσεις, το ζωηρό παιχνίδι της καρδιάς και του σώματος.

Η δεύτερη συνάντηση είναι με ένα πρόσωπο που έχει σημαδέψει τα νεανικά χρόνια του Ζούκερμαν, την Έιμι Μπελέτ, σύντροφο και μούσα του Ε.Ι. Λόνοφ, ενός συγγραφέα που τον θαυμάζει απεριόριστα ο Ζούκερμαν. Η άλλοτε ακαταμάχητη Έιμι είναι σήμερα μια ηλικιωμένη γυναίκα καταρρακωμένη από την ασθένεια, ταγμένη να διαφυλάσσει τη μνήμη εκείνου του αυστηρού Αμερικανού συγγραφέα, που έδειξε στον Νέιθαν τον μοναχικό δρόμο της συγγραφής.

Τέλος, η τρίτη συνάντηση είναι με τον επίδοξο βιογράφο του Λόνοφ, έναν αδίστακτο νεαρό λόγιο, ο οποίος είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στο “μεγάλο μυστικό” του Λόνοφ.

Αιφνίδια μπλεγμένος -όπως ούτε ήθελε ούτε σκόπευε να εμπλακεί- με τον έρωτα, το πένθος, την επιθυμία και την εχθρότητα, ο Ζούκερμαν πρωταγωνιστεί σε ένα εσωτερικό δράμα με συναρπαστικές δυνατότητες και οδυνηρές επιπτώσεις. Στοιχειωμένο από το προηγούμενο έργο του Ροθ “Ο συγγραφέας-φάντασμα” (πρώτο μέρος της τριλογίας Ζούκερμαν Δεσμώτης), το “Φεύγει το φάντασμα” συνιστά ένα εντυπωσιακό άλμα σε μια νέα φάση της ακόρεστης αφοσίωσης του μεγάλου συγγραφέα στη μυθοπλασία.

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Καθένας

Φίλιπ Ροθ

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ είναι μια προσωπική, εξομολογητική, αλλά και, ταυτόχρονα, οικουμενική ιστορία που πραγματεύεται το φόβο του θανάτου, την απώλεια, τις τύψεις, τη στωικότητα. Ο συγγραφέας της “Συνωμοσίας κατά της Αμερικής” στρέφει τώρα την προσοχή του από την “οδυνηρή συνάντηση μιας οικογένειας με την ιστορία” (“The New York Times”) στην ισόβια αψιμαχία ενός ανθρώπου με τη θνητότητα.

Η μοίρα αυτού του καθημερινού ανθρώπου τού Ροθ ιχνηλατείται από την πρώτη, συγκλονιστική φορά που έρχεται αντιμέτωπος με το θάνατο, στην ειδυλλιακή ακρογιαλιά των παιδικών καλοκαιριών του, και, περνώντας μέσα από οικογενειακά προβλήματα και επαγγελματικές επιτυχίες της ακμαίας του ωριμότητας, φτάνει ώς τα γηρατειά του, ώς τη σπαραχτική μαρτυρία της φθοράς των συνομηλίκων του και της δικής του σωματικής κατάπτωσης.

Είναι ένας επιτυχημένος διαφημιστής της Νέας Υόρκης, πατέρας δύο αγοριών από τον πρώτο του γάμο που τον περιφρονούν, και μιας κόρης από τον δεύτερο που τον λατρεύει. Είναι πολυαγαπημένος αδελφός ενός καλού ανθρώπου που η σωματική του ευεξία τού προκαλεί πικρό φθόνο, και τέως σύζυγος τριών πολύ διαφορετικών γυναικών που, αφού τα ‘κανε ο ίδιος θάλασσα με τους γάμους του, τον έχουν αφήσει ολομόναχο. Στο τέλος, είναι ο άντρας που έγινε αυτό που ποτέ δεν ήθελε να γίνει.
Κεντρικός άξονας αυτού του συγκλονιστικού μυθιστορήματος -είναι το εικοστό έβδομο του Ροθ και το πέμπτο που εκδίδεται στον 21ο αιώνα- είναι το ανθρώπινο σώμα. Θέμα του, η κοινή εμπειρία που μας τρομοκρατεί όλους.

Ο τίτλος είναι παρμένος από το αγγλικό αλληγορικό δράμα ανωνύμου (τέλη 15ου αιώνα) “Everyman” ή “The Summoning of Everyman” (“Καθένας” ή “Η κλήτευση του Καθένα”), ο κεντρικός ήρωας του οποίου, Καθένας, καλείται από τον Θάνατο να εκθέσει τα πεπραγμένα του σ’ αυτόν τον κόσμο.

 

16.23

Ξένη λογοτεχνία

Πατρική κληρονομιά

Φίλιπ Ροθ

Η “Πατρική Κληρονομιά”, μια αληθινή ιστορία, αγγίζει αισθήματα με εκείνη την ένταση που ο Φίλιπ Ροθ γνωρίζει καλά. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τον ογδονταεξάχρονο πατέρα του -έναν άνθρωπο με παροιμιώδη ρώμη, γοητεία, και μια ανεξάντλητη συλλογή αναμνήσεων από το Νιούαρκ- στη μάχη του με τον όγκο στον εγκέφαλο, που εντέλει θα τον σκοτώσει. Ο γιος παραστέκεται γεμάτος αγάπη, αγωνία και τρόμο στον πατέρα του, σε όλα τα στάδια της τελευταίας του δοκιμασίας, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα εκείνο το πείσμα για επιβίωση που χαρακτήριζε συνολικά τη μακρόχρονη και πεισματική πάλη του με τη ζωή.

Η “Πατρική Κληρονομιά” ανακηρύχθηκε από το περιοδικό Time Καλύτερο Βιβλίο του 1993 στην κατηγορία της μη μυθοπλαστικής πεζογραφίας.

 

17.70

Ξένη λογοτεχνία

Το σύνδρομο Πορτνόι

Φίλιπ Ροθ

Διαταραχή κατά την οποία έντονες ηθικές και αλτρουιστικές ορμές συγκρούονται αδιαλείπτως με ακραίες σεξουαλικές επιθυμίες, συχνάκις διεστραμμένης φύσεως. Κατά τον Σπίλφόγκελ, «πράξεις επιδειξιμανίας, ηδονοβλεψίας, αυτοερωτισμού και στοματικής συνουσίας αφθονούν πάντως, συνεπεία της ‘’ηθικότητας’’ του ασθενούς, ούτε η φαντασίωση ούτε η πράξη οδηγούν σε γνήσια σεξουαλική ικανοποίηση, αλλά μάλλον σε υπερισχύοντα αισθήματα αιδούς και φόβου κολασμών, ιδίως με τη μορφή του ευνουχισμού». Ο Σπιλφόγκελ πιστεύει ότι πολλά από τα συμπτώματα μπορούν ν’ ανιχνευτούν στους δεσμούς που κυριαρχούν στη σχέση μητέρα-παιδί.

 

20.00

Ξένη λογοτεχνία

Λιμόνοφ

Εμανουέλ Καρέρ

“Ο Λιμόνοφ δεν είναι μυθιστορηματικός χαρακτήρας. Υπάρχει. Γνωριζόμαστε. Υπήρξε αλήτης στην Ουκρανία, είδωλο του σοβιετικού αντεργκράουντ, άστεγος και μετά θαλαμηπόλος ενός δισεκατομμυριούχου στο Μανχάταν, μοδάτος συγγραφέας στο Παρίσι, στρατιώτης χαμένος στα Βαλκάνια και τώρα, στο απέραντο μπουρδέλο του μετακομμουνισμού, γηραιός χαρισματικός ηγέτης ενός κόμματος νεαρών ντεσπεράντο. Ο ίδιος βλέπει τον εαυτό του σαν ήρωα, άλλοι μπορεί να τον θεωρούν αγύρτη: επ’ αυτού, επιφυλάσσομαι.Είναι μια ζωή επικίνδυνη, αμφίσημη: ένα κανονικό περιπετειώδες μυθιστόρημα. Είναι επίσης, κατά τη γνώμη μου, μια ζωή που μας λέει κάτι. Όχι μόνο για εκείνον, τον Λιμόνοφ, όχι μόνο για τη Ρωσία, αλλά για την ιστορία όλων μας από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά”.

16.96

Ελληνική λογοτεχνία

Αιολική γη

Ηλίας Βενέζης

Η “Αιολική γη” γράφεται μέσα στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, σε μια περίοδο δηλαδή ανάπηρης ελευθερίας, ανυπέρβλητων δυσκολιών και ευτελισμού της ανθρώπινης ζωής. Η έως τότε δεκαπενταετής συγγραφική πορεία του Βενέζη είχε επιβεβαιώσει την εικόνα ενός δημιουργού με απολύτως προσωπικό ύφος και με βασική θεματογραφία την τραγικότερη εθνική περιπέτεια του εικοστού αιώνα, τη Μικρασιατική Καταστροφή, την οποία ο Βενέζης εβίωσε με οδυνηρό τρόπο ως αιχμάλωτος στα εργατικά τάγματα της Ανατολής, απ` όπου ελάχιστοι είχαν την τύχη να επιζήσουν. Αν “Το νούμερο 31328” αφηγείται τη φοβερή δοκιμασία στα εργατικά τάγματα και η “Γαλήνη” τις κάποτε ανυπέρβλητες δυσχέρειες των προσφύγων να ριζώσουν στη μητέρα πατρίδα, η “Αιολική γη” ανασυνθέτει την ευτυχισμένη ζωή των Ελλήνων στη Μικρασία πριν την Καταστροφή. […]

(από τον πρόλογο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου στην τεσσαρακοστή όγδοη έκδοση)

26.88

Ελληνική λογοτεχνία

Το νούμερο 31328

Ηλίας Βενέζης

Πάνε είκοσι ένα χρόνια από το 1924 που έγραψα στην πρώτη του μορφή, γυρίζοντας, παιδί, απ’ τα κάτεργα της Ανατολής, το χρονικό τούτο. Το ξαναδούλεψα στο 1931 όταν βγήκε σε βιβλίο. Από τότε δεν το είχα πιάσει στα χέρια μου. Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη της πικρής αυτής ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση. Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που, κυνηγημένος απ’ τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις, δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο μήτε στον ύπνο. Γι’ αυτό, όταν βγήκε πια σε βιβλίο ” Το Νούμερο 31328″, δεν τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ – τελοσπάντων η ζωή, όταν είσαι γέρος και είσαι νέος, έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θέλεις να ξεχνάς. (Από τον πρόλογο του συγγραφέα στη δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση [1945])

14.55

Τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς 2024

Χρήστος Βακαλόπουλος

…η ζωή είναι ένα συλλογικό όνειρο σκηνοθετημένο από πολιτιστικές μνήμες.

Με το τέλος της δικτατορίας, οι εικόνες και οι ήχοι βρίσκονται εκτοπισμένοι σ’ ένα άδηλο ακόμη πεδίο επικοινωνίας, στο περιθώριο του επίσημου πολιτικού λόγου. Μαζί με λίγους πρωτοπόρους κριτικούς και κόντρα σε πολλούς άλλους, ο Βακαλόπουλος θα βαλθεί να το κατακτήσει, δοκιμάζοντας τα τελευταία ρεύματα της μοντέρνας σκέψης –μαρξισμό, σημειολογία, ψυχανάλυση– σε σημαδιακά έργα της εποχής και σ’ όλο το φάσμα της νεαρής ελληνικής τηλεόρασης: από τον Γκοντάρ, τον Βέντερς και τον Ντύλαν μέχρι τις εκπομπές του Φρέντυ Γερμανού ή τα σίριαλ της Αλίκης Βουγιουκλάκη κι από τη Γιουροβίζιον, τους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ ή το παρισινό Μπωμπούρ μέχρι το Τραμ το τελευταίο και τη Ρεζέρβα. Όμως ο ιδεολογικός πόλεμος δεν θ’ αργήσει να κοπάσει στη δεκαετία του ’80, παραχωρώντας τη θέση του στον πολιτισμό της εικόνας, που προωθεί η αυτοκρατορία των μέσων. Αρχίζει τότε μια μοναχική περιπλάνηση σ’ αυτό τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο, σε αναζήτηση παραδόσεων και προσώπων ικανών να αναμετρηθούν εκφραστικά μαζί του, αλλά και στα ίχνη μιας αόρατης Ελλάδας, όπου συγκλίνουν ξεχωριστοί κινηματογραφιστές, ηθοποιοί και μουσικοί: Δαμιανός, Τορνές, Ρομέρ και Τζάρμους· Σαπφώ Νοταρά και Βέγγος· Λένον και Σαββόπουλος· Βαν Μόρισον, Πορτοκάλογλου, Παπάζογλου, Ξυδάκης· The Clash και Χειμερινοί Κολυμβητές…

Στα διακόσια και πλέον κείμενα που συγκεντρώνονται και αναδημοσιεύονται για πρώτη φορά εδώ, η κριτική του Βακαλόπουλου ξετυλίγει μια ολοκληρωμένη θεώρηση της σύγχρονης επικοινωνίας και μαζί μια μοναδική περιπέτεια της σκέψης και των αισθήσεων: από τη θύελλα των ιδεών στο όνειρο μιας ζωής που ξαναβρίσκει τον χαμένο χρόνο και την τρομερή ηρεμία των πραγμάτων.

33.98

Ελληνική λογοτεχνία

Συμβάν 74

Κυριάκος Μαργαρίτης

Στις 20 Ιουλίου 1974 το Γενικό Επιτελείο Στρατού της Τουρκίας εξέδωσε ένα διάγγελμα για την εισβολή στην Κύπρο, η κατακλείδα του οποίου σαν να προλογίζει την εργασία μου: “Διά της σημερινής επιχειρήσεώς μας ηνοίξαμεν μίαν αλησμόνητον σελίδαν εις την ηρωικήν ιστορίαν μας και εις εκείνην της Ανθρωπότητος”. Επειδή αγαπώ τις ηρωικές ιστορίες, σκέφτηκα να μεταφράσω αυτή τη σελίδα στα ελληνικά, και στις υπόλοιπες γλώσσες που μιλούν οι νεκροί, και να τη μοιραστώ με την ανθρωπότητα. Για να το κάνω σωστά, βασίστηκα σε ένα μυθιστόρημα του κοσμοπολίτη συγγραφέα Γιόζεφ Ροτ, που έτσι το σχολιάζει ο ίδιος σε επιστολή του: “Είναι η πρώτη και τελευταία φορά που γράφω κάτι ιστορικό. Ο διάβολος να το πάρει. Ο Αντίχριστος ο ίδιος με έσπρωξε να το κάνω αυτό. Είναι ντροπή, ντροπή να θέλει κανείς να δώσει ξανά σχήμα και μορφή σε γεγονότα που έχουν ήδη συμβεί – ντροπή και ασέβεια”. Η επιστολή είναι χωρίς ημερομηνία, και ίσως θυμίζει τον τίτλο Συμβάν 74, χωρίς την απόστροφο της χρονολογίας μπροστά από τον αριθμό. Κάτι θα σημαίνει αυτό. Ο Ροτ κλείνει με τη φράση: “Υπάρχει κάτι ανόσιο εδώ – δεν ξέρω τι ακριβώς”. Άραγε να είναι το βιβλίο μου βλάσφημο; Ένας τρόπος υπάρχει για να το μάθουμε, θα έλεγα και ένας πολύ συγκεκριμένος χρόνος, ώρα, καιρός, ο ακόλουθος: όταν όλα γίνουν καπνός (διδάσκει ο Ηράκλειτος), θα τα αναγνωρίσουν τα ρουθούνια μας. Στις 20 Ιουλίου τιμάται ασφαλώς ο προφήτης Ηλίας – ο Προφήτης, δηλαδή, της Φωτιάς.

20.00

Ελληνική λογοτεχνία

Πού ζει ο λύκος;

Ρέα Γαλανάκη

14.00

Ελληνική λογοτεχνία

Φάλτσα κεφαλής

Γιώργος Σκαμπαρδώνης

Μήνες έψαχνα τίτλο γι’ αυτά τα διηγήματα. Είχα βρει καμιά δεκαριά, όμως κανένας δεν μου άρεσε ιδιαίτερα. Μια μέρα πήγα να βάψω το αυτοκίνητο – ο βαφέας ήταν ένας Ρωσοπόντιος που μιλούσε σπαστά ελληνικά. Μου είπε πως θα χρειαστεί μια βδομάδα να κρατήσει το όχημα για να κάνει τη βαφή. Και συμπλήρωσε γενναιόδωρα: «Θα σου δώσω αυτό το “Seicento” [ένα «FIAT» παλιατζούρα τριακονταετίας] να κυκλοφορείς, να κάνεις τη δουλειά σου μέχρι να τελειώσω».

«Και πόσο το πήρες αυτό το “Seicento”;» τον ρωτώ. «Πεντακόσια ευρώ μεταχειρισμένο», μου απαντάει, «αλλά έριξα άλλο ένα χιλιάρικο και του άλλαξα μπουζί, σασμάν, τα πάντα, μέχρι και φάλτσα κεφαλής». Μόλις άκουσα τι είπε, σκέφτομαι: «Αμάν, βρήκα τίτλο». Ο άνθρωπος ήθελε να πει «φλάντζα κεφαλής», όμως λόγω του ότι δεν ήξερε καλά ελληνικά, έκανε το λάθος (που είναι και το σωστό) λέγοντας: «Φάλτσα κεφαλής».

 

11.70

Ελληνική λογοτεχνία

Αδύνατες πόλεις

Νίκος Α.Μάντης

Εϊντζελτάουν, Νερόπολη, Βυζανμπούλ, Ιστάντιουμ, Γκενιάλ, Μόσχα – πόλεις του μυαλού και της φαντασίας, πόλεις με υλική υπόσταση και πρωτεύουσες στα φασματικά βασίλεια της προσομοίωσης. Στον κόσμο του όψιμου εικοστού πρώτου αιώνα, η Ευρώπη, αδύναμη πλέον, περιορίζεται στον ρόλο ενός αχανούς θεματικού πάρκου. Εκεί, οι άνθρωποι, με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, ζουν ως υπήκοοι-εκθέματα μέσα σε πιστές αναβιώσεις ιστορικών περιόδων, αρνούμενοι τη σύγχρονή τους πραγματικότητα.

Παράλληλα, οι εξελίξεις της τεχνολογίας, πίσω από τις οποίες βρίσκεται ο μεγιστάνας Ντεβέντρα Πούρι, έχουν επιτρέψει τη μετατροπή ακόμα και του τελευταίου ατομικού οχυρού, της συνείδησης, σε ανταλλάξιμο είδος, σε ένα σύνολο δεδομένων που μπορεί να φορτωθεί από σώμα σε σώμα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το διοικητικό στέλεχος Νίκο Μαυρίδης, η υπεύθυνη ασφαλείας Βίκα Κορτέζ και ο πνευματιστής-γκουρού Ιγκνάτι Βασίλιεβιτς Ροστόφ παλεύουν για να επιβιώσουν και να διατηρήσουν την ανθρώπινη φύση τους, αλλάζοντας ασταμάτητα πόλεις, εποχές, σαρκία και ταυτότητες.

Είναι οι Αδύνατες Πόλεις μιας έσχατης μορφής ύπαρξης, όπου όλα μπορούν να συμβούν και όπου τίποτα δεν αποκλείεται. Μια κόλαση που μοιάζει με ανεστραμμένο παράδεισο, στο βάθος ενός θρυμματισμένου καθρέφτη.

25.00

Αταλάντη Ευρυπίδου

– Ένας δήμιος αναζητά τη δράκαινα πέρα απ’ τα γυάλινα βουνά, προσπαθώντας να λύσει την κατάρα που κουβαλάει.
– Μια χήρα προσπαθεί να αναπαύσει τον άντρα της που βρικολάκιασε, ψάχνοντας απαντήσεις στα παλιά του λημέρια.
– Ένας νεαρός Κλέφτης κινεί γη και ουρανό για να γλιτώσει τον Καπετάνιο του από τη μυστηριώδη αρρώστια που τον ταλαιπωρεί, μέχρι τη στιγμή που θα πέσει στην ανάγκη μιας νεράιδας.
– Μια ανύπαντρη μητέρα ιστορεί έναν ψεύτικο σύζυγο τόσες φορές, που καταλήγει να τον φέρει στη ζωή.
– Μια τραγουδίστρια καμπαρέ μαθαίνει ένα πολύτιμο μυστικό, ικανό να ανατρέψει τα πάντα στον αγώνα εναντίον των Γερμανών, αλλά με τρομερό κόστος.
– Δυο αποξενωμένα αδέλφια συναντιούνται ξανά στο πατρικό τους σπίτι κι εξετάζουν τα αίτια της απομάκρυνσής τους και τον μύθο της οικογένειάς τους.
– Έντεκα φοιτητές εξαφανίζονται στην Αθήνα κι εμφανίζονται μερικούς μήνες αργότερα, αλλαγμένοι για πάντα.

Καλύπτοντας το διάστημα από την oθωμανική κατοχή μέχρι και σήμερα, τα διηγήματα της συλλογής εξιστορούν το χρονικό ανθρώπων στο περιθώριο της Ιστορίας: γυναίκες, κουήρ άτομα, εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, μπάσταρδα, σεξεργάτριες – ήταν ανέκαθεν παρόντες, παρότι σπάνια ορατοί, και ποτέ δεν έφυγαν. Επτά ιστορίες με φόντο μια ολοένα και λιγότερο μυθική Ελλάδα, όπου οι θρύλοι χάνονται, η ελευθερία στηλιτεύεται και η αλληλεγγύη είναι το μόνο που απομένει.

 

14.00

Ουίλιαμ Γκόλντινγκ

Ένα αεροπλάνο πέφτει σ’ ένα τροπικό νησί. Οι επιζήσαντες, μικροί μαθητές από την Αγγλία, διαπιστώνουν σύντομα ότι το νησί είναι ακατοίκητο. Δεν υπάρχουν πουθενά μεγάλοι. Οργανώνονται μόνοι τους, αποκτούν αρχηγό και κανόνες για να επιβιώσουν μέχρι να έρθουν να τους σώσουν.

Στην αρχή, μοιάζει με ονειρεμένη περιπέτεια. Αλλά τα παιχνίδια της μέρας τα διαδέχονται οι εφιάλτες της νύχτας. Κάποιοι αρχίζουν να πιστεύουν ότι ένα θηρίο στοιχειώνει το νησί. Λίγο λίγο, ο φόβος και η βία αποσαθρώνουν τη μικρή τους κοινωνία, τα αγόρια ορμούν χωρίς επιστροφή προς τη βαρβαρότητα…

Το βιβλίο που χάρισε στον William Golding παγκόσμια φήμη θεωρείται πλέον σήμερα κλασικό, ένα από τα σπουδαιότερα έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Και συνεχίζει να συγκινεί εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο, με τον απλό, ακαταμάχητο μύθο του για το τέλος της αθωότητας και το βαθύ, αρχέγονο σκοτάδι που παραμονεύει πάντα πίσω από τον πολιτισμένο μας εαυτό.

«Τα έργα του, με τη σαφήνεια της τέχνης της ρεαλιστικής αφήγησης και την ποικιλομορφία και την οικουμενικότητα του μύθου, φωτίζουν την ανθρώπινη κατάσταση στον σημερινό κόσμο».
Από το σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας για τη βράβευση του William Golding με το Νόμπελ το 1983.

17.70

Ξένη λογοτεχνία

Η Ξένη

Κλάουντια Ντουραστάντι

Ένα ζευγάρι κωφών με τον μικρό τους γιο μεταναστεύει από ένα χωριό της Ν. Ιταλίας στο Μπρούκλιν, όπου γεννιέται και η κόρη τους. Δεν μαθαίνουν στα παιδιά τη νοηματική, ενώ οι δυσκολίες επικοινωνίας μέσα στην οικογένεια προκαλούν πλήθος παρεξηγήσεων. Το διαζύγιό τους και η επιστροφή στην Ιταλία δυσκολεύει κι άλλο το κορίτσι. Από τη μια χώρα στην άλλη, από τη μεγαλούπολη στην κλειστή κοινωνία του χωριού και αργότερα στο Λονδίνο του Brexit, αισθάνεται ξένη παντού.

«Μια ιστορία ενηλικίωσης γραμμένη με το ίδιο βιτριόλι που χρησιμοποιούσε και η Βιρτζίνια Γουλϕ» (The Observer), εμπνευσμένη από τα βιώματα της συγγραφέως. «Η Κλάουντια Ντουραστάντι (γενν. 1984) ρίχνει ένα σωσίβιο στα σκοτεινά νερά της μνήμης. Το αγαπημένο μου είδος λογοτεχνίας, αυτό που όχι μόνο μιλά στον κόσμο, αλλά εισχωρεί μέσα του» (Ocean Vuong).

16.00

Ξένη λογοτεχνία

Κάτω από το ηφαίστειο

Μάλκολμ Λόουρι

Ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας σε νέα μετάφραση.

«Με βάση το υλικό μου ήθελα να δημιουργήσω ένα τζαμάρισμα. ένα ποίημα, ένα τραγούδι, μια τραγωδία, μια κωμωδία, μια φάρσα. Είναι επιφανειακό, βαθύ, διασκεδαστικό, βαρετό, ανάλογα με το γούστο του καθενός. Είναι μια προφητεία, μια πολιτική προειδοποίηση, ένα κρυπτογράφημα, μια τρελή ταινία, ένας παραλογισμός, μια γραφή στον τοίχο. Μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος μηχανής – κι αυτή η μηχανή λειτουργεί, σας διαβεβαιώνω, γιατί το ανακάλυψα με μεγάλο προσωπικό κόστος. Και, σε περίπτωση που θεωρήσετε ότι έχω δημιουργήσει οτιδήποτε άλλο εκτός από μυθιστόρημα, θα σας απαντήσω ότι σε τελευταία ανάλυση, είναι το πραγματικό μυθιστόρημα που είχα την πρόθεση να γράψω, και μάλιστα ένα αναθεματισμένα σοβαρό μυθιστόρημα».

22.20

Ντάσο Σαλντίβαρ

«Αν είχα διαβάσει προηγουμένως το Επιστροφή στις ρίζες, δε θα είχα γράψει τα απομνημονεύματά μου». Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Η περίφημη αυτή βιογραφία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες οφείλει την ύπαρξή της σε είκοσι χρόνια κοπιαστικής εργασίας. Στο διάστημα αυτό, ο Ντάσο Σαλντίβαρ ερεύνησε, ταξίδεψε σε σημαίνουσας σημασίας τόπους, πήρε εκατοντάδες συνεντεύξεις και σκάλισε αρχεία σε διάφορες χώρες προκειμένου να δώσει απάντηση στα επίμονα ερωτήματα: «Ποιος ήταν ο άνθρωπος που έγραψε το Εκατό χρόνια μοναξιά;»· «Ποια είναι η ιστορική, πολιτισμική, οικογενειακή, ατομική πραγματικότητα πάνω στην οποία πατάει το συγκλονιστικό αυτό μυθιστόρημα;» Το αποτέλεσμα προσφέρει την απαραίτητη οπτική ώστε να κατανοήσει κανείς σε όλο του το εύρος το έργο ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όλων των εποχών. Όπως περιγράφεται στις σελίδες του παρόντος βιβλίου, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έγραψε το Εκατό χρόνια μοναξιά για να «επιστρέψει» στο σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε μέχρι τα δέκα του με τον παππού και τη γιαγιά από την πλευρά της μητέρας του. Έτσι, το El viaje a la semilla είναι επίσης η βιογραφία του μυθιστορήματος αυτού, καθώς αφηγείται ό,τι πιο θεμελιώδες και ουσιαστικό για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα.

26.60

Ξένη λογοτεχνία

Τα μάγια

Χέρμαν Μπροχ

Την εποχή που δημοσιεύει την εμβληματική μυθιστορηματική τριλογία “Οι υπνοβάτες”, ο Χέρμαν Μπροχ έχει ήδη αρχίσει να επεξεργάζεται το επόμενο έργο του. Ακροβατώντας στο ιστορικό μεταίχμιο ανάμεσα στον παλαιό κόσμο που καταρρέει και στον νέο που πασχίζει να γεννηθεί, ο Μπροχ παραμένει πιστός στο σχέδιό του να αποτυπώσει, με τα μέσα της λογοτεχνίας, τη βαθιά κρίση της εποχής του και τις κινητήριες δυνάμεις που τη δημιούργησαν. Καρπός αυτής της αναζήτησης είναι το παρόν μυθιστόρημα, το οποίο συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα του Αυστριακού λογοτέχνη και εκδίδεται για πρώτη φορά στη γλώσσα μας.

Στα “Μάγια” ο Μπροχ περιγράφει ένα ημερολογιακό έτος από τη ζωή μιας ορεινής αγροτικής κοινότητας στα χρόνια του Μεσοπολέμου, με αφηγητή τον γιατρό του χωριού. Όταν εμφανίζεται ο παράξενος ξένος Μάριους Ράτι, αρχικά αντιμετωπίζεται με δυσπιστία από τους ντόπιους. Όμως πολύ γρήγορα τα μυστικιστικά και ιδεοληπτικά κηρύγματά του για τη χαμένη ενότητα με τη φύση και τον συνάνθρωπο αρχίζουν να «μαγεύουν» την πλειοψηφία των κατοίκων και η κατάσταση εκτροχιάζεται. Το παλιό ορυχείο στα έγκατα του βουνού αναβιώνει και η μαζική παράκρουση κορυφώνεται με μια ανήκουστη τραγωδία.

Στον πυρήνα αυτού του μυθιστορήματος βρίσκεται το φαινόμενο της μαζικής ψυχολογίας και η συλλογική αλλοφροσύνη που προκάλεσε η επέλαση του ναζισμού. Ο Μπροχ δεν στέκεται μόνο στα κοινωνικά φαινόμενα, τη φτώχεια, την απομόνωση, τη δεισιδαιμονία, αλλά επιχειρεί μια κατάδυση μέχρι θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης, για να ανακαλύψει ποια ανάγκη ώθησε τους ανθρώπους να αντικρίσουν τον σωτήρα τους στο πρόσωπο ενός παράφρονα

23.30

Συλλογικό

Μια ανθολογία διηγημάτων, από τα μέσα του 19ου αιώνα ως και τον Μεσοπόλεμο, που εξετάζει τη μορφή του αρχετυπικού κακού της ελληνικής σκοτεινής λαογραφίας: του βρυκόλακα.

Ένα σύνολο ιστοριών οι οποίες, αν διαβαστούν με σημερινά κριτήρια, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν στο λογοτεχνικό υποείδος του λαογραφικού τρόμου και που εστιάζουν στην –κατά τον Montague Summers– «παράδοση που στην Ελλάδα διατήρησε τη δύναμή της περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη», αυτή των βρυκολάκων.

Από την πρωτόλεια γραφή του Δημητρίου Αινιάνος ως το σκοτεινό χιούμορ του Ιωάννη Κονδυλάκη και τις ανατριχιαστικές διηγήσεις του Κώστα Πασαγιάννη, 13 διηγήματα που αντλούν την πρώτη τους ύλη από ένα μωσαϊκό λαογραφικών παραδόσεων από όλη την Ελλάδα.

13.00

Ελληνική λογοτεχνία

Δεν θ’ αργήσω

Πέτσα Βασιλική

Λίβερπουλ, 1989-2009. Είκοσι χρόνια μετά την ποδοσφαιρική τραγωδία που συντάραξε τη Βρετανία.

Ένας άλλος κόσμος, μια άλλη ζωή. Η πόλη αναπτύσσεται δυναμικά, οι αλλοτινοί έφηβοι -η Κέισι, ο Άντι, η Τζέσικα, ο Τζον- μεγάλωσαν, άλλαξαν συνήθειες, προσαρμόστηκαν σε μια ήσυχη καθημερινότητα, απέκτησαν οικογένεια, σταθερές δουλειές. Όλοι; Όχι όλοι.

Ο κεντρικός ήρωας, ιδιοκτήτης φωτογραφείου που φυτοζωεί, αναγκάζεται να επιστρέψει νοερά στην εποχή που τα τείχη έπεφταν ή έμεναν ακλόνητα, κατά περίπτωση, για να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Ένα μυθιστόρημα για το τι σημαίνει, μερικές φορές, να είσαι επιζών: να αγωνίζεσαι να προχωρήσεις μπροστά, να ξαπλώνεις κατάκοπος το βράδυ, και το επόμενο πρωί -κάθε πρωί-, ανοίγοντας τα μάτια, να συνειδητοποιείς πως δεν βρίσκεσαι ούτε βήμα μακριά. Πως είσαι ακόμα εκεί. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

14.00

Ιρένε Σολά

Kρυμμένη στην απόκρημνη κι απόμακρη οροσειρά των Γκιλιερίες όπου ελλοχεύουν κυνηγοί λύκων, ληστές, μάγισσες, χαμένοι οδηγοί ράλι, αντάρτες, θηρία και δαίμονες, η φάρμα Κλαβέλ στέκεται έξω απ’ τον χρόνο. Πάνω απ’ όλα βέβαια, είναι ένα σπίτι που κατοικείται από γυναίκες, τα φαντάσματα και τις αναμνήσεις τους. Ζοάνα, Μπερναδέτα, Μαργαρίδα, Μπλάνκα, Ελιζαμπέτ, Άνζελα, Ντόλσα: γυναίκες με μισή καρδιά, γυναίκες μάντισσες, γυναίκες χωρίς γλώσσα και μιλιά, γυναίκες που κάνουν συμφωνίες με τον διάβολο για έναν απόγονο, γυναίκες που δεν νιώθουν πόνο. Αυτές οι γυναίκες, και όχι μόνο, σήμερα ετοιμάζουν ένα πάρτι…

Ένα γλωσσικά χειμαρρώδες έργο γεμάτο χιούμορ και τόλμη, που διερευνά τον άρρηκτο δεσμό μεταξύ φωτός και σκοταδιού, ζωής και θανάτου, λήθης και μνήμης, πραγματικότητας και μυθοπλασίας, από τη βραβευμένη συγγραφέα τού Τραγουδώ εγώ και το βουνό χορεύει.

15.50

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Bruce Springsteen – Born to run

Μπρους Σπρίνγκστιν

«Το να γράφεις για τον εαυτό σου είναι μια βρομοδουλειά. Αλλά σε ένα έργο σαν κι αυτό, ο συγγραφέας
έχει δώσει μια υπόσχεση – να μοιραστεί με τον αναγνώστη όσα έχει στο μυαλό του. Αυτό προσπάθησα
να κάνω στις σελίδες που ακολουθούν».

Bruce Springsteen, από τις σελίδες του Born to Run

Ο Bruce Springsteen αφοσιώθηκε για επτά χρόνια στη συγγραφή της ιστορίας της ζωής του και προσφέρει την ίδια ειλικρίνεια, το χιούμορ και την αυθεντικότητα που βρίσκει κανείς και στα τραγούδια του.

Περιγράφει πώς μεγάλωσε σε μια καθολική οικογένεια στο Freehold του New Jersey, μέσα στην ποίηση, τον κίνδυνο και το σκοτάδι που πυροδότησε τη φαντασία του μέχρι τη στιγμή που περιγράφει ως τη «Μεγάλη Έκρηξη»: όταν είδε την πρώτη εμφάνιση του Elvis Presley στην αμερικανική τηλεόραση. Αφηγείται γλαφυρά το πάθος που είχε να γίνει μουσικός, τα πρώτα του live στα μπαρ του Asbury Park και την άνοδο της E Street Band. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια μοιράζεται για πρώτη φορά τις προσωπικές του μάχες που ενέπνευσαν τις καλύτερες δουλειές του και μας δείχνει γιατί το τραγούδι «Born to Run» αποκαλύπτει πολλά περισσότερα απ’ όσα νομίζαμε.

Το Born to Run θα είναι διαφωτιστικό για όποιον έχει απολαύσει τα τραγούδια του Bruce Springsteen, αλλά το βιβλίο αυτό είναι κάτι μεγαλύτερο από μια αυτοβιογραφία ενός θρυλικού αστέρα της ροκ. Είναι ένα βιβλίο για εργάτες και ονειροπόλους, για γονείς και παιδιά, για ερωτευμένους και μοναχικούς, για καλλιτέχνες, φρικιά ή για όποιον άλλο ήθελε να βουτήξει στα νερά του ιερού ποταμού της ροκ εν ρολ.

Σπάνια ένας καλλιτέχνης έχει μοιραστεί την ιστορία του με τέτοια δύναμη και ειλικρίνεια. Όπως πολλά από τα τραγούδια του («Thunder Road», «Badlands», «Darkness on the Edge of Town», «The River», «Born in the U.S.A», «The Rising», και «The Ghost of Tom Joad»), η αυτοβιογραφία του Bruce Springsteen είναι γραμμένη με τον λυρισμό ενός μοναδικού τραγουδοποιού και τη σοφία ενός άνδρα που έχει στοχαστεί σε βάθος τις εμπειρίες της ζωής του.

 

25.91

Ξένη λογοτεχνία

Μια αξιοπρεπής έξοδος

Ερίκ Βυϊγιάρ

Ο Πόλεμος της Ινδοκίνας κράτησε πολλά χρόνια. Ωστόσο, στα γαλλικά σχολικά εγχειρίδια, μόλις που αναφέρεται. Με μια εντυπωσιακή αίσθηση της αφήγησης, το Μια αξιοπρεπής έξοδος περιγράφει πώς, με μια απίστευτη ιστορική ανατροπή, δύο από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες δυνάμεις ηττήθηκαν από έναν πολύ μικρό λαό.
Με μια σειρά από αξέχαστες σκηνές, ο Eric Vuillard περιγράφει την απίστευτη διαπλοκή συμφερόντων και ξαναζωντανεύει μια ολόκληρη πινακοθήκη πορτρέτων: καλλιεργητές καουτσούκ, Γάλλους στρατηγούς, τις συζύγους τους, πολιτικούς, τραπεζίτες, μια απειλητική ανθρώπινη κωμωδία. Αν στόχος της λογοτεχνίας είναι η οικουμενικότητα, δεν μπορούσε να μην αποτελέσει αντικείμενο της αφήγησης το πώς αυτός ο πολύ μικρός λαός, οι Βιετναμέζοι, κατάφερε να νικήσει δύο από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου. Και αυτό μπορεί να μας επιτρέψει να καταλάβουμε γιατί, ακόμη και σήμερα, στο Αφγανιστάν, στο Μάλι ή αλλού, η Γαλλία θα αναζητά, μάταια πάντα, μια αξιοπρεπή έξοδο. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

16.00

Ξένη λογοτεχνία

Ο Αχός και το Πάθος

William Faulkner

Παράφορο, πυρακτωμένο, σκοτεινό, φιλοσοφικό: αυτό είναι το πορτρέτο των Κόμπσον, της πλέον εμβληματικής από τις οικογένειες που επινόησε η αξεπέραστη φαντασία του Φόκνερ. Σ’ αυτό το σπουδαίο επίτευγμά του καταβυθίζεται στα ιλιγγιώδη βάθη της ανθρώπινης ψυχής, εκεί όπου ελάχιστοι συγγραφείς κατάφεραν ποτέ να φτάσουν.

21.00

Ελληνική λογοτεχνία

Deepfake

Μαλαφέκας Μάκης

Έπρεπε να γράψω ένα λάθος μυθιστόρημα. Ο αφηγητής παρασέρνει τον ήρωα σ’ όλα τα αδιέξοδα, σ’ όλα τα λάθη, τα περιγράφει και λάθος από πάνω, εκτιμά λάθος την εποχή του, τις καταστάσεις όλες, και στο τέλος ο ήρωας πεθαίνει γιατί δεν μπορεί να γίνει τίποτα άλλο. Και πεθαίνει κι ο αφηγητής. Όλοι. Πεθαίνουν όλοι με φριχτό τρόπο, το λάθος μυθιστόρημα ξεχνιέται, και μετά από χρόνια το βρίσκει σε καλάθι ένας άλλος αφηγητής. Κάνει πλέον μισό ευρώ, αλλά δεν το αγοράζει καν.

12.96

Γκρέγκορ φον Ρετσόρι

Στην αυτοβιογραφία του έχει δεύτερο ρόλο. Πρωταγωνιστούν τα πρόσωπα που τον έπλασαν: η παρα­μάνα του η Κασσάνδρα, με το πιθηκίσιο μούτρο, την αλαμπουρνέζικη γλώσσα και τη χωριάτικη σοφία· η κατά φαντασίαν χρο­νίως ασθενούσα μητέρα του, εκθρονισμένη πριγκίπισσα· ο πατέρας του, μανιώδης κυνηγός, ­ήρωας χωρίς αιτία· η αιθέρια αδελφή του, νύμφη και τύραννος μαζί· η μετρημένη Στράουσσι, που ξέρει να συμβιβάζει τα ασυμβίβαστα· και πάνω απ’ όλα η θρυλική Μπουκοβίνα, χωνευτήρι λαών, γλωσσών, θρησκειών, τόπος μυθικός, τόπος χαμένος.

 

20.00

Ελληνική λογοτεχνία

Νικήτρια σκόνη

Κώστας Καλτσάς

Τα παιδιά δεν κρατάνε από καμιά ιστορία. Ούτε κι εμείς. Κι εμάς μας τη δώσαν, μας πέταξαν μέσα.

Η ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΣΚΟΝΗ ακολουθεί τρεις γενιές μιας ελληνικής οικογένειας από το τέλος της Κατοχής και το ξέσπασμα του ελληνικού Εμφυλίου μέχρι τις παραμονές του διχαστικού δημοψηφίσματος του 2015 για τη διάσωση της χώρας.

Στην προσπάθειά του να μιλήσει για τη ζωή και τον θάνατο του πατέρα του, ο Μιχάλης Ξενίδης ανασυστήνει την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας και εποχής, περιλαμβάνοντας στην αφήγησή του
Βρετανούς στρατιωτικούς και Έλληνες συνεργάτες του εχθρού, βασιλόφρονες και κομμουνιστές, πλούσιους και φτωχούς, τους ζωντανούς και τους νεκρούς, ίσως κι ένα ή και δύο φαντάσματα.

Δεκαετίες μετά, ο γιος του ο Αντρέας, που κάποτε τόλμησε να θεωρήσει εαυτόν απαλλαγμένο από το βάρος όλης αυτής της ιστορίας, πρόκειται σύντομα ν’ ανακαλύψει πως τα φαντάσματα εκείνα δε θα σταματήσουν να σε στοιχειώνουν μόνο και μόνο επειδή αρνείσαι να πιστέψεις στην ύπαρξή τους.

«Ακούγεται μεγάλο μπέρδεμα. Η φράση αυτή από τη ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΣΚΟΝΗ συμπυκνώνει τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. […] Ένα μυθιστόρημα που μας προσκαλεί να αναμετρηθούμε με τις συλλογικές εμπειρίες της δικής μας εποχής και να εξοικειωθούμε με την “τέχνη της ήττας” που μας διαπερνά και μας περιβάλλει».
ΚΩΣΤΉΣ ΚΑΡΠΌΖΗΛΟΣ, ιστορικός, διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας

«[Εδώ] η Iστορία δεν είναι φόντο αλλά χαρακτήρας: περίπλοκος, απρόβλεπτος, χαρισματικός.
Ο Κώστας Καλτσάς δεν αφηγείται απλώς την ιστορία τριών γενιών μιας ελληνικής οικογένειας αλλά την Iστορία της ίδιας της Ελλάδας. Φιλόδοξο, καταπληκτικό μυθιστόρημα».
CAROLE BURNS, συγγραφέας

24.40

Κωστής Καρπόζηλος

«Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων». Ξεκινώντας από αυτή τη φράση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, ο Κωστής Καρπόζηλος πραγματεύεται την ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού του 20ού αιώνα, εστιάζοντας στην «πραγματική κίνηση» των ανθρώπων του και ανιχνεύοντας τις πολλαπλές του γεωγραφίες. Το αποτέλεσμα είναι μια συναρπαστική αφήγηση όπου πρωταγωνιστούν ταξιδιώτες της επανάστασης, εκπατρισμένοι διανοούμενοι, πρόσφυγες και μετανάστες, άνθρωποι που διασχίζουν τα συμβολικά και κυριολεκτικά όρια του έθνους. Η οθωμανική και ελληνική Θεσσαλονίκη, η Κωνσταντινούπολη, οι προσφυγικές πόλεις της Ελλάδας, η Μόσχα και οι ελληνόφωνες κοινότητες της Μαύρης Θάλασσας του Μεσοπολέμου, τα χαρακώματα του ισπανικού εμφυλίου, το Παρίσι του Λαϊκού Μετώπου, η Μέση Ανατολή στα χρόνια του πολέμου, το Βουκουρέστι και η Τασκένδη των πολιτικών προσφύγων, οι καπιταλιστικές μητροπόλεις στα χρόνια της δικτατορίας συνθέτουν μια διεθνική ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού. Και το νήμα που τα ενώνει είναι η αδιάκοπη κίνηση εκείνων που ένιωθαν ότι οι ταξικοί περιορισμοί και το καθεστώς της εκμετάλλευσης δεν ήταν η αυτονόητη συνθήκη της ύπαρξης, οι ζωές της επαναστατικής περιπλάνησης που δεν χωρούσαν σε μια εθνική επικράτεια.

19.98

Ξένη λογοτεχνία

Η χώρα του χιονιού

Γιασουνάρι Καουαμπάτα

Η χώρα του χιονιού είναι μια ιστορία έρωτα ανάμεσα σε έναν αργόσχολο διανοούμενο αστό του Τόκυο και μια γκέισα των βουνών της βορειοδυτικής Ιαπωνίας. Παρόλο που δεν αναφέρονται ποτέ τα πραγματικά ονόματα των τόπων, το μυθιστόρημα διαδραματίζεται σε μια απομακρυσμένη περιοχή θερμών πηγών της επαρχίας Νίιγκατα, και συγκεκριμένα στη μικρή πόλη Γιουζάουα. Ο ήρωας ταξιδεύει με το τραίνο και στην πρώτη φράση του μυθιστορήματος μόλις έχουν περάσει ένα τούνελ και βρίσκονται ξαφνικά στη χώρα του χιονιού.

Αυτή η περιοχή είναι γνωστή ως η άλλη όψη της Ιαπωνίας, και κρύοι άνεμοι, με προέλευση από τη Σιβηρία, τη διατρέχουν. Περνάμε έτσι από την πρωτεύουσα στον παράξενο και άγριο κόσμο των βουνών, από έναν κόσμο σε έναν άλλο κόσμο, σε μια διάσταση εξωπραγματική που εισάγεται από την πρώτη σελίδα με καθρεφτίσματα, μακρινά φώτα και μάτια που λάμπουν επάνω σε τζάμια σχηματίζοντας διπλοτυπίες με το νυχτερινό τοπίο.

Ο Καουαμπάτα δίνει πρόσθετες διαστάσεις και έμφαση στις εικόνες ομορφιάς και απόκοσμου που θέλει να δημιουργήσει. Φως, τραίνο, ηλεκτρικό, η κόρη του ματιού της Γυόκο πάνω σε μια μακρινή λάμψη, το καινούργιο στην υπηρεσία της ομορφιάς. Ακόμα και η βία είναι απλώς μέρος ενός κόσμου αντιθέσεων και υπάρχει κι αυτή για μερικές μόνο στιγμές πριν ο γαλαξίας τα καταπιεί όλα μέσα του. Ο έρωτας τρεμοπαίζει αβέβαιος στις καρδιές, στα μάτια, στα σώματα.

Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων συναντάει το Ζεν των στιγμών ενώνοντάς τες σε ένα τώρα που έχει καταπιεί παρελθόν και μέλλον και παραπαίει ανάμεσα σε θάμπωμα και μελαγχολία. Η ένωση με τη φύση, με το ερωτικό σώμα και τελικά με το σύμπαν είναι μοιραία στη βίωσή της και αφήνει τους ήρωες χωρίς δέρμα και χωρίς γιατρειά. Η απόσταση και η ψυχρότητα συναντούν το πάθος και την τρέλα, η φωτιά κατατρώει τα πάντα κάτω απ’ το παγωμένο βλέμμα του γαλαξία.

Η “Χώρα του χιονιού” είναι ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του Καουαμπάτα (Νόμπελ Λογοτεχνίας 1968) καθώς και ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα της ιαπωνικής λογοτεχνίας.

16.50

Ιστορία

Οι δωσίλογοι

Μενέλαος Χαραλαμπίδης

Η συνεργασία με τον κατακτητή χαρακτήρισε την καθημερινότητα σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Πολιτικοί, στρατιωτικοί, επιχειρηματίες, δήμαρχοι, δικαστές, ιερείς, δημοσιογράφοι, συνεργάστηκαν στενά με τις αρχές κατοχής, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Η αρχικά διαφαινόμενη νίκη της Γερμανίας στον πόλεμο, ο αντικομμουνισμός, η απόκτηση γρήγορου και εύκολου πλούτου, η ιδεολογική ταύτιση με την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία, η ανάγκη επιβίωσης, ήταν μερικοί από αυτούς.
Στην Ελλάδα, αν και έχουν περάσει 80 ολόκληρα χρόνια από το τέλος της κατοχής, το ζήτημα της συνεργασίας με τον κατακτητή εξακολουθεί να αποτελεί θέμα-ταμπού. Αυτό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής λήθης που ακολούθησαν όλες οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν τις πολιτικές συνέπειες του πρωτόγνωρου, σε ένταση και έκταση, συλλογικού τραύματος που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία η συνεργασία. Η συνεργασία με τον κατακτητή υπήρξε η αφετηρία του νέου διχασμού, ο οποίος, με τη συμβολή και άλλων παραγόντων, οδήγησε στις εμφύλιες συγκρούσεις της κατοχής, των Δεκεμβριανών και τελικά στον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1940.

Στο βιβλίο αυτό παρακολουθούμε την πολιτική, οικονομική και ένοπλη συνεργασία με τον κατακτητή, όπως εκδηλώθηκε στον νομό Αττικής. Μέσα από τη μελέτη αρχείων που για πρώτη φορά δημοσιοποιούνται, περιγράφεται η δράση αυτών που συνεργάστηκαν, εξετάζονται οι λόγοι και οι μηχανισμοί ανάπτυξης του φαινομένου της συνεργασίας καθώς και οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που ευνόησαν την εμφάνισή τους.

Οι πολιτικές που ακολούθησαν οι τρεις ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις, ο ρόλος εμπόρων, βιομηχάνων, πολιτικών μηχανικών και άλλων στις οικονομικές συναλλαγές με τους κατακτητές, η δράση της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, των Ταγμάτων Ασφαλείας, των Ελλήνων πρακτόρων των Es-Es και άλλων, που συγκρότησαν το ένοπλο σκέλος της συνεργασίας, και η δικαστική τους αντιμετώπιση μετά το τέλος της κατοχής, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της μελέτης.

23.32

Best Sellers

Aυτά είναι τα βιβλία που αγαπήσατε περισσότερο στο LifO Shop το τελευταίο διάστημα

Βιογραφία - Μαρτυρίες

Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα

Διονύσης Σαββόπουλος

Αυτό που λέμε «Σαββόπουλος» δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο «Σάββο», όπως τον έλεγε ο συγχω­ρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.
Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο. Το ’χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει.
Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ένα παιχνίδι είναι. Ένα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό.
Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιό­νιο. Αυτόν ντύνεται.
Καλή ακρόαση, αγαπητοί μου, καλή ανάγνωση.
Δ.Σ.

17.70

Ελληνική λογοτεχνία

Θολός βυθός

Γιάννης Ατζακάς

Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυαλικές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ’ όνομα: «Απόστολος Παύλος», Άγιος Χαράλαμπος», «Καλή Παναγιά», «Άγιος Δημήτριος», Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949 – 1955. Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη «αναζήτηση του χαμένου χρόνου» και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον «θολό βυθό» της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του. (. . .)

16.45

Κοινωνιολογία

Η ιστορία της συζύγου

Μέριλιν Γιάλομ

“Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ” συνιστά μελέτη της νομοθεσίας, των θρησκευτικών μεθόδων, των κοινωνικών εθίμων, των οικονομικών διευθετήσεων και της πολιτικής συνειδητότητας που επηρέασε γενιές συζύγων: Στην εβραϊκή κοινωνία όπου ίσχυε η πολυγαμία, στην αρχαία Ελλάδα όπου οι κόρες δίνονταν από τους πατεράδες στους συζύγους τους για να γεννήσουν νόμιμα παιδιά και ορίστηκαν νόμοι περί μοιχείας και διαζυγίων, στη μεσαιωνική Ευρώπη όπου αποδόθηκε στο γάμο θρησκευτική σημασία, στη διάρκεια της Μεταρρύθμισης και του Διαφωτισμού όπου το ιδεώδες του συντροφικού γάμου ήρθε στο προσκήνιο, και στην Αμερική του 20ού αιώνα όπου το νέο πρότυπο της συζυγικής σχέσης αναδύθηκε.

Αυτή η πλούσια διαυγής εξιστόρηση των κομβικών σημείων της ιστορίας της συζύγου περιλαμβάνει αλησμόνητες ιστορίες διάσημων ζευγαριών όπως ο Αβραάμ με τη Σάρα και την Άγαρ, ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα στην Αρχαία Ρώμη, ο Τριστάνος και η Ιζόλδη, αλλά και ιστορίες γάμων από την Αναγέννηση μέσα από τον Chaucer και τον Σαίξπηρ. Μιλά για τους Εβραϊκούς γάμους, αλλά και του προτεστάντη Λούθηρου σε αντίθεση με τους Καθολικούς γάμους, και για τους γνωστούς γάμους γυναικών που εναντιώθηκαν στις συμβάσεις της εποχής τους, από τη Μάρτζερυ Κεμπ ως την Ελίζαμπεθ Κέηντυ Στάντον, από την Ελοΐζα ως τη Μάργκαρετ Σάνγκερ. “Η Ιστορία της συζύγου”, έχοντας ως πηγή τα ημερολόγια, τα απομνημονεύματα και τις επιστολές, αποτίνει φόρο τιμής στις συνήθεις συζύγους, οι οποίες στο πέρασμα των αιώνων συνέπλευσαν ή πήγαν κόντρα στο ρεύμα της εποχής τους, επηρεάζοντας διακριτικά τη νομική, προσωπική και κοινωνική σημασία του γάμου.

Σε οποιαδήποτε γυναίκα είναι, υπήρξε ή θα υπάρξει παντρεμένη, αυτή η διανοητικά εύρωστη και συναρπαστική ιστορική ανάλυση του γάμου φωτίζει με καινούργιο τρόπο το θεσμό που οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν δεδομένο, και που ενδέχεται, πράγματι, να περνά σήμερα την πιο ταραχώδη ανακατάταξή του από την περίοδο της Μεταρρύθμισης.

19.90

Ξένη λογοτεχνία

Φωνή χωρίς ήχο

Σελίν Κυριόλ

Ζει στο Παρίσι και εργάζεται στο Σταθμό του Βορρά. Αόρατη αναγγέλλει την άφιξη των τρένων, τα ωράρια, τις αναχωρήσεις και τις γραμμές, συνοδεύει τους αποχωρισμούς ή τις επανενώσεις.

Όταν γυρίζει σπίτι της, μόνη της, είναι για να περιμένει το τηλεφώνημα του άντρα που αγαπά. Ένα βράδυ μέθης, φιλήθηκαν, αλλά εκείνος αγαπάει έναν Άγγελο. Όταν βγαίνει από το διαμέρισμά της αφού πέσει η νύχτα, είναι για να σκοτώσει το χρόνο στους δρόμους της πόλης, στις επικίνδυνες γειτονιές, στις μπουάτ και τα καφέ όπου η ομορφιά είναι άβολη. Αργά καλεί εκείνον που αγαπά. Αργά εκείνος πηγαίνει να τη συναντήσει.

Πέρα από την ιστορία μιας ερωτικής εμμονής, η Σελίν Κυριόλ φέρνει αντιμέτωπα το ενδότατο και το ανώνυμο, τα ψυχικά βάσανα και την πραγματικότητα της πόλης, για να δώσει με ευσπλαχνία μια αξιόλογη άποψη του σύγχρονου κόσμου.

17.50

Ξένη λογοτεχνία

Θλιβερός τίγρης

Νεζ Σινό

«Θέλησα να το πιστέψω, θέλησα να ονειρευτώ ότι το βασίλειο της λογοτεχνίας θα με υποδεχόταν όπως κάθε ορφανό που βρίσκει εκεί καταφύγιο, αλλά ακόμα και μέσω της τέχνης δεν μπορείς να βγεις νικητής από την αχρειότητα. Η λογοτεχνία δεν με έσωσε. Δεν έχω σωθεί…»

Τα παιδικά χρόνια της Νεζ Σινό έχουν σφραγιστεί από τον εξακολουθητικό βιασμό που υφίστατο από τον πατριό της. Τον μηνύει το 2000, μαζί με τη μητέρα της, κι εκείνος καταδικάζεται σε εννέα χρόνια φυλάκισης. Χρόνια αργότερα, η Σινό επανέρχεται σε αυτό το ανεπούλωτο τραύμα καταθέτοντας με μια σπαραχτική αφήγηση το τι και πώς συνέβη – δίχως πάθος, δίχως μεμψιμοιρία. Επιχειρεί να αποσυναρμολογήσει προσεκτικά τη μικρή βόμβα που δυναμίτισε την παιδική της ηλικία: το θέμα δεν είναι μόνον τα κυριολεκτικά συμβάντα· είναι και το πώς λειτουργεί αυτή η κατάθεση, υποχρεώνοντας τον αναγνώστη να σκεφτεί πάνω στα ευαίσθητα θέματα της παιδοφιλίας, της αιμομιξίας, της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων.

Η υβριδική αφήγηση, μεταξύ μαρτυρίας, αυτοβιογραφίας και μύχιας εξομολόγησης –δίχως να απεμπολεί την αναντίρρητη λογοτεχνικότητά της– τεντώνει τα όρια των γλωσσικών δυνατοτήτων της προκειμένου να μπορέσει να εξηγήσει τα γεγονότα, αλλά και να βρει τον τρόπο να τα πει. Το κείμενο γίνεται ανιχνευτής τόσο της δύναμης όσο και της αδυναμίας της λογοτεχνίας ως πανάκειας, ως θεραπείας ή παραμυθίας. Για να φέρει εις πέρας την αυθιστόρησή της, η συγγραφέας συνομιλεί και ξαναδιαβάζει συγγραφείς και κείμενα γύρω από την ενδοοικογενειακή σεξουαλική παρενόχληση.

Εξερευνώντας το τοπίο του ζοφερού κακού, η Σινό ομολογεί ότι ο επιζών μπορεί να επιβιώνει, αλλά δεν ξεχνά ποτέ. Ως ενήλικη πλέον, αναζητεί την αλήθεια, όχι την εκδίκηση· θέλει να κατανοήσει τη θέση του δήμιου, τους μηχανισμούς που τον οδηγούν στην παραβατική πράξη, αλλά και τη θέση του περίγυρου που συνήθως τον συγκαλύπτει. Η δική της μη αναστρέψιμη θέση διατυπώνεται παραστατικά: damaged for life – διά βίου κατεστραμμένη.

Λ.Τσιριμώκου

18.00

Γιάννης Παρασκευόπουλος

Χώρος τέρψης και ευδαιμονίας, ο κήπος συμβολίζει ένα πρωταρχικό τόπο, μια απώτατη καταγωγή και μια ανάμνηση της Χρυσής Εποχής της ανθρωπότητας. Η μορφή και το περιεχόμενο του κήπου διαπερνούν τους κοινωνικούς και τοξικούς διαχωρισμούς, δημιουργώντας μια νέα γεωγραφία. Η εντατική σκέψη του κήπου ανταποκρίνεται σ’ ένα γήινο αλλά ταυτόχρονα και σ’ ένα μεταφυσικό αίσθημα, που όσο περίπλοκο και να είναι αποσκοπεί στην απλότητα. Η ευτοπία του κήπου αποτελεί την αναζήτηση μιας χαμένης σύνδεσης του πολιτισμού με τη φύση, την ανακατασκευή του χαμένου χρόνου, αλλά και τη χωρική αναίρεση του χρόνου.

Στην “Ποιητική του Κήπου” προτείνεται μια ιστορία της έννοιας και της πρακτικής του κήπου. Στο έργο εξετάζονται διεξοδικά οι συνθήκες εμφάνισης του κήπου σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Από την αρχή μέχρι το τέλος της, η Ποιητική καλύπτει ένα ευρύ ιστορικό, λογοτεχνικό, θεολογικό και φιλοσοφικό φάσμα θεωριών και αναφορών στην έννοια του κήπου, προβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο την ψυχογεωγραφία αυτού του τόπου.

18.02

Ελληνική λογοτεχνία

Διπλωμένα φτερά

Γιάννης Ατζακάς

“Η κακορίζικη εκείνη χρονιά -η καταραμένη θα την πω τώρα- είχε δεν είχε φτάσει ακόμη στα μισά της και πήγαινε όπως άρχισε, πάντα πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Και τα χειρότερα δεν είχαν ακόμη συμβεί. Τότε ήρθε η ώρα του όξους και της χολής, η ώρα του αίματος και του θανάτου”.

Είχε από χρόνια αποτραβηχτεί στο παλιό σπίτι στην πλαγιά του βουνού. Τα δειλινά, κάτω από τα δέντρα που μαζί τους είχε ριζώσει στα καρπερά της χώματα, βλέποντας τον ήλιο να χαμηλώνει στη θάλασσα, ζούσε και το δικό του λυκόφως. Μέχρις ότου, εντελώς αναπάντεχα, οι “άνεμοι της μνήμης” τον ανασήκωσαν από τον ξένο τόπο και τον εναπόθεσαν απαλά στο μακρινό νησί του, μπροστά στην πατρογονική εστία, τον γύρισαν πίσω στη σημαδιακή εκείνη χρονιά, τη χρονιά του ξεριζωμού.

Ήρθαν τότε κοντά του, όπως ήταν στον καιρό τους, στη ρημαγμένη ζωή τους, οι σκιές της γιαγιάς και του παππού: η γριά-Βενετιά, που από βρέφος τη φώναζε μάνα, να τρέχει από χάραμα ως νύχτα να προλάβει να τα φέρει όλα σε πέρας και τα βράδια, στο φως του δαυλού, η ακάματη και γνωστική γερόντισσα με τις “ορμήνιες” της να πολεμά να τον πλάσει για έναν κόσμο που νόμιζε ότι θα διαρκέσει για πάντα. Ως τα στερνά της, που πήρε να ψυχανεμίζεται τον άγγελό της κι “αγγελιάστηκε”.

Τελείωνε το 1949. Ο πατέρας είχε χαθεί, χωρίς ίχνη, στους σκοτεινούς δρόμους της Ιστορίας. Η μάνα είχε σβήσει στη γέννα του, πριν από οκτώ ακριβώς χρόνια. Κι αυτός θα έβρισκε, πριν καλά βγει το δίσεκτο εκείνο έτος, μιαν ακόμη μητέρα – τη “Μεγάλη Μητέρα” των απορφανισμένων παιδιών ενός αδικαίωτου κι αδυσώπητου πολέμου.

13.43

Ελληνική λογοτεχνία

Αρχίζει το ματς

Θανάσης Σκρουμπέλος

«Αρχίζει το µατς» ήταν ο τίτλος εκποµπής, έγινε τραγούδι, ήταν εγερτήρια φράση µετά το κυριακάτικο τραπέζι: να σηκωθείς όπως-όπως να προλάβεις το µατς. Γιατί τότε οι αγώνες ξεκινούσαν µεσηµέρι. Μετά, στην πλατεία πλάκα, πρόγκα, πειράγµατα µε νικητές και ηττηµένους στο ίδιο τραπέζι να κερνούν τα ούζα. Ήταν η λαϊκή γιορτή της Κυριακής τότε το ποδόσφαιρο.

Τώρα έχει γιγαντωθεί το άθληµα. Έχει καβαλήσει σύνορα και «παίζει» σε µεγάλα, τροµακτικά και άπιαστα από το νου χρηµατικά ποσά. Μα όσο και να το ελέγχουν τα ισχυρά µπλοκ συµφερόντων, λόγω της δυναµικής του, συνεχίζει να είναι λαϊκή γιορτή σε κάθε γωνιά του κόσµου. Αν ξύσεις κάτω από την γκλαµουριά θα βρεις ακόµη κάτι από τον αρχικό του ροµαντισµό: παίκτες, προπονητές, φιλάθλους να αναζητούν την αρχική οικεία ηδονή που πληµµύριζε γειτονιά κι εξέδρες. Το άλλο ποδόσφαιρο. Αυτό που θα µπορούσε να γίνει γέφυρα µε την ποίηση, µε την τέχνη.

Έναν τέτοιο δρόµο προσπάθησαν να βαδίσουν δυο φίλοι, παλιοί ποδοσφαιριστές, στην Καισαριανή. Τα βήµατά τους, καθώς και άλλες αντίστοιχες προσπάθειες, καταγράφει ο Θανάσης Σκρουµπέλος. Όχι από νοσταλγία, αλλά από διάθεση να παραµείνουν ζωντανά τα όνειρα των εραστών του καλού ποδοσφαίρου.

11.00

Ελληνική λογοτεχνία

Τα φίδια στον Κολωνό

Θανάσης Σκρουμπέλος

Στην πλατεία δεν μπορείς να σεργιανίσεις, αισθάνεσαι περίεργα. Πληθώρα κόσμου και γνωστός κανένας. Τους αφάνισε όλους η μεταδημότευση, η ξενιτιά, η φυλακή και το φρενοκομείο.

Ο Θανάσης Σκρουμπέλος αφηγείται μία και μόνη ιστορία: την άγνωστη στους νεότερους Ιστορία που άνδρωσε τη μετεμφυλιακή Ελλάδα της μειονεξίας και της κακομοιριάς. Την Ελλάδα που ανέδειξε τη φορμάικα και το μπετόν ως πάγια συστατικά του μικροαστικού της ύφους. Την Ελλάδα που μια ζωή μεταμορφώνει τα καλύτερα παιδιά της σε φίδια απελπισμένα, φίδια της χειμέριας νάρκης και ερπετά της σύντομης άνοιξης.

Μέσα από μια πολυφωνική αφήγηση (που παραπέμπει, ως προς την αδρότητα και τον αυθεντικό της ρεαλισμό, στον Μάριο Χάκκα) αναδεικνύει με δραματικό τρόπο —και όσο κανένας σύγχρονος πεζογράφος— τις πιο σκοτεινές πτυχές της νεότερης Ελλάδας. (Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1981.)

9.00

Σερζ Τισερόν

Ένας ναζιστής παππούς, ένας βασανιστής θείος, ένα κρυφό εξώγαμο παιδί, μια αδήλωτη υιοθεσία, τα παιδιά του σωλήνα, ένας ομοφυλόφιλος συγγενής, ένας φυλακισμένος ξάδερφος, η απόλυση του πατέρα, το φαλήρισμα της οικογένειας, ένας επικείμενος θάνατος από καρκίνο. . .
Τι είναι το μυστικό και γιατί είναι κακό να υπάρχουν μυστικά σε μια οικογένεια; Είναι δυνατόν να μην έχουν οι γονείς τις πολύ προσωπικές, τις ιδιωτικές τους στιγμές, τις όποιες δεν εκθέτουν στα μάτια των παιδιών τους;
Ο σπουδαίος Γάλλος ψυχίατρος και ψυχαναλυτής Σέρζ Τισσερόν δίνει τις απαντήσεις σε αυτά και πολλά άλλα συναφή ερωτήματα, στο φως της τεράστιας κλινικής εμπειρίας του. Τα μυστικά από μόνα τους δεν είναι ούτε καλά ούτε κακά. Γίνονται πρόβλημα από τη στιγμή που αιχμαλωτίζουν και βασανίζουν μέχρι την τρίτη γενιά τα μέλη της οικογένειας. Το μυστικό αποκτά παθολογικές διαστάσεις όταν κάτι μένει κρυφό και απαγορεύεται να μάθουμε περί τίνος πρόκειται ή και να σκεφτούμε ακόμα ότι θα μπορούσε να είναι κρυφό. (Από τον πρόλογο της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΜΑΤΣΑ)

ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ: Κάθε παιδί μεγαλώνει εν μέσω μυστικών, απλώς και μόνο επειδή έρχεται αντιμέτωπο με λέξεις, εκφράσεις και στάσεις των ενηλίκων, το νόημα των οποίων δεν μπορεί να το καταλάβει. Πολύ σύντομα, αρχίζει να θέτει ερωτήσεις και ενίοτε τού τις απαντούν. Άλλοτε πάλι του χαμογελούν και του λένε ότι θα μάθει όταν μεγαλώσει. Αυτό συμβαίνει ιδίως από τη στιγμή πού η περιέργειά του προϋποθέτει την ύπαρξη σεξουαλικότητας. Κάποιες φορές όμως οι ερωτήσεις του πυροδοτούν στους γονείς οργισμένες αντιδράσεις, θλίψη ή κάτι εντελώς ακατανόητο. Τέτοιου τύπου αντιδράσεις, δημιουργούν στο παιδί τη σκέψη ότι του κρύβουμε κάτι σοβαρό, το οποίο ωθείται να το μαντέψει ενώ ταυτόχρονα του απαγορεύεται σιωπηρά να το θίξει. Αυτή η αντιφατική παραίνεση γεννά διαταραχές στην ψυχική συγκρότησή του: το τραύμα πού βίωσε και αποσιώπησε η πρώτη γενιά ” μεταπηδά ” στη δεύτερη, ακόμη καί στην τρίτη γενιά. Για να το καταπολεμήσουμε, πρέπει καταρχάς να αποδεχτούμε ότι τα μυστικά αυτά δεν είναι τόσο ασύμβατα με την ιδέα της Αλήθειας όσο με την επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Και το πρώτο πράγμα πού χρειάζεται να πούμε σε ένα παιδί για να το απελευθερώσουμε είναι: “Εσύ δεν φταις καθόλου “. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

14.00

LiFO Βιβλία

Οι εκδόσεις μας στο LifO Shop

Φώντας Τρούσας

Κείμενα για ουκ ολίγες βαθιά υποτιμημένες ταινίες, κυρίως από τη δεκαετία του ’70, που απελευθέρωσαν τη ματιά του θεατή από την οικογενειακή τηλεοπτική εικόνα, απενοχοποιώντας περαιτέρω το γυμνό (γυναικείο και αντρικό), την ερωτική περίπτυξη ή και την ερωτική πράξη καθαυτή, τοποθετώντας τα όλα τούτα εντός του ελληνικού τοπίου (φυσικού ή αστικού). Σε μια εποχή συντηρητική, όπως και να το κάνουμε, είναι η λογοκρισία εκείνη που χαλαρώνει –και επί δικτατορίας και επί μεταπολίτευσης–, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι άνθρωποι που στήριζαν σε αυτόν την επιβίωσή τους (τεχνικοί, αιθουσάρχες κ.λπ.) μετά το βαρύ χτύπημα που του επέφερε η τηλεόραση, δείχνοντας εν ολίγοις όσα δεν μπορούσε να δείξει η TV. Αναδείχθηκαν έτσι νέες ερωτικές περσόνες, σαν εκείνες που υποδύθηκαν η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, η Δώρα Σιτζάνη, η Ρίτα Μπενσουσάν, η Τίνα Σπάθη, η Ajita Wilson κ.ά., μαζί βεβαίως με τους παρτενέρ τους, τον Θεόδωρο Ρουμπάνη, τον Λευτέρη Γυφτόπουλο, τον Udo Kier, τον Γιώργο Στρατηγάκη, τον Χρήστο Νομικό κ.ά.

Από το βιβλίο δεν απουσιάζουν τα κείμενα και οι πληροφορίες ακόμα και για τον underground ή πειραματικό κινηματογράφο μας, δεν απουσιάζουν οι πρωτοποριακές μουσικές ταινίες, δεν απουσιάζουν και άλλα πολλά, που θα τα ανακαλύψετε σιγά-σιγά.

Από τον πρόλογο του βιβλίου

17.00

LiFO Βιβλία

Ας φυσά τώρα

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:

Eίχα έναν φίλο που πέθανε η μάνα του απότομα, από καρδιά. Ήταν περίεργο παιδί και δεν έκλαψε καθόλου, ούτε με το πρώτο σοκ ούτε μετά – στις εκκλησίες και στους τάφους. Ήταν κλειστός σαν πέτρα, γιατί την αγαπούσε πολύ.

Το βράδυ που έφυγαν οι επισκέπτες από το σπίτι (σχεδόν τους έδιωξε), εξαντλημένος άνοιξε το ψυγείο. Σε ένα τάπερ βρήκε γεμιστά. Τα είχε μαγειρέψει η μάνα του μια μέρα πριν πεθάνει.

Έκατσε στο τραπέζι, μόνος, και άρχισε να τρώει. Ένιωσε κάτι υπόκωφο να του χτυπάει τα σωθικά: η οικειότητα αυτής της γεύσης. Το ρύζι, η ντομάτα, το συγκεκριμένο λάδι, ο συγκεκριμένος άνηθος – αυτό το μείγμα που ανήκε αποκλειστικά στη μάνα του.

Τότε μόνο τον πήραν τα κλάματα. Έκλαιγε κι έτρωγε, σιγά-σιγά, για να μην τελειώσουν γρήγορα τα γεμιστά του. Μέχρι που τέλειωσαν.

________________

Η επώδυνη ενηλικίωση ενός αγοριού στην επαρχία της δεκαετίας του ’60 και του ’70, η παράξενη άνθηση της σεξουαλικότητας, το μπούλινγκ, οι μαγικοί κόσμοι που αναγκάστηκε να εξυφάνει στη μοναξιά του, η ειδυλλιακή εικόνα ενός νησιού που από πίσω κρύβει καταπίεση και φοβο.

Η δειλή του επανάσταση στην εφηβεία και η μεγάλη του απόδραση στην Αθήνα. Ο τρόπος που προσπάθησε να φτιάξει τη ζωή του, δίχως τις ετοιμες λύσεις της πολιτικής ή της θρησκείας – ακολουθώντας το ένστικτό του και παρατηρώντας σχεδόν με ωμότητα το παίγνιο μιάς κοινωνίας υπό διάλυση.

________________

Το νέο βιβλίο του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο – δίχως αναστολές και δίχως απολογίες. Με σχεδόν εργαστηριακό βλέμμα καταγράφει την αγριότητα και την ομορφιά που ενυπάρχουν σε κάθε ζωή ·  τα τεχνάσματα και τα κατά συνθήκην ψεύδη που χύνονται σαν μέλι στην παντόφλα της δημοσιογραφίας και των social media.

Κυρίως όμως το βιβλίο αυτό είναι ένα tour de force ως προς το ύφος του ― με μια γλώσα μεστή και δωρική, αστραφτερή σαν λάμα και γεμάτη ποιητικές αντηχήσεις.

Είναι μια απόλαυση να το διαβάζεις: τόσο το πρώτο μέρος που συγκεφαλαιώνει τις αφηγήσεις του Νησιού· όσο και το δεύτερο μέρος που μιλά για τον ερχομό στην μεγάλη πόλη.

______________

 

 

13.00

Βρασίδας Καραλής

Στο μεταξύ τα λουλούδια σου έχουν αρχίσει να πεθαίνουν το ένα μετά το άλλο. Ο μυστικός κήπος όπου μπορούσες να κρυφτείς, να σκεφτείς και να κλάψεις σιωπηλά, μέρα τη μέρα αφανίζεται. Προσπαθώ να τα φροντίζω, να τα ποτίζω, να τα κλαδεύω και να τα τρέφω, κι όμως αυτά γνωρίζουν πως κάτι έχει αλλάξει, δεν είσαι εσύ μα ένας ξένος, κάποιος που προσποιείται ότι τα φροντίζει. νιώθουν ότι το κάνει για σένα και όχι γι’ αυτά. Η αζαλέα μαράθηκε πρώτη. ύστερα οι τριανταφυλλιές και η πλουμέρια, οι γαριφαλιές, η τελοπέα, οι κάκτοι, οι ανιγόζανθοι, οι μικροί ευκάλυπτοι, το δεντρολίβανο, η μπάνξια, οι βασιλικοί, τα πάντα. Οι πολύχρωμες μικρές πετούνιες σου ξεράθηκαν, μια καφετιά νεκρή μάζα στη θέση της παλιάς φαντασμαγορίας. Η υπόσχεση που αντιπροσώπευε κάθε λουλούδι βρίσκεται τώρα μουδιασμένη και σφραγισμένη στα μαραμένα τους μπουμπούκια. Ένα πράσινο κυπαρίσσι απομένει, το σπαρτιάτικό σου, που μας θύμιζε τα χρώματα γύρω από την Ολυμπία, και η μικρή ελιά που χάιδευες τόσο τρυφερά, η υπέρτατη λαχτάρα μας για ρίζες. Τα κοιτάζω και με αποδοκιμάζουν. «Μας άφησε,» μουρμουρίζουν θροΐζοντας «άσε μας τώρα κι εσύ, φύγε. Αναζητούμε τα μάτια του Ρόμπερτ, το άγγιγμά του, τη ζεστασιά του. Δεν είσαι εσύ». Αυτό λένε κάθε φορά που προσπαθώ να τα φροντίσω. Με αγνοούν. Νιώθω αβοήθητος, απελπισμένος.

Στην καρδιά κάθε σχέσης υπάρχει ένας κήπος. Κάνω ό,τι μπορώ για να τον κρατήσω ζωντανό, όμως τα λουλούδια ρωτούν συνέχεια για σένα – και δεν ξέρω πώς να τους εξηγήσω το θάνατο, τη μοναξιά, την εκδημία, το πένθος. «Δεν θα υπάρξει καινούρια άνοιξη για μας» λένε το ένα στο άλλο. «Είμαστε εδώ για ν’ ακούσουμε τα λόγια του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ, που μας καλεί στη ζωή. Μας πότιζε ένα ένα, υπομονετικά, στοργικά. Μας έλεγε ιστορίες. Ήταν φίλος μας. Αλλά πού είναι τώρα; Καλύτερα να μην ξαναγεννηθούμε, αφού δεν είναι αυτός εδώ. Τα χέρια του μας κρατούσαν ζωντανά. Η φωνή του συνέθετε τη σαγηνευτική μελαγχολία μας.» Κι ενώ εγώ προσπαθώ να εξηγήσω, παραμένουν απόμακρα, αγνοώντας με – είμαι ο ξένος τώρα, ο παρείσακτος, η περιττή παρουσία.

____________________________________________________________

Ένα από τα πιο σπαρακτικά κείμενα που έχουν γραφτεί για την απώλεια είναι το βιβλίο του Βρασίδα Καραλή για την εκδημία του συντρόφου του Ρόμπερτ Τζόζεφ Μήντερ.

«Το αποχαιρετιστήριο αυτό γράμμα είναι κάπως σαν την καρδιά μου ξεγυμνωμένη, σαν μια προσπάθεια να καταγράψω τι πραγματικά μας κάνει να ζούμε – το μυστήριο της αγάπης και της παρουσίας μας στον κόσμο.» – B.K.

___________

Ο Βρασίδας Καραλής συνομιλεί με τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο για το βιβλίο του «Αποχαιρετισμός στον Ρόμπερτ»​

 ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ: Ο Βρασίδας Καραλής είναι απέναντί μου, αλλά εγώ τώρα πια, που ήρθε η ώρα να μιλήσουμε, δεν ξέρω τι να του πω. Την περασμένη άνοιξη έχασε τον σύντροφό του μετά από τριάντα χρόνια κοινής ζωής. Στα κύματα πένθους, οργής και απορίας που τον διακατέχουν έκατσε και έγραψε ένα μικρό βιβλίο στα αγγλικά ‒γιατί ο Βρασίδας ζει στην Αυστραλία πολλά χρόνια τώρα, είναι καθηγητής πανεπιστημίου εκεί‒, ένα γράμμα αγάπης, ουσιαστικά, στον νεκρό του σύντροφο. Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό κείμενο μεγάλου πένθους και αξίας, όχι μόνο λογοτεχνικής αλλά και πολιτικής, γιατί για πρώτη φορά εκφράζεται έτσι η αγάπη ανάμεσα σε δύο άντρες, δίχως ίχνος απολογητικής διάθεσης αλλά ούτε και πολεμικής, πικρίας ή επιθετικότητας. Σαν να έχει περάσει το ζήτημα σ’ ένα επόμενο στάδιο που κάποιος δεν μπαίνει καν στη δικαιωματική συζήτηση επειδή δεν του περνάει από το μυαλό ότι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε ανθρώπινα πλάσματα πρέπει να δώσει λογαριασμό για το υψηλό του αίσθημα. Επειδή ο έρωτας ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε ανθρώπινα πλάσματα είναι αυτοδίκαιος και μεγαλειώδης ούτως ή άλλως… Οπότε, Βρασίδα, είμαι τυχερός που το αριστούργημα αυτό κυκλοφορεί στα ελληνικά μεταφρασμένο από την Κατερίνα Σχινά για τις εκδόσεις της LiFO·  είμαι τυχερός που σ’ έχω εδώ, απέναντί μου, στο πέρασμά σου από την Αθήνα·  αλλά, ειλικρινά, δεν ξέρω αν πρέπει να σου δείξω ξανά τον απέραντο θαυμασμό που νιώθω για το βιβλίο σου ή να σε χτυπήσω στην πλάτη και να σε ρωτήσω: «Και τώρα τι γίνεται; Πώς μπορεί να συνεχιστεί η ζωή;».

ΒΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ: Όπως λέμε στα αγγλικά, η ζωή τώρα είναι at a standstill. Υπάρχει μια περίοδος στασιμότητας μετά από έναν θάνατο, και μάλιστα τον θάνατο ενός ανθρώπου που στάθηκε δίπλα σου τόσο πολλά χρόνια. Το μόνο που νιώθεις είναι ότι η φωνή του άλλου έρχεται από πολύ μακριά, βρίσκεσαι σε μια έρημο και δεν ξέρεις πώς να επικοινωνήσεις με τον άλλο κόσμο, έχεις χάσει το αίσθημα προσανατολισμού και ταυτόχρονα έχεις ένα αίσθημα ματαιότητας. Τι κάνω τώρα εδώ, για ποιον λόγο και προς τι; Η ζωή μου δεν ήταν ποτέ τιμές και μεγαλεία, καθηγητική έδρα και φήμη πανεπιστημιακή, αλλά αυτό που ο Heidegger ονομάζει «Gelassenheit», ηρεμία, ένα είδος γαλήνης. Τη βρίσκεις την ώρα που συγχρονίζεσαι με τον κόσμο μέσω ενός άλλου προσώπου… Αυτή η λογοτεχνία του πένθους, όπως ονομάζεται, μιλάει συνήθως για τον άνθρωπο που γράφει, τι νιώθει και πώς είναι. Αυτά δεν με αφορούν, γιατί, όπως είδες, στο βιβλίο ουσιαστικά προσπάθησα να δω πώς σχετιστήκαμε με τον Ρόμπερτ και ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος.

Σ.Τ.: Διακρίνω ένα είδος υπερβολικής προσοχής για να μη φανεί ότι το βιβλίο αυτό γράφτηκε για σένα αλλά για τον Ρόμπερτ. Γιατί;

Β.Κ: Γιατί δεν γράφτηκε για μένα. Αυτό το βιβλιαράκι, αυτή η επιστολή, είναι μια πρόσκληση, μια χειρονομία προς τον Ρόμπερτ: «Πες μου πού είσαι αυτήν τη στιγμή».

Σ.Τ.: Χειρονομία προς την άβυσσο.

Β.Κ.: Προς την άβυσσο. Και τη σιωπή βέβαια, γιατί δεν πρόκειται να μου απαντήσει ποτέ.

Σ.Τ.: Η στάση σου απέναντι στα άλλα βιβλία που ξεκινούν από μια εκδημία, από μια απώλεια, αλλά οι συγγραφείς μιλούν για τον εαυτό τους, ποια είναι; Γιατί βλέπω ένα είδος περιφρονητικής αναφοράς στο βιβλίο της Joan Didion.

Β.Κ.: Ναι, δεν μου άρεσε καθόλου. Το διάβασα πάρα πολύ προσεκτικά, πριν συμβεί αυτό με τον Ρόμπερτ, και στην αρχή, ξέρεις, συγκινήθηκα, γιατί το γεγονός το ίδιο είναι συγκινητικό. Και ο άντρας της πεθαίνει και η κόρη τους μετά, στο «Blue Nights». Αλλά μιλάει συνέχεια για τον εαυτό της, για το ότι αισθάνεται οίκτο για τον ίδιο της τον εαυτό που έμεινε πίσω. Δεν αισθάνθηκα πότε οίκτο για μένα.

Σ.Τ.: Αλλά;

Β.Κ.: Οργή. Για τον τρόπο που έφυγε. Μετά, όταν βλέπεις ότι το αμετάκλητο της αναχώρησης είναι εκεί, θα μείνει εδραίο, στέκει όπως ένας βράχος μπροστά σου, έκλαψα.

Σ.Τ.: Οπότε ένα από τα στάδια του πένθους είναι η οργή. Αυτή ήρθε πρώτα;

Β.Κ.: Πρώτα η οργή. Μετά, ένα είδος numbness, ένα μούδιασμα. Έψαχνες παντού να τον βρεις και δεν ήταν πουθενά. Αυτό έγινε τη μέρα που τον πήγαμε στο νεκροτομείο και έπρεπε να του φορέσω τα ρούχα. Νομίζω ότι για όσους έχουν ζήσει τον θάνατο αυτή είναι απλώς η πιο τραγική, συγκλονιστική στιγμή. Μου θύμισε αυτό που λέει ο Χριστός στον Ιωάννη, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη: «Άνοιξε τα χέρια σου τώρα που μπορείς γιατί μια μέρα κάποιοι άλλοι θα τα ανοίξουν, όταν δεν θα μπορείς να τα ανοίξεις». Μου ήρθε αυτό το πράγμα στον νου. Εν τω μεταξύ, την ώρα που προσπάθησα να του βάλω τις κάλτσες, λιποθύμησα. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ήμουν τόσο αδύναμος.

Σ.Τ.: Είναι κανείς δυνατός μπροστά σε αυτά τα πράγματα;

Β.Κ.: Όχι.

Σ.Τ.: Μόνο από αναισθησία ίσως.

Β.Κ.: Να πω την αλήθεια, δεν κατάλαβα πώς έγινε η ταφή. Πήγαμε στην εκκλησία, στο νεκροταφείο. Είχα διαβάσει όσα έπρεπε να κάνω και έκανα τα πάντα, παρήγγειλα φέρετρο…

Σ.Τ.: Τα έκανες εσύ όλα αυτά;

Β.Κ.: Ναι. Έπρεπε να αγοράσω τον τάφο, να σκεφτώ τι θα μπει πάνω στον τάφο.

Σ.Τ.: Οι φίλοι; Δεν βοήθησαν στα πρακτικά;

Β.Κ.: Δεν μπορούσαν νομίζω.

Σ.Τ.: Αυτό είχε να κάνει και με την, ας το πούμε, κοινωνική μοναξιά του gay ζευγαριού;

Β.Κ.: Α, όχι, ήμασταν πολύ αυτάρκεις μαζί,  δεν ήμασταν ποτέ μοναχικοί. Είχαμε πολλούς φίλους,  ήθελαν να βοηθήσουν, αλλά είναι μερικά πράγματα που πρέπει…

Σ.Τ.: … να τα κάνεις εσύ.

Β.Κ.: Ναι. Και πρέπει να αντιμετωπίσεις όλο αυτό ως μια τελετή περάσματος. Γιατί αυτό βοηθάει πάρα πολύ εσένα τον ίδιο να πεις «αντίο». Λιποθύμησα ξανά όταν τον κατέβασαν στον τάφο.

Σ.Τ.: Είχες συνείδηση των στιγμών εκείνων;

Β.Κ.: Όχι, όχι.  Τον έψαχνα παντού γύρω μου. Έρχονταν οι φίλοι, με αγκάλιαζαν, με φιλούσαν, με χτυπούσαν στην πλάτη και μου έλεγαν: «Είμαστε μαζί σου, έλα να μιλήσουμε». Μου είπε κάποιος, «πρέπει να αποκτήσεις χόμπι τώρα και να ασχοληθείς με τη γιόγκα για να τα ξεχάσεις όλα αυτά». Εγώ δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν και ρωτούσα συνεχώς την ξαδέλφη του, που ήταν δίπλα μας: «Πού είναι ο Ρόμπερτ; Γιατί δεν τον βλέπω εδώ τον Ρόμπερτ; Γιατί με έχει αφήσει μόνο μου εδώ μέσα;». Το μόνο που θυμάμαι είναι οι φωνές των kookaburra, των πουλιών, και τους ανθρώπους που θα έκλειναν τον τάφο, που μου είπαν ξαφνικά: «Πρέπει να ρίξεις αυτά τα ροδοπέταλα πάνω στον τάφο».

Σ.Τ.: Ένα επόμενο στάδιο μετά το μούδιασμα ποιο είναι;

Β.Κ.: Η νεκροφάνεια, νομίζω, η δική μου. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς πέρασε ο Ιούλιος, ο Αύγουστος, ο Σεπτέμβριος. Πέρασαν μήνες που δεν έβγαινα έξω. Είχα αποκοπεί εντελώς απ’ όλο τον κόσμο. Έβγαινα το βράδυ μόνο για να βγάλω βόλτα τα δυο σκυλάκια που είχαμε. Το μόνο που έκανα ήταν να επιστρέφω στο σπίτι, να κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση, να την ανοίγω, αλλά να μη βλέπω καν τι έπαιζε.

Σ.Τ.: Αφέθηκες σε πλήρη παρακμή δηλαδή;

Β.Κ.: Απόλυτη, ναι. Κατατονία απόλυτη.

Σ.Τ.: Έτρωγες, πλενόσουν;

Β.Κ.: Τα έκανα αυτά, ναι, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος για να αντιδράσω. Δηλαδή κατάλαβα ότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό. Με έναν περίεργο τρόπο προσπαθούσα να νιώσω αυτό που ένιωθε ο Ρόμπερτ εκείνη τη στιγμή. Γι’ αυτό λέω στο βιβλίο ότι ήταν σαν να μπήκα στον κόσμο του Edgar Allan Poe. Ακούγεται γλυκανάλατο ή ηλίθιο, αλλά έβλεπα οράματα. Έβλεπα πράγματα να εμφανίζονται μπροστά μου. Δεν κοιμόμουν γιατί φοβόμουν ότι από το ταβάνι του δωματίου θα έβγαιναν περίεργες φιγούρες.

Σ.Τ.: Μέσα στο σκοτάδι αυτό τι σε βοηθούσε; Έπαιρνες φάρμακα; Έπινες;

Β.Κ.: Όχι, όχι.

Σ.Τ.: Υπήρχε κάτι που σου έδινε μια μικρή έστω παρηγοριά;

Β.Κ.: Κατάλαβα πώς πολλοί άνθρωποι παίρνουν ναρκωτικά, πίνουν ή πέφτουν σε άλλου είδους καταχρήσεις μετά από ένα τέτοιο γεγονός.

Σ.Τ.: Εσύ πού όρμησες για να βρεις λίγη παρηγοριά;

Β.Κ.: Αρχικά, αφιερώθηκα στα δύο σκυλάκια που είχαμε. Ξαφνικά κατάλαβα ότι εξαρτώνται από μένα. Ήταν πολύ μικρά και αισθάνθηκα υπεύθυνος γι’ αυτά. Έπειτα, γύρω στον Σεπτέμβριο, αποφάσισα να γράψω αυτή την επιστολή.

Σ.Τ.: Υπήρξε κάποια στιγμή που ενεργοποίησε αυτή την επιθυμία; Κάτι ξαφνικό; Ή γεννήθηκε σιγά-σιγά;

Β.Κ.: Υπήρξε μια στιγμή. Άνοιξα την ντουλάπα για να δω τι θα κάνω με τα ρούχα του και όλη αυτή η μυρωδιά, η αίσθηση του αρώματός του –έβαζε πάντα Miyake–, όλο αυτό, με χτύπησε σαν κάποιος να με χαστούκιζε για ώρες, αλλά και σαν να μου έλεγε «πρέπει να επιζήσεις, να το ξεπεράσεις, να ζήσεις και να μιλήσεις γι’ αυτό». Βρήκα τις κάλτσες που του είχα αγοράσει από εδώ, από το Κολωνάκι, μπλε και άσπρες, με την ελληνική σημαία. Του άρεσαν πάρα πολύ, τις φορούσε. Όταν ακούμπησα το παλτό του, ήρθε μια μυρωδιά που έφερε αναμνήσεις με τον τρόπο του Proust. Για να πω την αλήθεια, μου έδωσε ελπίδα όλο αυτό, ώστε να μην παραιτηθώ.

Σ.Τ.: Τα ρούχα αυτά τα έχεις ακόμα;

Β.Κ.: Ναι, ναι.

Σ.Τ.: Τι σκοπεύεις να τα κάνεις;

Β.Κ.: Δεν ξέρω. Θα μείνουν εκεί για πολλά χρόνια νομίζω. Προσπάθησα, λίγο πριν φύγω από την Αυστραλία, να τα δώσω. Στην Αυστραλία υπάρχει η παράδοση μόλις κάποιος πεθαίνει να δίνεις τα ρούχα στους άπορους και στους αστέγους. Ενώ είχα κανονίσει μια συνάντηση με τους Saint Vincent de Paul, μια σχετική οργάνωση, μετά κατάλαβα ότι δεν μπορούσα καν να τα ξεκρεμάσω.

Σ.Τ.: Δικό του ρούχο έχεις φορέσει εσύ;

Β.Κ.: Τις κάλτσες του.

Σ.Τ.: Και νιώθεις κάτι;

Β.Κ.: Δεν μπορώ να πω. Αισθάνομαι ότι ανασυγκροτώ κάποιες στιγμές που ζούσε.

Σ.Τ.: Είναι τρελό, αλλά εμένα, όπως σου έχω ξαναπεί, η μάνα μου μού έδωσε ένα μπουφάν του πατέρα μου είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, και όταν το φόρεσα ήταν σα να με έκαιγε.

Β.Κ.: Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Γιατί κι εγώ με τις κάλτσες του Ρόμπερτ που φορούσα ένιωθα ότι περπατούσα σαν και κείνον. Ότι ήμουν σε μέρη που πήγαινε εκείνος. Είναι περίεργο πράγμα η μνήμη, το τι μπορεί να κάνει, και το πώς προσπαθούμε τόσο απελπισμένα να επικοινωνήσουμε μέσα απ’ αυτά τα μικρά πράγματα.

Σ.Τ.: Ένα από τα ωραιότερα σημεία του βιβλίου είναι εκεί που λες πως, επιστρέφοντας από κάποιο μάθημά του (σ.σ. ήταν δάσκαλος μουσικής), του είπες ότι ήξερες τι μουσική έπαιζε λίγο πριν από τον ρυθμό που περπάταγε- ότι έπαιζε τα «Crisantemi» του Puccini.

Β.Κ.: Ναι, ναι. Υπάρχει και μια άλλη στιγμή. Ο Ρόμπερτ είχε ασφαλώς μουσική παιδεία, αλλά κι εγώ ήξερα μουσική, επειδή είχα ταξιδέψει. Του υπέδειξα να ακούσει το γερμανικό ρέκβιεμ του Brahms, κι ο Ρόμπερτ τρελάθηκε μετά από αυτό, επειδή ήταν και πολύ γερμανόφιλος. Και ξαφνικά, δύο εβδομάδες μετά, του ζήτησαν να το παίξει στο Opera House του Σίδνεϊ. Εγώ ήμουν στη μία πλευρά της αίθουσας, ενώ ο Ρόμπερτ έπαιζε πάνω στη σκηνή. Δεν ξέρω αν έχεις αισθανθεί την καρδιά σου να χτυπάει δύο φορές. Αν και μάς χώριζαν 500 μέτρα, ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο. Η μουσική του Brahms, ειδικά το δεύτερο μέρος, εκεί που λέει ότι η σάρκα είναι σαν χορτάρι που πεθαίνει και δεν ξανάρχεται… Επικοινωνούσαμε από απόσταση και αισθανόμουν ότι η καρδιά του χτυπούσε δίπλα μου ή μέσα μου ακόμα. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι μού είπε το ίδιο και κείνος. «Κάποια στιγμή δεν μπορούσα να παίξω γιατί νόμιζα ότι κάποιος άλλος είναι μέσα μου». Όλα αυτά προέκυψαν μέσα από τη μουσική, όπως καταλαβαίνεις. Γι’ αυτό, όταν φόρεσα τις κάλτσες του, αισθάνθηκα ότι περπατούσα σαν και κείνον, ότι ήμουν σαν και κείνον… Ακούγομαι ευγενής, αλλά είμαι λίγο χωριάτης, άξεστος άνθρωπος.

Σ.Τ.: Ως προς τι; Ως προς την ορμή των συναισθημάτων;

Β.Κ.: Ως προς τη συμπεριφορά μου.

Σ.Τ.: Μα το να έχεις ορμητικά αισθήματα δεν είναι χαρακτηριστικό του χωριάτη. Το αντίθετο. Η μεγάλη μάζα είναι που ζει σ’ ένα συναισθηματικό flatline.

Β.Κ.: Σωστά. Αλλά ο Ρόμπερτ είχε αυτή την εξευγενισμένη αντίληψη των αισθημάτων· μια απλή κίνηση, μια απλή χειρονομία, ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών. Ήταν σαν να έβλεπες έναν αναγεννησιακό πίνακα όταν μιλούσε ο Ρόμπερτ.

#img#

Σ.Τ.: Δηλαδή εσύ δίπλα του ήσουν ο ζωηρός Μεσόγειος ας πούμε;

Β.Κ.: Ναι, ναι, πάντα.

Σ.Τ.: Και έτσι σε αντιμετώπιζε κι αυτός;

Β.Κ.: Αυτός συγκλονιζόταν από τους ζωηρούς Μεσόγειους. Έτσι γίνεται, ό ένας ζητάει από τον άλλον αυτό που ουσιαστικά θα ήθελε να είναι.

Σ.Τ.: Πάντως, το physique σου δεν είναι του κλασικού Έλληνα. Είσαι ξανθός, γαλανομάτης.

Β.Κ.: Ναι, αλλά η συμπεριφορά μου είναι ανθρώπου από τα Κρέστενα νομού Ηλείας. Δεν έχω, ούτε είχα πρόβλημα με αυτό. Δεν προσπάθησα ποτέ να κρύψω τη συμπεριφορά μου. Αν και στην Αυστραλία η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι πολύ ελεγχόμενη, εγώ δεν ήθελα να αλλάξω. Ήθελα να μιλάω.

Σ.Τ.: Σαν τυπικός wog;

Β.Κ.: Aκριβώς, με ευθύτητα καταρχάς, με ειλικρίνεια. Δεν μου άρεσαν οι περιφράσεις που πολλές φορές χρησιμοποιούν οι Εγγλέζοι, που μιλούν για τα πιο προφανή πράγματα χωρίς να τα ονομάζουν.

Σ.Τ.: Οπότε, Βρασίδα, τον Σεπτέμβρη αρχίζεις να γράφεις και σιγά-σιγά τα αισθήματά σου μετασχηματίζονται ― μεταβολίζεις τον θάνατο, για να χρησιμοποιήσω μια άσχημη λέξη…

Β.Κ.: Όχι, όχι. Μου πήρε πολύ καιρό, ακόμα και τώρα νομίζω ότι πολεμάω με αυτό το φάντασμα, με την παρουσία του, με το διάνεμα, όπως θα έλεγαν στη δημοτική γλώσσα. Φαντάσου ότι στην Αυστραλία πολλές φορές περπατάω στον δρόμο και μου έρχονται στίχοι του Παλαμά από τον «Τάφο»: «Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησέ μας». Άκου κουβέντα τώρα! Ξαφνικά οι συνθήκες τα φέρνουν έτσι ώστε μιλάς με την ποίηση. «Γίνε αεροφύσημα και γλυκοφίλησε μας». Δηλαδή όταν φύσαγε ο άνεμος εγώ περίμενα να έρθει να με φιλήσει ο Ρόμπερτ, να με αγγίξει. Η γραφή με βοήθησε λίγο να το ελέγξω όλον αυτό τον συναισθηματικό στρόβιλο στον οποίο βρισκόμουν για πάρα πολύ καιρό. Μετά έπρεπε να πάω στο πανεπιστήμιο ξανά, να δουλέψω, το πρώτο εξάμηνο μετά τον θάνατο του, αλλά συνέχισα να γράφω μανιωδώς. Δεν κοιμόμουν το βράδυ, υπήρξαν εβδομάδες που δεν κοιμήθηκα καθόλου. Προσπαθούσα να βρω τα ίχνη του παντού, τι είχε αφήσει πίσω, τι έκανε. Κάποια στιγμή, εκεί που έψαχνα τα χαρτιά μου, βρίσκω έναν φάκελο που έλεγε «η διαθήκη μου». Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα υπήρχε διαθήκη. Και ήθελα τα περισσότερα να τα δώσω στον αδελφό του, στην οικογένειά του, παρόλο που είχαν απομακρυνθεί λίγο. Αλλά το βιολί και τη βιόλα που έπαιζε, τα προσωπικά του αντικείμενα, τα κράτησα εγώ.

Σ.Τ.: Δεν σε πονάει που τα βλέπεις;

Β.Κ.: Πολύ, πάρα πολύ.

Σ.Τ.: Δεν σου έχει έρθει η επιθυμία να τα κρύψεις, να τα δώσεις; Να τραβήξεις ένα Χ και να κρατήσεις μεν την υψηλή μνήμη του αλλά να μη βασανίζεσαι από τη θέα και τη μνήμη αυτών των πραγμάτων;

Β.Κ.: Περίεργο! Δεν θέλω να χαθεί από δίπλα μου η παρουσία του όσο ζω. Θα τα κρατήσω μέχρι το τέλος. Δηλαδή θα ήθελα να πεθάνω περιστοιχισμένος από τα δικά του πράγματα. Δεν θα ήθελα να αποχωριστώ όσα μας έδεσαν και μας έφεραν μαζί. Και αυτά είναι μικρά πράγματα. Του Ρόμπερτ του άρεσε πάντα να αγοράζει αυτά τα μικρά κόκκινα λεωφορεία όταν πηγαίναμε στο Λονδίνο. Κάθε φορά που τα πιάνω στα χέρια μου αισθάνομαι γαλήνη. Ταυτόχρονα, μου έρχονται λυγμοί, σκεπτόμενος αυτόν που έφυγε. Λες και βρίσκω τα δάχτυλά του, τα χέρια του πάνω τους, τα αποτυπώματά του. Βλέπεις, πολλές φορές μέσα στην τρέλα μου μιλάω σε αυτά τα άψυχα αντικείμενα. Μη με ρωτήσεις αν μου απαντάνε. Εγώ τους μιλάω.

Σ.Τ.: Εσύ, βέβαια, τώρα είσαι σε κατάσταση έντονου πένθους ακόμα, αλλά, απ’ ό,τι ξέρουμε, η ζωή έχει πολλές πανουργίες για να τραβάει τους ζωντανούς πίσω στους ζωντανούς.

Β.Κ.: Ναι, το ξέρω. Ίσως συμβεί κάποια στιγμή, αλλά θέλω να περάσω μέσα από αυτήν τη χώρα του πένθους και να δω πώς θα με αλλάξει. Και νομίζω με έχει αλλάξει πάρα πολύ.

Σ.Τ.: Οπότε, ως προς τις πανουργίες;

Β.Κ.: Έρχονται κάποιες τετοιες στιγμές, αλλά μετά από λίγο ανοίγεις την πόρτα, μπαίνεις στο σπίτι και ξαναγυρνάς εκεί όπου ήσουνα.

Σ.Τ.: Στο σπίτι.

Β.Κ.: Ναι.

Σ.Τ.: Το λες και το ξαναλές. Καταρχάς, λες μια υπέροχη φράση, ότι τη στιγμή που εκφράστηκε ο έρωτας σας, όταν εκείνος σου είπε «μη με αφήσεις ποτέ», εσύ γύρισες και του απάντησες «μα πού να πάω; Εσύ είσαι το σπίτι μου».

Β.Κ.: Μα ήταν το σπίτι μου. Το πρώτο κείμενο που έγραψα στα αγγλικά, που ήταν οι αναμνήσεις του Μανώλη Λάσκαρη, είχαν αυτή την περίεργη αφιέρωση: To Robert, home.

Σ.Τ.: Α, τέλειο!

Β.Κ.: Ήταν το σπίτι μου. Επειδή στα νιάτα μου περιπλανήθηκα πάρα πολύ, πήγαινα από δω και από κει, έκανα όλες αυτές τις αλλοκοτιές που κάνουν οι νέοι, ψάχνονται, ψάχνουν.

Σ.Τ.: Ψάχνουν τα όριά τους.

Β.Κ.: Και τα ξεπερνούν πολλές φορές.

Σ.Τ.: Μα άμα δεν τα ξεπεράσεις, πώς θα ξέρεις ότι είναι όρια;

Β.Κ.: Σωστά. Και ξαφνικά, όταν συνάντησα τον Ρόμπερτ, όλα αυτά τελείωσαν. Έναν χρόνο μετά τη συνάντησή μας ήμασταν σε ένα gay bar στο Σίδνεϊ, κοιτάξαμε γύρω μας και αυτόματα, χωρίς να έχουμε μιλήσει καν, μου είπε: «Δεν νομίζεις ότι είναι η ώρα να πάμε σπίτι και να μείνουμε εκεί;». Κοίταξα γύρω και του απάντησα «ναι, ναι αυτό ήθελα να σου πω κι εγώ». Ο Ρόμπερτ για μένα είναι το σημείο αναφοράς και το κέντρο ύπαρξης. Δηλαδή, όλο αυτό το πένθος αφορά και το ότι έχασα το κέντρο μου.

Σ.Τ.: Έχασες το σπίτι σου.

Β.Κ.: Ναι. Και ξαφνικά μένεις σε αυτό το σπίτι, αλλά δεν είναι το σπίτι σου πια.

Σ.Τ.: Γι’ αυτό και μερικές απ’ τις πιο σπαρακτικές σελίδες είναι αυτές που λες ότι ο κήπος σας μαραίνεται ερήμην του Ρόμπερτ.

Β.Κ.: Ναι. Τα λουλούδια με μισούν! Γιατί περίμεναν τον Ρόμπερτ, που τα πρόσεχε συνέχεια. Και έναν μήνα αφού έφυγε κατάλαβα ότι τα λουλούδια δεν με θέλουν. Μου φώναζαν «φύγε από δω, δεν θέλουμε να μας πιάνεις, να μας αγγίζεις», παρόλο που τα πότιζα, τα περιποιόμουν, τα κλάδευα. Τώρα αυτά, θα μου πεις, είναι παραισθήσεις και παράκρουση.

Σ.Τ.: Δεν είναι. Για το σπίτι χρειάζονται δύο.

Β.Κ.: Ναι. Ο Ρόμπερτ είχε μια απίστευτη αίσθηση της τάξης.

Σ.Τ.: Δεν είναι μόνο η τάξη, είναι και αυτό που λες επανειλημμένως: η ολοκλήρωση. Ότι μέσα από τον έρωτα βλέπεις για πρώτη φορά τον εαυτό σου και αισθάνεσαι ότι αυτό το σπασμένο πράγμα που είσαι, κυκλοφορώντας στον κόσμο, γίνεται ένα όταν συναντάς τον έρωτά σου.

Β.Κ.: Ξέρεις, πολλές φορές με πιάνει απόγνωση με αυτό που λένε οι άνθρωποι, ειδικά οι θρησκευόμενοι, «σημασία έχει η αγάπη». Δεν υπάρχει η αγάπη γενικά, υπάρχει η αγάπη ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, αγαπάς κάτι συγκεκριμένο και βάσει αυτής της έντασης, της αφοσίωσης και της αυτοθυσίας πιστεύω ότι πρέπει να κριθούμε. Μόνο έτσι μπορούμε να σταθούμε μπροστά σε μια μεταφυσική κρίση που θα έρχεται από τον Θεό, αν υπάρχει βέβαια θεός, και δεν είναι μία από τις προβολές του Εγώ μας. Εγώ νομίζω ότι το μεγαλύτερο πράγμα που μου έδωσε ο Ρόμπερτ είναι ότι ξαφνικά άρχισα να σκέφτομαι και για κάποιον άλλο, όχι μόνο για τον εαυτό μου.

Σ.Τ.: Στα χρόνια της αλητείας, ας τα πούμε έτσι, γράφεις ότι ήσουν ευτυχισμένος, σχεδόν αυτάρκης. Ωστόσο, θεωρείς ότι ο άνθρωπος ολοκληρώνεται και βρίσκει τα υψηλότερα σημεία του όταν ερωτεύεται.

Β.Κ.: Και γίνεται δέντρο. Με τον άλλο βγάζεις ρίζες, κάνεις καρπούς.

Σ.Τ.: Στις ρίζες βάζεις και τα παιδιά ή…

Β.Κ.:… οτιδήποτε διαλέγει κάθε άνθρωπος να κάνει. Δεν μου αρέσει να γενικεύω.

Σ.Τ.: Σας ήρθε ποτέ η επιθυμία να έχετε παιδιά;

Β.Κ.: Όχι. Νομίζω ότι ήμασταν και οι δύο πολύ αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον, δεν θα ήθελα να κάνω παιδιά ούτε να τα βλέπω ως αντίγραφο του εαυτού μου, όπως ακούσαμε πρόσφατα. Αυτό, νομίζω, ότι είναι το μεγάλο πρόβλημα με τα ανδρικά ζευγάρια πολλές φορές, και η μεγάλη έλλειψη. Ότι ενώ θα ήθελες να έχεις, επιλέγεις να μην το έχεις, να μην το κάνεις. Νομίζω ότι ο Ρόμπερτ ξαναζούσε διαρκώς την παιδική του ηλικία, ήταν ένα παιδί.

Σ.Τ.: Εσύ αυτό το αποδίδεις και σε μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά σου, τη γενιά μας. Λες ότι είναι εφηβενήλικες.

Β.Κ.: Ναι. Kidults.

Σ.Τ.: Δηλαδή νοσταλγούν συνέχεια την εφηβεία τους, αρνούνται να μεγαλώσουν.

Β.Κ.: Δεν είναι φανερό;

Σ.Τ.: Ασφαλώς. Το διακρίνεις περισσότερο στους Έλληνες ή μιλάς γενικά;

Β.Κ.: Το διακρίνω παντού. Και στην Αυστραλία το ίδιο είναι, και στον αγγλοσαξονικό κόσμο.

Σ.Τ.: Αναφέρεσαι στους boomers;

Β.Κ.: Στη γενιά μετά τους boomers. Οι boomers έχουν γεράσει.

Σ.Τ.: Μα κι εμείς έχουμε γεράσει.

Β.Κ.: Εννοώ ότι έχουν γεράσει ψυχικά, διότι βασανίστηκαν περισσότερο απ’ ό,τι νομίζουμε. Η γενιά μας έχει αποφασίσει να μείνει στη δεκαετία του ’70. Να μη μεγαλώσουμε, να μην ξεπεράσουμε αυτήν τη δεκαετία, να είμαστε πάντα σε μια διαρκή επαναστατική ή οργασμική διέγερση.

Σ.Τ.: Πάντως δεν ήταν κι άσχημα, Βρασίδα.

Β.Κ.: Ήταν πολύ ωραία.

Σ.Τ.: Το γλεντήσαμε.

Β.Κ.: Το γλεντήσαμε, το απολαύσαμε. Γνωριστήκαμε με ανθρώπους, κάναμε πράξεις άσκοπες, που είναι πολύ σημαντικό.

Σ.Τ.: Αυτή η ανευθυνότητα είχε και την πλάκα της.

Β.Κ.: Είχε και τη σημασία της, από ψυχολογικής πλευράς.

Σ.Τ.: Είχε βέβαια και τις ζημίες της.

Β.Κ.: Ναι, γιατί μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να ξεκολλήσουν. Μπορεί κάποιος να εθιστεί, να χρειάζεται κάθε βράδυ να βγαίνει και να κάνει σεξ με αγνώστους, χωρίς να καταλαβαίνει για ποιον λόγο και στο τέλος, όσο πιο πολύ το κάνεις, τόσο πιο ανικανοποίητος μένεις.

Σ.Τ.: Ισχύει. Εσύ το ένιωθες αυτό;

Β.Κ.: Πάρα πολύ. Γι’ αυτό, κάποια στιγμή, ήμουν λίγο μαζεμένος, μετά τα 26-27.

Σ.Τ.: Ο Ρόμπερτ, όμως, κάποια στιγμή γυρίζει και σου λέει ότι νιώθει βρόμικος λόγω αυτής της σεξουαλικής υπερβολής. Ένιωθες κι εσύ βρόμικος;

Β.Κ.: Ποτέ.

Σ.Τ.: Πώς κι έτσι;

Β.Κ.: Δεν ξέρω.

Σ.Τ.: Και αυτή η διαφορά πού οφείλεται;

Β.Κ.: Είναι η διαφορά μεταξύ Προτεσταντισμού και Ορθοδοξίας νομίζω.

Σ.Τ.: Αυτό λες; Μα και η Ορθοδοξία προκαλεί τόσες ενοχές.

Β.Κ.: Μπα, εγώ την Ορθοδοξία τη βλέπω ως ένα «θεολογικό χορευτικό». Η Ορθοδοξία δεν έχει βάθος, δεν βλέπει τον άνθρωπο ως ψυχολογική σχάση, μια ψυχή η οποία βρίσκεται σε διάλυση. Δεν έχουμε την αυγουστίνεια ανθρωπολογία στην Ορθοδοξία.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά δεν ενοχοποιεί τη σεξουαλικότητα;

Β.Κ.: Η Ορθοδοξία ενοχοποιεί τη σεξουαλικότητα, αλλά δεν την κάνει δαιμονική. Ο Προτεσταντισμός την βλέπει ως κάτι δαιμονικό για το οποίο πρέπει να τιμωρηθείς. Εμείς δεν το αισθανόμαστε ποτέ αυτό.

Σ.Τ.: Οπότε το κενό, ας πούμε, που ένιωθες μετά τη σεξουαλική υπερβολή των ’70s ήταν περισσότερο από κόπωση παρά από ενοχή;

Β.Κ.: Κοίταξε, κάποια στιγμή νομίζω ότι πρέπει να λέμε «I had enough», ό,τι ήταν να κάνουμε το κάναμε.

Σ.Τ.: Μου θυμίζεις τον Χριστιανόπουλο που έλεγε ότι «απαραιτήτως ο άνθρωπος πρέπει να σταματάει να πηγαίνει στο ψωνιστήρι στα 57 του χρόνια». Το είχε μετρήσει.

Β.Κ.: (γέλια) Ναι, το είχε μετρήσει. Θα μου πεις ότι υπάρχει η απληστία της επιθυμίας, η επιθυμία είναι απέραντη και απαιτητική πάντα. Αλλά από ένα σημείο και πέρα λες ότι εντάξει, πρέπει να κοιτάξω και τον εαυτό μου τώρα.

Σ.Τ.: Νομίζω ότι ο Απόστολος Παύλος έλεγε: «ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί…»

Β. Κ.: «… ίνα μη υπεραίρωμαι».

Σ.Τ.: Ακριβώς.

Β. Κ.: Δεν μου δόθηκε σκόλοπας, τον δημιούργησα. Δηλαδή κάποια στιγμή είπα ότι εντάξει, έκανες ό,τι έκανες, τώρα πρέπει να βρεις κάποιον και να είσαι μαζί του.

Σ.Τ.: Οπότε συναντηθήκατε εσείς οι δύο άνθρωποι μετά από αυτή την περιπλάνηση που για σένα δεν ήταν μόνο σεξουαλική, είχε κι άλλα, πολύ ωραία πράγματα, μεγάλα ταξίδια, εμπειρίες ― είχες γίνει μέχρι και μοναχός.

Β. Κ.: Καλόγερος. Ναι. Αποτυχημένος βέβαια.

Σ.Τ.: Αποτυχημένος. Αλλά το δοκίμασες. Ως ηθοποιός ίσως- πνευματικός ηθοποιός. Έφτασες μέχρι και τη Μόσχα;

Β. Κ.: Μέχρι τη Μόσχα, το μοναστήρι του Αλεξάνδρου Νιέφσκι.

Σ.Τ.: Πόσο έμεινες εκεί;

Β. Κ.: Περίπου τέσσερις μήνες, δεν άντεξα άλλο. Αν οι ορθόδοξοι καλόγεροι είναι τυπολάτρες και δεν έχουν καμιά αίσθηση πνευματικότητας, οι Ρώσοι πίνουν συνέχεια. Από το πνεύμα στο οινόπνευμα!

Σ.Τ.: Πόσων ετών ήσουν τότε;

Β. Κ.: Είκοσι τρία-είκοσι τέσσερα.

Σ.Τ.: Θα ήσουν και όμορφος.

Β. Κ.: Πολύ.

Σ.Τ.: Ήσουν ένας ξανθός άγγελος, είκοσι τριών ετών, ανάμεσα στους Ρώσους πότες!

Β. Κ.: Όχι απλώς πότες, έπρεπε να τους τραβάω το βράδυ. Θυμάμαι τον ηγούμενο του μοναστηριού που καθόταν κάτω από μια κάνουλα.

Σ.Τ.: Τι πλάκα!

Β. Κ.: Άνοιγε την κάνουλα και έπινε βότκα. Μου θύμιζε Buñuel όλη αυτή η κατάσταση.

Σ.Τ.: Αυτό δεν κατέρριψε κάθε θρησκευτικό σου αίσθημα;

Β. Κ.: Ναι. Τότε αποφάσισα ότι δεν υπάρχει Θεός. Αν αυτοί πιστεύουν, δεν υπάρχει Θεός, αυτό είπα στον εαυτό μου. Μετά πήρα τον Υπερσιβηρικό και ταξίδεψα μέσα από τη Σιβηρία όλη τη Ρωσία, έφτασα μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Και εκεί βλέπεις τη φυσική αποκάλυψη του Θεού. Τα δάση, τα χρώματα των δέντρων, τα ζώα, τις αποχρώσεις του χιονιού που νομίζουμε ότι είναι άσπρο, αλλά δεν είναι άσπρο πουθενά, αν το προσέξεις. Ξαφνικά ανακαλύπτεις την ωραιότητα του κόσμου, που όπως λένε οι Ψαλμοί αναγγέλλει τη δόξα του Θεού.

Σ.Τ.: Οπότε έχασες τον Θεό απ’ τη μια μεριά αλλά τον βρήκες απ’ την άλλη.

Β.Κ.: Δεν ξέρω αν λέγεται Θεός. Όπως θα έλεγε ο Spinoza, είναι ο Θεός ή η Φύση; Εγώ πιστεύω σε μια φυσική θεολογία, των προσωκρατικών, ότι τα πάντα είναι πλήρη θεών. Γι’ αυτό δεν είχα ποτέ, αν μου επιτρέπεις, ενοχή. Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει να έχεις ενοχές γι’ αυτό που είσαι. Δεν μπορείς να είσαι ένοχος γι’ αυτό που είσαι! Είσαι αυτό που είσαι.

Σ.Τ.: Αυτό είναι θαυμάσιο όταν συμβαίνει, αλλά, μεγαλώνοντας στην ελληνική επαρχία τη δεκαετία του ’60 ή του ’70, δεν είναι και τόσο εύκολο, μέχρι να σταθείς στα πόδια σου πνευματικά.

Β.Κ.: Ναι.

Σ.Τ.: Ωστόσο εσύ μου λες ότι ποτέ δεν είχες ενοχή.

Β.Κ.: Ποτέ. Αντίθετα, πάντα ήξεραν ότι κάτι ήταν στραβό με αυτό το παιδί.

Σ.Τ.: Αυτή η λέξη, το «στραβό», είναι το θέμα.

Β.Κ.: Μου άρεσε όμως εμένα να είμαι στραβός. Δεν ήθελα να είμαι σαν τους άλλους. Δηλαδή οι άλλοι ήταν, πώς να το πούμε, ένα είδος…

Σ.Τ.: … βαρετής ορθοκανονικότητας.

Β.Κ.: Ναι, και ομοιομορφίας, που έλεγε ότι πρέπει να συμπεριφέρεσαι έτσι, ενώ ο Βρασίδας…

Σ.Τ.: Οπότε, Βρασίδα, συναντηθήκατε με τον Ρόμπερτ, έκλεισε η περίοδος των περιπλανήσεων και ήρθε το αποκαλυπτικό φως του έρωτα. Το οποίο, επίσης, είχε στάδια, φαντάζομαι.

Β.Κ.: Ε, στην αρχή, ξέρεις, είναι ο πόθος. Ο πόθος και το σεξ. Δηλαδή συναντάς κάποιον άνθρωπο και ξαφνικά κολλάτε σωματικά.

Σ.Τ.: Από κει ξεκινούν όλα.

Β.Κ.: Δεν μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε. Για μήνες, για τον πρώτο χρόνο. Ήταν αυτό που έλεγε ο Ερωτόκριτος, «για σένα εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου». Το ένιωσα αυτό. Βρε, διάολε, έκανες σεξ παντού, στον Καναδά, στη Φινλανδία, στη Ρωσία. Και ξαφνικά, βρίσκεις έναν άνθρωπο…

Σ.Τ.: Μάλιστα τον πόθο σού τον δημιούργησε ένα σώμα που ήταν, ας το πούμε, στραβό επίσης, γεμάτο ουλές. Ενός ανθρώπου ο οποίος ντρεπόταν για το σώμα και τη γύμνια του. Ωστόσο αυτή η ευθραυστότητα εσένα σε ερέθισε ακόμα πιο πολύ.

Β.Κ.: Σου είπα, μετά από λίγο δεν θέλαμε να ξεκολλήσουμε. Αυτό το σώμα για μένα ήταν η επαφή με κάτι άλλο πέρα από το σώμα, αν μου επιτρέπεις, το αγκάλιασμα των σωμάτων, ο οργασμός, ο έρωτας, η εκσπερμάτωση, όλα αυτά ήταν μια απάντηση στον Πλάτωνα, στον Χριστό. Αν θυμάσαι, στον Πλάτωνα, στο Συμπόσιο δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που ενώνονται. Λέει η Διοτίμα, «τι είναι αυτό που ζητάτε εσείς οι θνητοί ο ένας από τον άλλον;». Αυτό είναι η απάντηση του έρωτα, σε αυτό το ερώτημα. Και τελικά ήθελα αυτόν. Δεν ήταν μια αφηρημένη ιδέα, μια επικύρωση κοινωνική, μια αναγνώριση.

Σ.Τ.: Αν είναι έτσι όπως τα λες, η θρησκεία θα φοβάται λίγο και τον έρωτα.

Β.Κ.: Κοίταξε, υπερβάλλουμε με τη θρησκεία. Είναι άλλο το θρησκευτικό αίσθημα, ας το πούμε η θρησκευτικότητα, και άλλο η θρησκεία η οργανωμένη. Δεν μιλάω για την Εκκλησία την ορθόδοξη, την οποία θεωρώ έναν αντιπνευματικό οργανισμό και επομένως άφιλο. Δεν μπορείς να κάνεις θεολογία αν δεν έχεις φίλους. Η φιλία, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, είναι αυτή που χτίζει πολιτείες. Αυτή που χτίζει σχέσεις, πολιτεύματα και, τέλος, σχέσεις ερωτικές μεταξύ των ανθρώπων. Λοιπόν, εγώ νομίζω ότι με τον Ρόμπερτ περάσαμε τις τέσσερις λέξεις που έχει η ελληνική γλώσσα γι’ αυτή την πορεία: από τον πόθο, στον έρωτα, στη στοργή και στο τέλος, στην αγάπη. Έγινε αυτή η καταπληκτική μετάβαση.

Σ.Τ.: Από το «σε θέλω» στο «τι θέλεις;».

Β.Κ.: Επομένως, η στοργή σήμαινε ότι έπρεπε να πάρω ευθύνη για τη ζωή του Ρόμπερτ- και την πήρα. Ο Ρόμπερτ μου έλεγε «φύγε, καταστρέφω την καριέρα σου» και του απαντούσα «let it go, δεν με ενδιαφέρει η καριέρα μου, δεν θα ζήσω με την καριέρα μου».

Σ.Τ.: Όταν φτάσατε στα επόμενα στάδια του πόθου, όταν ο πόθος γίνεται στοργή και «τι θές να σου μαγειρέψω σήμερα;», αισθάνθηκες ποτέ ότι αυτό ήταν κάτι πιο χαμηλό, πιο συμβατικό από τα πρώτα στάδια;

Β.Κ.: Εγώ τρελαίνομαι για ρουτίνες. Δεν τις φοβάμαι. Οι ρουτίνες υποδηλώνουν μια σχέση αδιάρρηκτη. Θα κάνεις αυτό, θα κάνω εκείνο, και έχουμε μια πολύ όμορφη σχέση. Όλοι οι άνθρωποι ζουν με αυτές τις ρουτίνες. Ο Καζαντζάκης την ονομάζει «η άγια ρουτίνα της καθημερινότητας». Η ωραιότερη στιγμή είναι να πηγαίνεις στο σπίτι και βλέπεις ένα πιάτο φαγητό να σε περιμένει. Αυτό το έχεις γράψει εσύ για τη μητέρα σου. Ένα καταπληκτικό κομμάτι. Έτρεχα να γυρίσω στο σπίτι πριν έρθει ο Ρόμπερτ για να του φτιάξω μια μπολονέζ ή ένα άλλο φαγητό που του άρεσε. Για μένα ήταν ευτυχία αυτό. Ήταν το απόλυτο, αν μου επιτρέπεις, ήταν έρωτας.

Σ.Τ.: Και για μένα είναι ευτυχία αυτό.

Β.Κ.: Μεγάλη ευτυχία, απόλυτη. Συντονισμός στον κοσμικό ρυθμό πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ο ήλιος, το ημίφως και το σκοτάδι: αυτά τα ζούσαμε μαζί εκεί πέρα. Βγαίναμε έξω το βράδυ να κάνουμε βόλτες, καθόμασταν δίπλα στα λουλούδια και μιλούσαμε.

Σ.Τ.: Η σεξουαλική απιστία που μπορεί να έρθει σε τέτοιες περιόδους, είναι κάτι που σε πλήγωσε;

Β.Κ.: Στην αρχή, ναι, με πλήγωσε. Ακόμα με πληγώνει…  Το έκανα κι εγώ μια φορά. Το ομολογώ.

Σ.Τ.: Γιατί το σώμα εξακολουθεί να έχει τις ανάγκες του.

Β.Κ.: Να πω την αλήθεια, μετά από λίγο το κάνεις μόνο και μόνο γιατί θες να αποδείξεις στον εαυτό σου ότι μπορείς να το κάνεις.

Σ.Τ.: Α! Λες;

Β.Κ.: Ναι. Εγώ έτσι νόμιζα, έτσι το έκανα. Ήθελα να δω αν μπορώ να το κάνω, αν είμαι σε θέση να λειτουργήσω.

Σ.Τ.: Σε πλήγωσε ωστόσο.

Β.Κ.: Πολύ, πάρα πολύ. Πέρασαν μέρες που σχεδόν καθόμασταν δίπλα χωρίς να κάνουμε έρωτα ή οτιδήποτε άλλο, απλώς κρατώντας το χέρι ο ένας του άλλου. Αλλά όπως λέμε στα αγγλικά: «You have to move on». Και προχωρήσαμε.

Σ.Τ.: Εσύ ήσουν τυχερός που δεν ένιωσες τύψεις, ενοχές, μεγαλώνοντας μέσα στη σεξουαλικότητα που έχεις, και έζησες αυτόν τον ανεπίληπτο, ρομαντικό έρωτα. Ωστόσο, η κοινωνία συσχετίζει κουτά πάντα, φαντάζομαι ακόμη και στις δύσκολες στιγμές. Νομίζω ότι αναφέρεις πως στο νοσοκομείο αντιμετωπίσατε εκρήξεις ομοφοβίας ή βλέμματα ομοφοβικά.

Β.Κ.: Πάρα πολλά. Ειδικά στο νοσοκομείο, και από νοσοκόμες κυρίως που προέρχονταν από διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα. Αλλά τα ξεπερνούσα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου. Κάποτε τους αποκρινόμουν με την ίδια περιφρόνηση.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά στη δύσκολη ώρα, αυτό είναι ένας βαθμός δυσκολίας μεγάλος.

Β.Κ.: Ναι. Έκανα το παν να μην το δει ο Ρόμπερτ. Το εισέπραξα μόνος μου, τον προστάτευα από τέτοιου είδους αισθήματα. Δεν ήθελα να νιώσει κάτι τέτοιο σε μια στιγμή αδυναμίας, αρρώστιας, ασθένειας. Εγώ μπορούσα να το αντιμετωπίσω και να απαντήσω, έκανα πολλαπλές αναφορές. Φαντάσου να μπαίνεις σ’ ένα νοσοκομείο που «φωνάζει» ότι είναι εναντίον της ομοφοβίας με τεράστιες αφίσες και μετά να αντιμετωπίζεις αυτό.

Σ.Τ.: Είναι τρομερό, αλλά τη στιγμή που μιλάμε για έναν τέτοιον έρωτα, βλέπεις ότι η κοινωνία, παρότι προσποιείται τη μοντέρνα, είναι σε μεγάλο βαθμό ομοφοβική ακόμα. Ακόμα και η φράση «α, οι ομοφυλόφιλοι μπορούν να ερωτεύονται τόσο βαθιά, τόσο ρομαντικά, τόσο απόλυτα;» ενέχει ομοφοβία.

Β.Κ.: Αν υπάρχει κάτι σημαντικό στο βιβλίο είναι αυτό. Δείχνει πώς ερωτεύονται, αγαπάνε και αφοσιώνονται ο ένας στον άλλο δυο άντρες. Γιατί πολλοί νομίζουν ότι οι gay το μόνο που κάνουν είναι να πηγαίνουν από δω και από κει και να κάνουν ανώνυμο και πολλαπλό σεξ. Ότι είναι «μηχανές του σεξ», όπως λέγαμε παλιά.

Σ.Τ.: Συμφωνώ ότι αυτή είναι η κορυφαία αξία αυτού του βιβλίου.

Β.Κ.: Δεν έχει αποδεικτική αξία, αλλά χωρίς να το καταλάβουμε, δείξαμε και αποδείξαμε ότι η αφοσίωση περνάει μέσα από το σεξ, τον έρωτα, τον πόθο και τελικά γίνεται κάτι πολύ σημαντικότερο, κάτι ευρύτερο, που μας αγκαλιάζει ως ανθρώπους. Ο Freud έχει μιλήσει για τον άγνωστο ωκεανό της γυναικείας ψυχολογίας. Εγώ νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε κάποια στιγμή για τον απύθμενο ωκεανό της ανδρικής ψυχολογίας, για το πώς σχετίζονται οι άντρες μεταξύ τους.

Σ.Τ.: Οι αρχαίοι Έλληνες λίγο το είχαν οσμιστεί.

Β.Κ.: Ναι, με την έννοια της φιλίας. Γι’ αυτό τον Ρόμπερτ τον ονομάζω Αχιλλέα και Άμλετ μαζί.

Σ.Τ.: Απλώς τώρα πρέπει να ξεπεράσουμε όλες αυτές τις στρώσεις των άλλων πολιτισμών που ακολούθησαν.

Β.Κ.: Κοίταξε, αυτό είναι προσωπική ευθύνη του καθενός. Δεν νομίζω ότι είναι νομοθετικό ζήτημα πλέον. Γιατί η νομοθεσία υπάρχει, αλλά είναι ζήτημα νοοτροπίας, ανθρώπων οι οποίοι είναι φοβισμένοι και οι ίδιοι, τρομοκρατημένοι από τη διαφορά. Όπως είπα, όταν ο Ρόμπερτ ήταν άρρωστος, προσπάθησα να τον προφυλάξω απ’ όλα αυτά. Για μένα το πώς δυο άντρες αγαπιούνται είναι ένα βασικό θέμα που αναδεικνύει αυτό το βιβλίο. Πώς περνάνε απ’ όλες αυτές τις φάσεις, τα στάδια.

Σ.Τ.: Η αρετή αυτού του βιβλίου είναι ότι δεν το χαρακτηρίζει καμία ενοχή, καμία τύψη αλλά και ότι δεν έχει και καμία επιθετικότητα. Είναι unapologetic, αλλά όχι με τον τρόπο που η gay, ας το πούμε, λογοτεχνία μιλά για τον έρωτα. Είναι σαν να μην υφίσταται πια το θέμα, να έχει αυτοδικαίως ξεπεραστεί. Ο έρωτας είναι γυμνός, ασχέτως φύλων, θρησκειών.

Β.Κ.: Είναι ο Ρόμπερτ και ο Βρας.

Σ.Τ.: Και αυτό είναι πραγματικά αποκαλυπτικό. Το βιβλίο σου είναι από τα συγκλονιστικότερα πράγματα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια και ελπίζω να βρει το ακροατήριο που του αξίζει.

Β.Κ.: Το έγραψα για να διασώσω τη μνήμη του Ρόμπερτ και της σχέσης μας. Να πω την αλήθεια, εγώ δεν παίζω κανέναν ρόλο σ’ αυτό το βιβλίο. Δεν θέλω να έχω κανένα κέρδος ή αναγνώριση, θέλω ο κόσμος να γνωρίσει τη σχέση μας και να κλάψει λίγο στη μνήμη του Ρόμπερτ, αν μου επιτρέπεις. Ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος, η επαφή του με την Ελλάδα ήταν πολύ ωραία. Είχαμε μια φοβερή εμπειρία στη Σαντορίνη, όπου σχεδόν τον είδα να αιωρείται μπροστά μου – είχα τρελαθεί. Δεν μπορείς να φανταστείς ότι η αγάπη σε φέρνει σε τέτοιες οριακές συγκινήσεις που νόμιζες ότι ανήκουν στη ρομαντική λογοτεχνία ή ότι είναι ψευδαίσθηση. Ξαφνικά τα νιώθεις αυτά, τα ζεις. Στην αρχή δεν μπορείς να το πιστέψεις και λες «μα πώς είναι δυνατό;». Αυτό το εύθραυστο και ευάλωτο σώμα μού δείχνει αυτές τις εμπειρίες που σε άλλες περιπτώσεις θα τις θεωρούσαμε μυστικές, σαν του Μπέμε, του Συμεών του Νέου Θεολόγου ή όλων αυτών των μεγάλων μυστικών. Ξαφνικά, βλέπεις ότι η μυστική εμπειρία κρύβεται σε αυτή την επαφή, σε αυτά τα χέρια, στο φιλί δύο ανθρώπων -αντρών εν προκειμένω-, στο άγγιγμα των σωμάτων, στο αγκάλιασμα, στον αποχαιρετισμό,  στο «Θα σε δω το βράδυ. Τι ώρα θα είσαι σπίτι;» «Θα έρθω 7, ίσως και νωρίτερα». Κι εγώ έπρεπε να είμαι εκεί στις 6. Για μένα αυτή η εμπειρία ήταν πολύ σημαντική γιατί όλη αυτή η απλότητα της καθημερινής ζωής είναι τελικά το μεγάλο μυστήριο της ύπαρξης. Απλουστεύεις όσο περνάν τα χρόνια. Βλέπεις τι είναι απολύτως αναγκαίο για τη ζωή σου και, αν μου επιτρέπεις, για την ψυχή σου την ίδια. Έχουμε ξεχάσει ότι έχουμε και ψυχή στις μέρες μας. Και πώς το είδα ότι έχουμε ψυχή; Όταν έφυγε ο Ρόμπερτ το σώμα μου έκανε άλλα πράγματα απ’ αυτά που του έλεγε η ψυχή. Δηλαδή κατάλαβα ότι υπάρχει μέσα μας μια δεύτερη ύπαρξη, αυτό που έλεγε ο Παύλος ο έσω άνθρωπος, που ξαφνικά, όταν χαθεί ο καταλυτής που τον κάνει ζωντανό, δηλαδή η αγάπη, το βλέμμα, το άγγιγμα, η μυρωδιά ενός ανθρώπου, τον ψάχνει.

Σ.Τ.: Καθένας βέβαια αισθάνεται ότι αυτό που έζησε είναι ξεχωριστό. Ωστόσο αισθάνεσαι ότι με αντίστοιχη ένταση ζουν και οι απλοί άνθρωποι τον έρωτα; Το ρωτάω αυτό γιατί στο βιβλίο σου πολύ ορθά λες ότι εμείς είμαστε «παιδιά παιδιών», ότι μεγαλώσαμε στην ελληνική επαρχία με τις γνωστές κακοδαιμονίες και από ανθρώπους που εν πολλοίς ήταν ανέτοιμοι να γίνουν γονείς. Πολλοί από αυτούς ήταν σκληροί, μέθυσοι, μας παράταγαν και, κυρίως, δεν ήξεραν καν πώς να αγαπάνε. Εσύ λοιπόν γεννήθηκες σε μια τέτοια επαρχία που δεν ήξερε να αγαπά. Όμως αγάπησες μ’ έναν βαθύ τρόπο. Πώς έγινε;

Β.Κ.: Κοίταξε, είναι ζήτημα ατομικό και προσωπικό σ’ αυτή την περίπτωση. Δεν θα έλεγα ότι η προηγούμενη γενιά δεν μπορούσε να αγαπήσει, απλώς δεν μπορούσε να εκδηλώσει την αγάπη της και δεν μπορούσε να μιλήσει ποτέ γι’ αυτήν.

Σ.Τ.: Αν δεν το πεις όμως, δεν υπάρχει.

Β.Κ.: Δεν υπάρχει, σωστά. Ήταν ένα ζήτημα αμίλητου πόνου που δημιουργούσε όλη αυτήν τη σύγχυση μέσα τους, που προσπαθούσαν να μας αγαπήσουν, αλλά δεν ήξεραν πώς να το δείξουν και ξαφνικά στρέφονταν εναντίον του εαυτού τους και μετά εναντίον μας. Αυτή είναι η σχέση που είχαμε με τους γονείς μας.

Σ.Τ.: Ισχύει.

Β.Κ.: Αλλά νομίζω ότι, όπως έλεγε ο Ντοστογιέφσκι, μέσα σ’ έναν αμαρτωλό υπάρχει ένας άγιος που παρακαλεί να λυτρωθεί – έτσι γίνεται και σ’ αυτούς. Έρχεται η κατάλληλη στιγμή, ο κατάλληλος άνθρωπος, και ξαφνικά… Εγώ, αν δεν είχα συναντήσει τον Ρόμπερτ, θα ήμουν ένας στείρος ακαδημαϊκός, αν μου επιτρέπεις, ένα απίστευτο ον…

Σ.Τ.: Σίγουρα όχι καταστροφικό, όπως ήταν πολλοί απ’ τους γονείς μας. Δεν θα μοίραζες πόνο δεξιά και αριστερά, ε;

Β.Κ.: Όχι. Θα ήμουν επιτυχημένος, αλλά θα ήμουν και αυτοκαταστροφικός. Αυτά τα πράγματα δείχνουν ότι η γενιά των γονιών μας ήταν και μια γενιά που βγήκε απ’ τον πόλεμο, απ’ την ανέχεια. Δεν ήξεραν, δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν κανέναν. Η αγάπη και η φιλία είναι ένα άλμα στο χάος ουσιαστικά, στο μηδέν. Πρέπει να εμπιστευτείς. Εμπιστευόμαστε σήμερα;

Σ.Τ.: Επιμένω στο ερώτημά μου γιατί δεν απαντήθηκε: σε σένα, που είσαι παιδί παιδιών, ποιο ήταν το σκαλοπάτι σου για να ανέβεις σε μια άλλη, καλύτερη κατάσταση;

Β.Κ.: Προφανώς ο Ρόμπερτ.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά είχες και τα μάτια να τον δεις. Ποιος σου έδωσε τα μάτια να τον δεις;

Β.Κ.: Δεν ξέρω. Έγινε, τον είδα. Και από την ώρα που τον είδα…

Σ.Τ.: Ήταν η παιδεία σου; Από τα Κρέστενα πώς βρέθηκες στον Ελικώνα, βρε παιδί μου;

Β.Κ.: Ίσως τα Κρέστενα να ήταν ο Ελικώνας μου. Νομίζω ότι μου δόθηκε μια σχέση μαγική στην παιδική μου ηλικία. Οι γονείς μας ήταν άσχετοι, άχρηστοι και αχρείαστοι, όλα αυτά μαζί (γελά). Ήταν αφοσιωμένοι στον εαυτό τους, τρώγονταν ο ένας με τον άλλον. Βέβαια, σε τέτοιες περιπτώσεις στα χωριά έχεις τη γιαγιά. Η οποία με μεγάλωσε με όλα αυτά τα παραμύθια, με όλες αυτές τις νεράιδες, τους κοσμικούς θρύλους. Με έβγαζε το βράδυ, ενώ ήταν σχεδόν τυφλή, και μου ονόμαζε τους αστερισμούς έναν-έναν, μου έδειχνε με το δάχτυλο «εκεί είναι αυτό, εκεί είναι το άλλο». Τα ήξερε, ενώ ήταν τυφλή σχεδόν.

Σ.Τ.: Αυτό είναι η απάντηση. Είχες αυτό το μαγικό πρόσωπο.

Β.Κ.: Μαγικότατο. Ήταν η Πότνια θηρών της παιδικής μου ηλικίας ουσιαστικά αυτός ο άνθρωπος, ο οποίος μου έδωσε τη δυνατότητα να είμαι ανοιχτός στον αιφνιδιασμό, κι αν μου επιτρέπεις μια έκφραση θρησκευτική, στο θαύμα. Το να βλέπεις τον άλλον άνθρωπο, είναι ένα θαύμα, το οποίο σου δίνεται εκεί που δεν το περιμένεις, και ανοίγει μέσα στην καρδιά και στην ψυχή σου τον κόσμο του παραμυθιού, του θρύλου.

Σ.Τ.: Πολλοί λαϊκοί άνθρωποι το έχουν.

Β.Κ.: Ναι. Στη γιαγιά μου αυτό ήταν βασικό, γιατί αυτή μας μεγάλωσε. Οι γονείς μας ήταν ναι μεν αλλά, ήξεις αφήξεις. Η γιαγιά μου ήταν το σταθερό σημείο του περιστρεφόμενου κόσμου μου, ο άνθρωπος που σου ανοίγει ένα άλλο σύμπαν, που δεν είναι το πεζό, το καθημερινό αλλά το σύμπαν των απροσδόκητων συνειρμών, της απροσδόκητης σχέσης με τον φυσικό κόσμο και των αόρατων πραγμάτων που υπάρχουν μέσα στον φυσικό κόσμο. Σου τα δίνει κάποιος εκεί που δεν το περιμένεις.

Σ.Τ.: Ήταν, λοιπόν, αυτά που σου έδωσε η γιαγιά σου και, φαντάζομαι, μετά τα διαβάσματά σου, οι φιλίες σου.

Β.Κ.: Είχα πολλούς φίλους. Επίσης, κάτι που πρέπει να ομολογήσουμε –πρέπει να το έχεις νιώσει κι εσύ– είναι ότι οι φίλοι μου που πέθαναν από AIDS ήταν πολύ μεγάλη μαθητεία για μένα, π.χ. ο φίλος μου ο Αντώνης ο Σταυροπιεράκος, που πέθανε μόνος του στον Καναδά. Μέχρι τώρα δεν έχω ξεπεράσει τον θάνατο αυτού του ανθρώπου. Έμεινε μόνος του γιατί τον είχαν αποκηρύξει οι γονείς του και όλοι οι άλλοι, κι εγώ ήταν αδύνατο να βρω εισιτήριο για να πάω να τον δω.

Σ.Τ.: Αυτή η εμπειρία ως προς τι σε ωρίμασε; Τι σε έκανε να σκεφτείς;

Β.Κ.: Το εύθραυστο της ανθρώπινης ζωής, την τρωτότητα που έχουμε όλοι και ταυτόχρονα τη σκληρότητα του κόσμου, το να εγκαταλείπεις το παιδί σου ή τον φίλο σου μόνο και μόνο γι’ αυτό.

Σ.Τ.: Και σ’ έκανε ίσως και λίγο πιο ατρόμητο απέναντι στα δικά σου αισθήματα.

Β.Κ.: Ένας δεύτερος φίλος μου, για τον οποίο έχω γράψει, ο Άλκης, πέθανε στα χέρια μου την εποχή που όλοι τρόμαζαν να αγγίξουν και, ξέρεις, αυτό ξαφνικά σε λιώνει, όλες οι αντιστάσεις σου πέφτουν, περιμένεις το θαύμα να έρθει. Και ήρθε, και μέσα από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν ήταν μόνο αυτοί, ήταν κι άλλοι και λυπήθηκα πάρα πολύ όταν έφυγαν απ’ τη ζωή. Τουλάχιστον ο θάνατος τούς βρήκε με μένα δίπλα τους, που ήμουν ένα φιλικό πρόσωπο. Του Άλκη ειδικά, που πέθανε στα χέρια μου, του τραγουδούσα δημοτικά τραγούδια.

Σ.Τ.: Από αυτές τις εμπειρίες, αλλά κυρίως από την εμπειρία που περιγράφεις στο βιβλίο σου, τον δικό σου θάνατο πώς τον σκέφτεσαι;

Β.Κ.: Σκέφτομαι ότι πρέπει να προετοιμαστώ γι’ αυτή την εμπειρία. Δεν φοβάμαι πλέον, γιατί νομίζω…

Σ.Τ.: Αλήθεια, βρε Βρασίδα; Δεν φοβάσαι;

Β.Κ.: Όχι. Ερχόμαστε σε αυτήν τη ζωή να κάνουμε ορισμένα πράγματα –το γράφω στο βιβλίο–, εγώ τα έχω κάνει ήδη. Δυστυχώς, η ζωή μου ήταν, αν μου επιτρέπεις, πολύ επιτυχημένη.

Σ.Τ.: Ναι, αλλά η ζωή είναι πάντα γλυκιά.

Β.Κ.: Πάρα πολύ.

Σ.Τ.: Πήρες τώρα το αεροπλάνο και ήρθες από την Αυστραλία εδώ για να μιλήσεις για έναν σκηνοθέτη του σινεμά. Αυτό, όσο λίγη, όσο χλωμή χαρά και αν είναι, είναι χαρά.

Β.Κ.: Και ένας αποχαιρετισμός. Μου αρέσουν πάρα πολύ τα τέσσερα τελευταία τραγούδια τους Στράους. Τα έχεις ακούσει;

Σ.Τ.: Τα έχω ακούσει.

Β.Κ.: Αυτό είναι. Εμένα μ’ αρέσει.

Σ.Τ.: Ακόμα και αυτό έχει μεγάλη γλύκα- στα 84 χρόνια του τα έγραψε!

Β.Κ.: Ίσως και ο θάνατος να είναι κάτι γλυκό, έτσι; Ένας αποχαιρετισμός σ’ αυτά που αγαπάμε. Θυμάσαι τι έλεγαν οι στωικοί, «πόσο άξια ζήσαμε». Την ώρα που κλείνεις τα μάτια η μεγαλύτερη εμπειρία είναι να πεις πόσο ωραία ζήσαμε τελικά – που είναι πολύ σημαντικό.

Σ.Τ.: Αυτό είναι ιδανικό να ακούγεται. Αλλά θέλει κανείς να πεθάνει;

Β.Κ.: Όχι, αλλά μπορώ να φανταστώ αυτόν τον κόσμο χωρίς εμένα.

Σ.Τ.: Εγώ ίσως είμαι αφιλοσόφητος εντελώς, αλλά, παρότι δεν με ενδιαφέρει καθόλου, ούτε ματαιοδοξίες έχω ότι θα αφήσω ίχνη, θέλω να είμαι εδώ, να βλέπω το φως, τον αέρα, τους δρόμους, τα αυτοκίνητα… Δεν έχω χορτάσει τις εικόνες αυτές.

Β.Κ.: Και δεν μπορούμε να τις χορτάσουμε έτσι; Είμαστε φτιαγμένοι γι’ αυτές τις εικόνες.

Σ.Τ.: Γι’ αυτό ρωτάω εσένα.

Β.Κ.: Έχω την εντύπωση ότι έχω ολοκληρώσει τον κύκλο μου. Δηλαδή, κλείνω. Και βλέπω τον ορίζοντα, πλησιάζω προς τον ορίζοντα. Γλυκόπικρο αυτό το πράγμα.

Σ.Τ.: Η δημιουργία;

Β.Κ.: Θα την εγκαταλείψω κάποια στιγμή. Νομίζω ότι έκανα αρκετά. Αυτό το κείμενο, αυτό το γράμμα για τον Ρόμπερτ είναι νομίζω η ακραία μου, πως να το πω, άσκηση και ασκητική. Φτάνει.

 

PODCAST:

O BΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ «ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΡΟΜΠΕΡΤ»

16.00
Προσφορά!

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

Έγραψαν για το βιβλίο:

Ηλιου φαεινότερο λοιπόν ότι τα κείμενα αυτού του ανθρώπου, έχουν το μυστικό μιας ακριβοθώρητης γοητείας που δεν είναι δάνειο, κρυπτομνησία ή συστηματικό αλληθώρισμα, αλλά προσωπικό ένστικτο. Στα ταξιδιωτικά του αυτή η αρετή είναι διάχυτη. Πριν απο όλα εντυπωσιάζει το διαζύγιο με το «πνεύμα της βαρύτητας». Πουθενά ακρογωνιαίος λίθος, αγκονάρι ή φέροντες οργανισμοί. Αυτή η υδάτινη ροϊκότητα που άλλοτε μιμείται τον αέρα και άλλοτε πέφτει απο ψηλά, συνιστά ενα κατασταλαγμένο μάθημα ζωής, ενα είδος φυσιογνωμίας που μεταλλάσσεται ανάλογα με τη διάθεση και το έναυσμα της στιγμής.

– ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ, Κωστής Παπαγιώργης

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΕΚΔΟΣΗ

Διαβάζοντας μετά από χρόνια τα σύντομα αυτά κείμενα, διαπιστώνω πρωτίστως ότι δεν είναι ταξιδιωτικά. Λίγα μαθαίνει κανείς για ξένους τόπους. Οι χώρες και οι πόλεις είναι σκηνικά σε ένα παλιό δράμα: τον μπερδεμένο μου εαυτό. Υπό αυτή την έννοια, μικρή διαφορά κάνει αν όσα αναφέρω συνέβησαν στο Ρίο, τη Δαμασκό ή την Αθήνα. Αυτό που πε- ριγράφεται είναι η πορεία ενός ανθρώπου από την κουζίνα ως το μπαλκόνι του, να πάρει αέρα, να μη σκάσει. Και να μετρήσει τα τετραγωνικά του κόσμου του.

Όντως ταξίδευα πολύ εκείνα τα χρόνια – αν θεωρήσουμε ότι ταξιδεύει πολύ εκείνος που διαρκώς είναι σε ένα αεροπλάνο ή αυτοκίνητο. Δεν ταξίδευα. Έφευγα από τον έναν τόπο στον άλλον. Ήταν μετακινήσεις σε θερμά κλίματα, αποδημητικό ένστικτο – ο μόνος τρόπος που ήξερα για να φτιάξω ένα αεροστεγές σύστημα εκτός κοινωνίας, που να μου δίνει ηδονή και αίσθημα ανωτερότητας, ενώ μου επέτρεπε να μετεωρίζομαι σαν τουρίστας μέσα στην εβδομάδα των άλλων. Αν συνέβαινε μια στραβή, πάντα σκεφτόμουν: «Και τι με νοιάζει, την Πέμπτη θα είμαι αλλού».

Τη Δευτέρα, όμως, ήμουν πίσω.

Δυστυχώς, όταν έγραφα αυτό το βιβλίο δεν είχα την τόλμη να μιλήσω ανοιχτά και να πω ότι το βασικό και κύριο ζητούμενο στα ταξίδια εκείνης της εποχής ήταν τα γούστα μου. Το ποτό και το σεξ. Δεν εννοώ τον σεξοτουρισμό -δεν είμαι φαν του είδους-, εννοώ τη διασκέδαση σε μπαρ και κλαμπ και όσα επακολουθούν όταν είσαι νέος. Διέσχισα εκείνη τη

δεκαετία λιώμα – αυτό που ήθελα μόνο ήταν να τραβιέμαι σε άγνωστα μέρη, να πίνω και να κάνω σεξ. Θα είχε νόημα να έγραφα περισσότερα για τη λάσπη στον πάτο της εικόνας, το πουλάκι όμως πέταξε: απλώς δεν ήμουν έτοιμος.

Παρ’ όλα αυτά, δεν λέω ψέματα. Κι αυτό ίσως είναι το πιο αξιοπερίεργο: πώς τα ρευστά, υπαινικτικά αυτά κείμενα πέφτουν σαν γάτες από τον έκτο και προσγειώνονται όρθια. Μπορεί να μην περιγράφω τις λεπτομέρειες μιας συνουσίας (με αυτήν τη μοντέρνα σαφήνεια που προσωπικώς βαριέμαι), περιγράφω όμως εκείνο που τελικά μέτραγε πιο πολύ: το μελαγχολικό ξενέρωμα της άλλης μέρας. Διότι ο κανονικός τίτλος αυτού του βιβλίου θα έπρεπε να είναι «Κυνηγώντας την ουρά μου: Πώς ο άνθρωπος που δεν έχει αγάπη, είναι βαρέλι δίχως πάτο. Και δεν θα χορτάσει ποτέ».

Στα μεσοδιαστήματα εκείνου του κυνηγητού, ναι, έζησα και μερικές στιγμές αλλόκοτης αγνότητας. Και μαγείας. Είδα αυτό που λένε, τη δρόσο των άστρων. Ζεστές, πράσινες θάλασσες. Χειρονομίες ανείπωτης ευγένειας. Το μονοπάτι της υπερβολής μου πέρναγε μέσα από έναν κήπο. Είμαι ευγνώμων που τον διέσχισα, έστω παραπατώντας.

Υπό αυτή την έννοια, ο Παλιός Καταρράκτης, χρόνια εξαντλημένος, είναι ένα βιβλίο που ήθελα να υπάρχει. Χωρίς να διεκδικεί τίποτα, περιγράφει πώς κάποιος έφτιαξε κόσμο, παραδέρνοντας μεταξύ λαγνείας και ποίησης.

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

 

Original price was: €15.00.Η τρέχουσα τιμή είναι: €13.00.

Γουίλφρεντ Θέσιγκερ

«Οι Άραβες των βάλτων», που εκδόθηκαν το 1964, δεν ήταν το πρώτο βιβλίο του Θέσιγκερ. Προηγήθηκαν οι «Άμμοι της Αραβίας» το 1959, όπου και πάλι περιγράφεται ένα φυσικό και ανθρώπινο τοπίο που απειλείται με καταστροφή, καταστροφή την οποία επέφερε η εκμετάλλευση του πετρελαίου -αγωγοί, εγκαταστάσεις, δρόμοι που χάραξαν με βαθιές ουλές την έρημο, αυτοκίνητα που αντικατέστησαν τις καμήλες, η εξαφάνιση του βεδουίνου, ενός πανάρχαιου ανθρώπινου τύπου σε απόλυτη συμφωνία με το περιβάλλον του. Έτσι, και στα δύο του βιβλία ο Θέσιγκερ καταγράφει παραδείσους που υπήρξαν. Δεν νομίζω ότι ο συγγραφικός του στόχος ήταν αποκλειστικά “οικολογικός” -άλλωστε, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε οικολογικός προβληματισμός, όπως τον εννοούμε σήμερα. Οπωσδήποτε είναι πρωτοπόρος σε μια οικολογική ανησυχία και προβλέπει επερχόμενα δεινά, αλλά πιστεύω ότι οι “Άραβες των βάλτων”, όπως και οι “Άμμοι της Αραβίας”, είναι κάτι περισσότερο από οικολογικές ελεγείες. Έχουν τη δύναμη, την πειστικότητα της λογοτεχνίας. Διαισθάνομαι ότι αυτή ενδεχομένως ήταν η βαθύτερη πρόθεση του Θέσιγκερ: να γράψει ένα βιβλίο που να εκφράζει έναν κόσμο, να μεταφέρει τις οικολογικές του ανησυχίες αλλά ταυτόχρονα να αποτελεί το βιβλίο καθεαυτό κόσμο, πέραν της αναπαράστασης. Ήθελε προφανώς να γράψει ένα ωραίο βιβλίο, ένα “λογοτεχνικό” βιβλίο και το πέτυχε. Αυτό άλλωστε είναι τελικά η λογοτεχνία. Όταν η μορφή είναι κάτι σαν περιεχόμενο, ένα είδος περιεχομένου… […]

―από συνέντευξη του μεταφραστή Άρη Μπερλή στη LIFO

 

ΟΙ ΑΝΑΣΕΣ ΤΩΝ ΒΑΛΤΩΝ : Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΡΗΣ ΜΠΕΡΛΗΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΧΟΥΣΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ WILFRED THESIGER

15.00

Μαλβίνα Κάραλη

ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ -ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΝΕΑ, ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

__________

Το εξαντλημένο αριστούργημα της Μαλβίνας Κάραλη «Σαββατογεννημένη» επανακυκλοφορεί από τα LIFO Bιβλία, δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση. Εκτός από τα κείμενα της πρώτης έκδοσης περιέχει και ένα παράρτημα με νέα, ακυκλοφόρητα κείμενα, ενώ το εξώφυλλο κοσμεί μια φωτογραφία της στην οδό Eυριπίδου από τον Σπύρο Στάβερη.

Στον πρόλογο της νέας έκδοσης, ο εκδότης Στάθης Τσαγκαρουσιάνος αναφέρει χαρακτηριστικά:

Δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη έκδοση του βιβλίου αυτού. Λογικά  θα έπρεπε να κοπάσει το ενδιαφέρον γύρω από τη Μαλβίνα. Δεν εμφανίζεται πια στην τηλεόραση, τα γούστα έχουν αλλάξει, η Ελλάδα γνώρισε σεισμικές αλλαγές. Κι όμως. Όλες αυτές οι αλλαγές βοήθησαν ώστε ο μύθος της να ενταθεί. Η ζήτηση του εξαντλημένου βιβλίου της ήταν αυξανόμενη στα γραφεία μας. Υπήρχε λόγος.

Οι πολλαπλές κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας απεμπλούτισαν τα ελληνικά media από κάθε διαφορετικότητα ή τόλμη. Στο νέο ρημαδιό η ανάμνηση της Μαλβίνας φαντάζει σαν επιστημονική φαντασία. Υπήρξε ποτέ μια τέτοια περίπτωση; Τέτοιο αστραφτερό, σβέλτο, ιδιοσυγκρασιακό γράψιμο! Με τέτοιο πλούτο σε συνειρμούς και αναφορές! Με τέτοια τόλμη απέναντι στην εξουσία!

____________

Αυτά είναι τα καλύτερα κείμενα που έγραψε ποτέ η Μαλβίνα. Με διαφορά. Έχουν κάτι ρωμαλέο και αστραφτερό, αν και μιλούν για θέματα της καρδιάς και του θανάτου. Ο χρόνος τα αύξησε. Ανέδειξε το μεταλλικό ύφος τους, την πυκνή ευφυΐα τους. Ειδικά τα κείμενα της Νέας Υόρκης, τους μήνες της αρρώστιας, έχουν κάτι σπάνιο. Είναι μια λοξή συνομιλία με το θάνατο, γεμάτη δέος, οργή και κούραση. Είναι λαμπρά δοκίμια για τις περιπέτειες του έρωτα, την ελληνική κοινωνία με τους εξωφρενικούς χαρακτήρες της, τη σκέψη του θανάτου και τα διλήμματα της συνείδησης. Ταυτοχρόνως είναι το κρυπτικό ημερολόγιο ενός υπέροχου και μαύρου κοριτσιού, που έφυγε νωρίς.

___________

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

15.30

Πολυσυλλεκτική έκδοση

Δέκα Έλληνες συγγραφείς που έχουν ξεχωρίσει τα τελευταία χρόνια εμπνέονται από την Ελληνική Επανάσταση και δημιουργούν ιστορίες ηρώων και αντιηρώων, αληθινές και φανταστικές, βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα αλλά και με μια δόση fiction. Τα δέκα διηγήματα που γράφτηκαν με ανάθεση της LiFΟ είναι εξαιρετικά δείγματα της νέας λογοτεχνίας, με πρωταγωνιστές πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον αγώνα για την ελευθερία αλλά και ανθρώπους «ασήμαντους», με τους οποίους δεν είχε ασχοληθεί κανείς, από τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Νικηταρά, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και την κυρά του Κάστρου της Ακροπόλεως, την Νταλιάνα, μέχρι την Καχριέ, μια νεαρή τουρκοπούλα που έγινε κατάσκοπος των Ελλήνων, αλλά και τους ρομαντικούς στο Μεσολόγγι.

Η Ευτυχία Γιαννάκη γράφει ορμώμενη από τους μύθους και τις φήμες της περιοχής του Ερεχθείου, όπου μεγάλωσε, σχετικά με την Ασήμω Γκούρα ή Νταλιάνα στο διήγημα «Νταλιάνα, τα κουμπούρια σου», ο Βασίλειος Φ. Δρόλιας, στον «Αποχαιρετισμό», γράφει για τις κρυπτογραφημένες ιστορίες που βρήκε στα τετράδια του παππού του, ο Χρίστος Κυθρεώτης στο διήγημα «Η φωνή μας» έχει κεντρικό ήρωα τον εκδότη μιας πατρινής εφημερίδας, ο οποίος την περίοδο των Ιουνιακών του 1863 βρίσκεται στην Αθήνα, ο Μιχάλης Μαλανδράκης γράφει για τον Νικηταρά στο διήγημά του «Μόνο σκιές», ο Μάκης Μαλαφέκας στο «Κάποτε στο Μεσολόγγι» φαντάζεται τον διάλογο δύο ρομαντικών στο Μεσολόγγι για το ’21, ο Βαγγέλης Μπέκας, με τον «Μάρκο», εστιάζει σε ένα περιστατικό που συνέβη το βράδυ πριν από τη σφαγή του λόχου των φιλελλήνων στο Πέτα με πρωταγωνιστή τον Μάρκο Μπότσαρη, η Μαρία Ξυλούρη, στο «Ξετρύπι», μας μεταφέρει στην Κρήτη, γράφοντας για τη σφαγή γυναικόπαιδων σε καταφύγιο, ενώ επίκειται επίθεση σε κοντινό τους μοναστήρι, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος στο «Γρίκα» έχει πρωταγωνιστή έναν ακαδημαϊκό που μελετάει τη Νεότερη Ελληνική Ιστορία και αναμετριέται με τον ιστορικό γρίφο του επιτεύγματος του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς, η Βασιλική Πέτσα ξανακοιτάζει την Επανάσταση υπό την οπτική του παρόντος στο διήγημά της «Ο Γιάννης Πασάς πόσταρε στον τοίχο του Κίτσου Μπότσαρη το τραγούδι “Hide me”» και η Βίβιαν Στεργίου γράφει για την Καχριέ, την κόρη του βοεβόδα των Καλαβρύτων, μια όμορφη τουρκοπούλα που μετέδιδε πληροφόρηση στους επαναστατημένους Έλληνες, στο διήγημα «Για σένα βγάζει το σώμα φύλλα».

 

15.00
Προσφορά!

LiFO Βιβλία

Κλάματα

Γλυκερία Μπασδέκη

θέλω να με πας στα πανηγύρια *
Σ’ αυτά τα τριήμερα που τραγουδάει η Ξανθή Περράκη ακόμη κι όταν δεν τραγουδάει, με χάρτινα τραπεζομάντιλα μες στη λίγδα, να καθίσουμε κάτω απ’ τα ηχεία, να μην ακούς αυτά που σου λέω και να μην καταλαβαίνω αυτά που μου λες. Να είναι της Παναγιάς ανήμερα και να ’χει κλάψει η εικόνα και να ’χουν βγει τα φιδάκια να γλείψουν τα δάκρυα και να ’χουν μοσχοβολήσει τα κρινάκια. Όλα να ’ναι νάι νάι νάι κι εσύ ο πιο Παναγιώτης, γιατί θα σ’ έχω ξεματιάσει αποβραδίς με λάδι και αλάτι και θ’ αστράφτεις σαν πάλκο. Κι όλο θα φέρνεις μπίρες κουτάκια με το εύκολο άνοιγμα και θα με ταΐζεις λουκάνικα με πράσο μέχρι ν’ ανοίξει το στομάχι απ’ την τόση ευτυχία και να πεταχτούν οι λέξεις που έκρυβα πρόχειρα στους πεπτικούς σωλήνες και σ’ άλλες θαλάσσιες σπηλιές. Και μπίρα την μπίρα, ηχείο το ηχείο, γαρίφαλο το γαρίφαλο, τίποτε δεν θα ’ναι ακριβώς το ίδιο. Θα λέμε ότι έχουμε ονομαστική και μας λένε Μαρία Μοντεσσόρι και Γιούλα Παναγιούλα και Παναΐτ Ιστράτι και Ξανθή Περράκη και ό,τι γιορτάζει και δεν γιορτάζει ανήμερα. Θα λέμε, θα τρώμε και θα δεχόμαστε ευχές.
Γιατί έτσι είναι τα πανηγύρια που δεν πήγαμε, αλλά θα πάμε. Τρεις ημέρες μέγα θάμα είναι και μετά μαζεύει η ορχήστρα.

Τα Κλάματα της Γλυκερίας Μπασδέκη είναι μια συλλογή από μικρά κείμενα μεγάλης πρωτοτυπίας και λεπτότητας, που δεν θυμίζουν τίποτα. Δεν κατατάσσονται ούτε στο πεζό ούτε στην ποίηση — μοιάζουν περισσότερο με λαϊκά τραγούδια από πανηγυρτζή, που δεν ξέρεις αν ίδρωσε ή κλαίει με το δεκάευρο κολλημένο στο κούτελο. Συνιστούν ένα καλειδοσκόπιο μαγευτικό, σπαρακτικής ειλικρίνειας, από την πιο μοναχική και ακατάτακτη φωνή της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

Original price was: €9.00.Η τρέχουσα τιμή είναι: €8.10.

Άντι Γουόρχολ

Ο Άντυ Γουόρχολ μιλάει ιδιωτικά, στο τηλέφωνο ή στο μαγνητοφωνάκι του, για τον έρωτα, το σεξ, το φαγητό, την ομορφιά, τη φήμη, τη δουλειά, το χρήμα, την επιτυχία. Μιλά επιγραμματικά για τη Νέα Υόρκη και την Αμερική, περιγράφει την παιδική του ηλικία σε μια κωμόπολη της Πενσυλβάνια, τα σκαμπανεβάσματα της ζωής, στο μεγάλο μήλο. Την απογείωση της καριέρας του στη δεκαετία του ’60 και το πικρό γκλάμουρ της σύμφυρσης ανάμεσα στις διασημότητες.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:

Η καλύτερη ερωτική επαφή είναι εκείνη που όσο διαρκεί δε σκέφτεσαι τίποτα. Μερικοί μπορούν να κάνουν σεξ και ν’ αφήνουν πραγματικά το μυαλό τους ν’ αδειάζει και να γεμίζει με σεξ. Άλλοι πάλι δεν μπορούν ποτέ ν’ αφήσουν το μυαλό τους ν’ αδειάσει και να γεμίσει από την ερωτική πράξη, κι έτσι, όσο διαρκεί, σκέφτονται: «Είμαι στ’ αλήθεια εγώ; Στ’ αλήθεια εγώ το κάνω αυτό; Είναι πολύ παράξενο. Πριν από πέντε λεπτά δεν το έκανα. Σε λίγο πάλι δε θα το κάνω. Τι θα έλεγε η μαμά; Πώς πρωτοσκέφτηκαν οι άνθρωποι να το κάνουν;» Λοιπόν, ο πρώτος τύπος ανθρώπου – ο τύπος που μπορεί ν’ αφήσει το μυαλό του ν’ αδειάσει και να το γεμίσει με σεξ χωρίς να σκέφτεται – βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση.

Ο δεύτερος τύπος πρέπει να βρει κάτι άλλο για να χαλαρώσει και να χαθεί μέσα σ’ αυτό. Για μένα, αυτό το κάτι άλλο είναι το χιούμορ.

Οι άνθρωποι με χιούμορ είναι οι μόνοι που πάντα με ενδιέφεραν πραγματικά, γιατί, μόλις κάποιος χάσει το χιούμορ του, με κάνει και τον βαριέμαι. Αν όμως η μεγάλη έλξη για σένα είναι το χιούμορ, αμέσως αντιμετωπίζεις πρόβλημα, γιατί αν ο άλλος είναι αστείος δεν είναι σέξυ. Έτσι, στο τέλος, όταν πλησιάζει η στιγμή της αλήθειας δε νιώθεις πραγματική έλξη, δεν μπορείς να «το κάνεις».

Στο κρεβάτι όμως προτιμώ να γελάω παρά να το κάνω. Το καλύτερο είναι να χώνομαι κάτω απ’ τα σκεπάσματα και να το ρίχνω στα ανέκδοτα. «Πώς τα πάω;» «Ωραία, αυτό ήταν πραγματικά αστείο». «Πω πω, έκανες ωραία αστεία απόψε».

Αν πήγαινα με κάποιο κορίτσι της νύχτας, το πιο πιθανό είναι ότι θα την πλήρωνα για να μου λέει ανέκδοτα.

Μερικές φορές, το σεξ δεν ξεφτίζει. Έχω δει ζευγάρια για τα οποία το σεξ δεν ξέφτισε με τα χρόνια.

15.00

LiFO Βιβλία

Έγχρωμη Nellys

Νίκος Δήμου, Φανή Κωνσταντίνου

Το έργο της Nellys ήταν συνώνυμο ως τώρα με την ασπρόμαυρη φωτογραφία, τις αρχαιότητες, τα ιδανικά τοπία της Κρήτης και τις γυμνές χορεύτριες στην Ακρόπολη. Όποιο θέμα κι αν είχαν, οι διαυγείς μαύροι και γκρίζοι όγκοι τους άφηναν στην εικόνα την ηδύτητα μιας ασημένιας στιλπνότητας.

Για πρώτη φορά με το βιβλίο αυτό γίνονται γνωστές οι έγχρωμες φωτογραφίες της. Τραβηγμένες στην Αμερική την περίοδο 1939-65, για να χρησιμοποιηθούν για διαφημιστικούς λόγους, έμεναν φυλαγμένες στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, όπου και ανήκουν. Αποκαταστάθηκαν με προσοχή, ώστε να αναδειχθεί ξανά το πλούσιο χρώμα τους, το οποίο σε πολλά σημεία είχε ξεθωριάσει επικίνδυνα.

Εκείνο που εκπλήσσει ευχάριστα στις φωτογραφίες αυτές είναι βεβαίως το χτυπητό, χαρούμενο χρώμα, τα πρόσωπα από πορσελάνη (σε εποχές πριν το photoshop), η αψυμιθίωτη χάρη του σφύζοντος αμερικάνικου ονείρου. Είναι όμως και η ίδια τους η ύπαρξη: Αυτή η εντελώς άγνωστη πτυχή της μεγάλης Ελληνίδας φωτογράφου, η οποία αποδεικνύει ότι εκτός από λεπτή αισθητήστρια υπήρξε και ένας άνθρωπος πρακτικός, που τολμούσε να δοκιμάζει συνεχώς νέα πράγματα, δίχως μεμψιμοιρίες.

15.00

Περιοδικά

Με ένα κλικ δωρεάν στην πόρτα σας!

849

“Αυτό που με προσβάλει περισσότερο είναι να θέλουν μέσα από μένα να δώσουν κουράγιο στην υπόλοιπη ανθρωπότητα, να με χρησιμοποιούν σαν καθρέφτη που μέσα του βλέπουν την ανωτερότητα τους και μέσα από τη δική μου ζωή να παίρνουν κουράγιο για να νιώσουν καλύτερα”.

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

848

SEPTEMBER SAYS: Με αφορμή την πρώτη μεγάλη μήκους ταινία της μιλάει στον Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο.

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Πόσο κοστίζει η έξοδος στην Αθήνα.

Σινεμά, Θέατρο, Συναυλίες, DJ Sets.

Η Αγορίτσα Οικονόμου είναι η Αθηναία της εβδομάδας.

Όλα στον αέρα με τη δεύτερη θητεία Τραμπ.

Bong Joon Ho δεν με συναρπάζουν οι υπερήρωες.

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

LIFO

Μπήκαμε στο ατελιέ του Γιάννη Μόραλη στην Αθήνα.

Τέμπη. Η αγωνία για τις διαδηλώσεις.

Αφιέρωμα Πειραιάς.

&

SPECIAL EDITION ME-METLEN Energy & Metals

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Αθηναίος: Ο Θέμης Ανδρεάδης.

Οι τολμηροί και γεμάτοι χιούμορ πίνακες της Σοφίας Ροζάκη.

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής

841

Η Στέγη μεταμορφώνεται ξανά σε κλαμπ.

Δωρεάν - Μόνο με έξοδα αποστολής